κείμενο | γιάννης βαρβαρέσος */* φωτογραφίες | αρχείο γιάννη */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Έχεις τρεις επιλογές
Ο Γιάννης αποκαλύπτει τρία πράγματα που θα βάλει στο σάκο του για να φύγει στο θέατρο, τρία τραγούδια που θα ακούσει στο δρόμο κι άλλα τρία πράγματα που θέλει να κάνει αυτό το χειμώνα. Α! Και έβγαλε τρεις φωτογραφίες με ό,τι «έλαμψε» στα μάτια του, τελευταία! Three, two, one, action!
«Ουσιαστικά, να γράψεις ένα κείμενο με αρχή-μέση και τέλος, όλο δικό σου.»
Αυτή είναι η φράση από το email, που μου καρφώθηκε στο μυαλό, μιας και είναι η πρώτη φορά που μου ζητείται να γράψω κάτι τέτοιο. Πώς θα είναι η αρχή, πώς η μέση και πώς το τέλος; Πρέπει, άραγε, να είναι ενδιαφέρον το κείμενο; Να το κάνω ενδιαφέρον; Πώς; Να δω πώς έγραψαν άλλοι πριν από μένα; Δεν έχω ξαναγράψει ποτέ μου κάτι παρόμοιο. Είναι η πρώτη φορά, οπότε ένα άγχος υπάρχει μην γράψω καμιά βλακεία. Οπότε… ξανά. Ενδιαφέρον κείμενο. Πώς; Ή μήπως όσο πιο προσωπικό το κείμενο, τόσο πιο ενδιαφέρον; Και να που ήδη ξεκίνησα να το γράφω αυτό το κείμενο, και που το ξέρεις κι εσύ, το ξέρω κι εγώ, ότι θα το γράφω σταδιακά τις επόμενες μέρες κι όχι έτσι μια μονοκοπανιά, έχοντας ως αρχή του τη φράση κάποιου άλλου κι όχι δική μου. Ίσως έτσι να είναι και καλύτερα. Άλλωστε, ένας πρόλογος ήταν. Ίσα ίσα να ζεσταθούμε.
Ας θέσω το σκηνικό της πρώτης απόπειρας να γράψω αυτό το κείμενο.
Κυριακή 31/10/2021, ώρα 00:52
Ήδη αλλάζω αυτά που έγραψα πιο πάνω και σκέφτομαι πως αν δεν συνεχίσω να γράφω παρακάτω, με βλέπω να στέλνω μόνο τον πρόλογο να δημοσιευτεί. Ας αρχίσω από την πρώτη ερώτηση:
«…τρία πράγματα που βάζεις στο σακίδιο σου, για να φύγεις έξω, το πρωί να πας στη παράσταση. Ποια είναι αυτά και γιατί αυτά.»
Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα χρόνια έχουν περάσει από το σακίδιό μου εκατομμύρια πράγματα. Καμιά φορά σκέφτομαι τι βρισίδι έχω φάει από την τσάντα μου, για το βάρος που της βάζω. Ωστόσο, θα προσπαθήσω να εντοπίσω κάποια πράγματα που παίρνω μαζί μου πιο συχνά.
Α) Το βιβλίο
Τώρα θα μου πεις: ποιο βιβλίο; Το έβαλα έτσι, εκεί, σαν τίτλος ταινίας, τύπου «The Notebook». Η αλήθεια είναι, πως αυτό που εννοώ είναι ότι πάντα υπάρχει ένα βιβλίο, που διαβάζω την εκάστοτε περίοδο της ζωής μου: είτε θεωρητικό, πολιτικό, μυθιστόρημα, συλλογή ποιημάτων, δεν έχει σημασία. Για παράδειγμα, αυτήν την περίοδο διαβάζω το «Επι του πολιτικού» της Chantal Mouffe. Ε… αύριο που έχω παράσταση το «Μια γιορτή στου Νουριάν», στο Σύγχρονο Θέατρο, στις 11:30 και 15:00, θα το πάρω μαζί μου να το ‘χω στην τσάντα μου. Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να βαρεθώ ανάμεσα στις δύο παραστάσεις και να το ανοίξω να διαβάσω. Όταν ξεκινάω ένα βιβλίο, αισθάνομαι όπως όταν ξεκινάς να βλέπεις μια μεγάλη σειρά: γίνεται κομμάτι σου για εκείνη την περίοδο που το διαβάζεις. Με έναν τρόπο είναι σαν να βρίσκομαι διαρκώς υπό την επήρεια του κόσμου του βιβλίου και να συμπορεύομαι μαζί του. Είναι το στήριγμά μου σε καταστάσεις ανίας ή αναμονής. Έχω λαχτάρα να δω τι θα συμβεί παρακάτω ή τι ακριβώς εννοεί με εκείνη τη φράση και πώς θα καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Κι αυτή τη λαχτάρα, δεν μ’ αρέσει να την αποχωρίζομαι. Α… και πάντα έχω ένα μολύβι μαζί μου, γιατί μ αρέσει να σημειώνω αυτά που μου κάνουν εντύπωση. Είναι σαν να χαρτογραφώ εκ νέου το κείμενο, σύμφωνα με τις δικές μου εντυπώσεις.
