“Η συνάντηση μου, με τη προσωπικότητα που λέγεται Παζολίνι, ήταν σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης που είμαι, ένα τεράστιο “δώρο”. Είναι σα να συγκατοικώ μαζί του, σαν να είναι ο σύντροφος της ζωής μου, σαν να είναι πατέρας. Ο Παζολίνι παίρνει θέση στη ζωή μου. Ουσιαστικά, ο πλούτος που άφησε αυτός ο καλλιτέχνης, ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές είναι σπουδαία. Μέσω internet ανακάλυψα πάρα πολλά για εκείνον πριν τον ενσαρκώσω. Το μεγαλύτερο δώρο που μου έδωσε ήταν μια απέραντη μοναξιά. Μοναξιά του καλλιτέχνη-και με τη κακή έννοια- μου έδωσε κιόλας. Κλείστηκα κι εγώ σαν καλλιτέχνης μέσα στο δικό του “ευαγγέλιο” που όμως με συντροφεύει. Ακόμη και μέρες πριν ανέβω Θεσσαλονίκη, με συντροφεύει και στα όνειρα μου. Προχθές, είδα ένα όνειρο πως είμαι στη Ρώμη και υπάρχει μια αφίσα των μαφιόζων που θεωρούνται ότι μπορεί να είναι εμπλεκόμενοι στη δολοφονία του. Κάποιος πέρασε και ρώτησε αν αυτοί σκότωσαν τον Παζολίνι κι εγώ είπα ναι-είναι σίγουρο; Κατοικεί μια προσωπικότητα μέσα μου και μου αναθεώρησε το τρόπο που βλέπω Τέχνη και ζωή. Αυτό είναι ένα είδος “σέχτα”-με μια απόσταση πάντα. Σήμερα, το πρωί, η μητέρα μου είπε “ακόμα και σε εξωτερικό επίπεδο, έχασες κιλά και σου έκανε και σε αυτό καλό ο Παζολίνι”. Σε μια εποχή που τα θέατρα γεμίζουν με λογής-λογής θεάματα με τηλεπερσόνες, υπάρχουν και οι άλλες παραστάσεις που πάνε κόντρα στην trashίλα της εποχής μας και δίνουν έναυσμα στο κόσμο που δεν ξέρει ποιός ήταν ο Παζολίνι, μετά τη παράσταση να το ψάχνει.
Ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια της παράστασης υπήρξε ένα τεχνικό πρόβλημα πρόβλημα και αυτή η “απόγνωση” με έφερε σε μια μεταφυσική συνθήκη, όπου έπρεπε να το “σώσω” με κείμενο και εκείνη την ώρα αισθάνθηκα κάνοντας μια “παράκληση” λόγου, την ταύτιση-το σκοτάδι γέμισε τα μάτια μου. Λες και δεν υπήρχε θέατρο, κοινό. Εγώ και εκείνος να “μιλάω”.
Όταν μπαίνω κάτω από το μουσαμά, ως θεατρική συνθήκη λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση, δεν άκουγα το κοινό. Έχανα την ακοή μου-τόσο “χαμένα” συγκεντρωμένος ήμουν σε αυτό. Αυτό το έργο μου έφερε τα “φαντάσματα” που έχω ως άνθρωπος.
Απόψε και αύριο που είμαι Θεσσαλονίκη, θέλω να περάσω από την Απελλού, στο κέντρο. Οι θύμησες είναι έντονες. Η Θεσσαλονίκη βλέπω πια, να έχει απόσταση για τους ανθρώπους -είναι πιο “ξένοι”. Αλλά, οι αναμνήσεις είναι εδώ, τα αρώματα, οι βόλτες, τα γέλια που κάναμε με τη Γιολάντα, οι βόλτες οι ατέλειωτες με τη Φωτεινή-που μου λείπει τόσο, τα ξενύχτια Γιώργο που κάναμε παρέα, με τσιγάρα, ποτά και έρωτες. Λίγο “συνομιλώ” με τα μέρη και τους ανθρώπους. Αισθάνομαι όταν περπατάω στη Θεσσαλονίκη, ότι δεν έφυγα ποτέ. Βέβαια, είναι και μια πόλη που με πονάει-λόγω της Φωτεινής-της απώλειας. Κι εκεί τρέχω στη θάλασσα και παίρνω μια ανάσα. Η Θεσσαλονίκη είναι τόσο ωραία, όσο και ικανή από την αγάπη που της έχω, μου κάνει “ψυχολογικό λαλά”. Είναι μια πόλη που πάντα επιστρέφω.