Στέκεσαι μπροστά μου αμήχανα, σαν μωρό που το έπιασαν να κάνει ζαβολιά, και θέλει να ζητήσει συγνώμη, αλλά ντρέπεται κιόλας να το παραδεχτεί. Θέλει να ζητήσει συγνώμη όμως, όχι για να διορθώσει όσα έκανε, αλλά για να νιώσει και πάλι το “αγαπημένο”, το “καλό παιδί”, για να διορθώσει την εικόνα του, μέχρι την επόμενη ζαβολιά.
Ξεκινάς υπενθυμίζοντάς μου όμορφες στιγμές μας, στιγμές που ήσουν όντως ο Τέλειος, ο πιο υπέροχος εαυτός σου, μήπως και παρασυρθώ και σε αγιοποιήσω, μήπως και ξεχάσω όλα τα άλλα πρόσωπά σου. Ξεχνάς όμως το πόσο ρομαντικά ρεαλίστρια είμαι (ή ρεαλιστικά ρομαντική- ακόμα δεν έχω αποφασίσει) ώστε να μην στέλνω κάθε αγάπη κατευθείαν στον παράδεισο, αλλά αντίθετα να μπορώ να την καίω στην κόλαση επειδή δεν ήταν το απόλυτο που ονειρεύτηκα τελικά και να σκορπάω τις στάχτες της στον αέρα.
Συνεχίζεις με κάτι ακαταλαβίστικα, και μετά με άλλα τόσα αδιάφορα, για το πώς ένιωσες. Λες και με νοιάζει. Μα καλά, γι’ αυτό ήρθες; Να μιλήσουμε για σένα; Να νιώσεις καλύτερα που ξανασιδέρωσες το τσαλακωμένο σου πρόσωπο , να νιώσω κι εγώ λιγάκι υπεύθυνη για όλα αυτά, να μοιραστείς το βάρος μαζί μου και να φύγεις πάλι, αυτή τη φορά με το συγχωροχάρτι σου στα χέρια; Κι εγώ; Νοιάζει τελικά κανέναν πώς ένιωσα εγώ; Να σου θυμίσω λοιπόν, σε περίπτωση που το ξεχνάς, πως δεν με νοιάζει πώς ένιωσες. Ούτε αν πιέστηκες. Ούτε τι φοβήθηκες. Ούτε καν αν έφταιξα κι εγώ. Και όχι, δεν σε συγχωρώ.