Τετάρτη 03/11, 09:46
Τώρα βρήκα την ευκαιρία να συνεχίσω να γράφω! Το «σταδιακά» που είπα πιο πάνω. Λοιπόν…
Β) Τα γυαλιά
Ξέρω, θα ακουστεί μπανάλ, αλλά πλέον αισθάνομαι ελλιπής αν δεν έχω μαζί μου τα γυαλιά μου, όταν θα πάω στην παράσταση. Ο λόγος είναι, επειδή στις παραστάσεις φοράω φακούς επαφής, μία βλακεία να γίνει και να πεταχτούν/χαθούν οι φακοί, μετά θα βλέπω τον κόσμο μέσα από 5 βαθμούς μυωπία. Όχι ό,τι καλύτερο. Μου ‘χει συμβει. Κατά τη διάρκεια της παράστασης. Δεν χρειάζεται ξανά.
Γ) Το σημειωματάριο
Πάντα έχω μαζί μου ένα σημειωματάριο, για να μπορώ να γράψω την οποιαδήποτε ιδέα μου έρθει. Υπάρχουν πολλές στιγμές, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της παράστασης, που μπορεί να μου έρθει μια ιδέα, είτε για το ρόλο, τη σκηνή, την ίδια τη διαδικασία του θεάτρου, τον τρόπο που παρακολουθούν οι θεατές, την επιτελεστικότητα των σωμάτων επί ή κάτω από τη σκηνή, ακόμα και για τα φώτα ή τα κοστούμια ή… ή… ή… Είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που αν μου ‘ρθει μια ιδέα που μ’ αρέσει, πρέπει να τη γράψω, αλλιώς θα την ξεχάσω. Γι αυτό, έχω πάντα μαζί μου ένα σημειωματάριο, για να μπορώ να γράψω την οποιαδήποτε ιδέα μου ‘ρθει και που αξίζει να τη διαβάσω αργότερα. Πέρα από όλα, αυτό το σημειωματάριο το αντιμετωπίζω σαν θησαυρό μου, που φοβάμαι πραγματικά μην το χάσω.
«Τρία τραγούδια που θα ακούσεις στο δρόμο με όποιο μεταφορικό μέσο το κάνεις. Ποια είναι αυτά και τί σημαίνουν για εσένα.»
Η αλήθεια είναι πως ανάλογα τη μέρα, την ώρα, τη διάθεση, τον καιρό, την εποχή ακόμα και την περιοχή που θα περπατήσω ή θα μεταβώ, βάζω και διαφορετικά τραγούδια να ακούσω. Ωστόσο, θα γράψω εδώ κάποια που συνηθίζω να τα ακούω περισσότερες φορές από το κανονικό.
Α) Day is Gone –
Ξέρω… όχι ό,τι πιο ευχάριστο σε τραγούδι. Αυτό το τραγούδι μου θυμίζει μια πολύ αγαπημένη μου σειρά, το Sons of Anarchy, και ιδιαίτερα ένα από τα τελευταία επεισόδια, που με έκανε να πλαντάξω στο κλάμα. Κάθε φορά που το ακούω αυτό το τραγούδι, άλλοτε με ηρεμεί κι άλλοτε μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Για κάποιον λόγο χτυπάει σε πολύ ευαίσθητες χορδές μέσα μου. Όταν θέλω να ηρεμήσω από την φούρια της ημέρας ή από το πολύ τρέξιμο, το βάζω στα ακουστικά και «κατεβάζω ταχύτητες».
Β) Μέλι, γάλα και μαγιά – Bandallusia
Η αλήθεια είναι, πως δεν ξέρω για ποιον λόγο, αλλά αυτό το κομμάτι το βάζω πολύ συχνά να το ακούσω τα τελευταία δύο χρόνια που το ανακάλυψα. Και γενικά το συγκρότημα Bandallusia, που θεωρώ εξαιρετικά τα τραγούδια τους. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο σε αυτό το τραγούδι, απλά με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα, πιο δυνατός και… σαν να με τονώνει, ένα πράγμα. Εξαιρετικοί οι Bandallusia.
Γ) Μονά Ζυγά – Λένα Κιτσοπούλου
Αυτό το τραγούδι το ανακάλυψα μέσα στη δεύτερη καραντίνα. Κάποια στιγμή νομίζω πέρασα μία εβδομάδα να το ακούω σε λούπα. Γενικά μ’ αρέσει να ακούω τραγούδια εκείνης της περιόδου (1930-1960), ιδιαίτερα όταν αυτά γίνονται πολύ ενδιαφέρουσες διασκευές από καλλιτέχνες της σύγχρονης εποχής. Όπως επίσης και το Νύχτωσε Φεγγάρι, και άλλα. Το συγκεκριμένο τραγούδι και ιδιαίτερα με τη φωνή της Κιτσοπούλου… δεν ξέρω. Κάθε φορά που το βάζω, ιδιαίτερα αν περπατάω σε περιοχή που δεν έχει πολύ κόσμο, το τραγουδάω φωναχτά. Αφού, ακόμα και όταν περπατάω στο δρόμο με κόσμο, το σιγοτραγουδάω. Αφού σκέφτομαι να το πω σε καμιά οντισιόν, αν είναι, να μου φύγει το μεράκι.
Αυτό θα ‘θελα να πω πριν πάω στην επόμενη ερώτηση: έχω πάρα πολλά τραγούδια στο κινητό μου, που το καθένα μπορεί να «σημαίνει» κάτι διαφορετικό σε διαφορετική συνθήκη. Όταν είμαι σε κακή ψυχολογική κατάσταση και πρέπει να πάω στη δουλειά και να φτιάξει η διάθεσή μου, βάζω να ακούω παιδικά τραγούδια. Όταν θέλω να ηρεμήσω από μια δύσκολη μέρα, μπορεί να βάλω και κλασική μουσική να ακούσω στο δρόμο. Αν είναι καλοκαίρι, θα βάλω κυρίως ρέγκε και ροκ να ακούσω, αν είναι χριστούγεννα, χριστουγεννιάτικα και πάει λέγοντας. Να μια ωραία άσκηση που είχα κάνει μόνος μου: σχημάτισε μια playlist με τραγούδια που εκφράζουν ένα συναίσθημα ή μια κατάσταση για εσένα, όπως μελαγχολία, χαρά, ηρεμία, τονωτικό/χορευτικό, κτλ. Κάνε τη διαδρομή για τη δουλειά σου ακούγοντας μόνο αυτή τη playlist και παρατηρήστε τις αλλαγές στο σώμα σας, αλλά επίσης και στο πως παρατηρείτε τον κόσμο γύρω σας. Κάν’ το αυτό με διαφορετικές playlists. Θα δείς πολύ ωραίες αλλαγές.
Και τρία πράγματα που έχεις αποφασίσει να κάνεις αυτό το χειμώνα, επί προσωπικού.
Τετάρτη 03/11, 13:26
Από τον Αύγουστο, έχω μπει σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Fonty’s University, στο Tilburg, στην Ολλανδία, με θέμα “Performing in Public Space”. Στο συγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, μου δίνεται η δυνατότητα να το παρακολουθώ online, εκτός από 6 βδομάδες που θα πρέπει να παραστώ στο Tilburg. Ήδη πήγα για τις πρώτες δύο βδομάδες, 10-23 Οκτωβρίου, και ήταν τέλεια. Οπότε το πρώτο και βασικό πράγμα που θα κάνω φέτος είναι να ασχοληθώ με τις σπουδές μου αυτού του μεταπτυχιακού προγράμματος και την έρευνα που θα κάνω καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, πάνω στο δημόσιο διάλογο. Είναι, άλλωστε, κάτι που ήθελα πάρα πολύ καιρό και είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι μέρος αυτού του προγράμματος και μου δίνεται η ευκαιρία να δουλέψω πάνω σε καλλιτεχνική έρευνα.
Το δεύτερο πράγμα είναι να ψάξω ευκαιρίες για δουλειά και έρευνα. Μόλις τελείωσα από το Εθνικό Θέατρο, που ήμουν βοηθός σκηνοθέτη στο Φουέντε Οβεχούνα, που σκηνοθέτησε η Ελένη Ευθυμίου και θα συνεχίσω να παίζω για λίγο καιρό ακόμα στο «Μια γιορτή στου Νουριάν» του Βασίλη Κουκαλάνι στο Σύγχρονο Θέατρο. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολες οι εποχές που ζούμε, ιδιαίτερα για τους καλλιτέχνες του λεγόμενου «ελεύθερου θεάτρου», στο οποίο οι εργασιακές συνθήκες όλο και χειροτερεύουν και οι ευκαιρίες όλο και λιγοστεύουν. Η ψαλίδα μεγαλώνει, όπως κι αν το καταλαβαίνει ο καθένας αυτό. Για μένα, πρέπει, για αρχή, να μετατοπίσουμε τον τρόπο σκέψης μας και να ξεφύγουμε από τη λογική να προσπαθούμε απλώς να «επιβιώσουμε» και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να «ζούμε», όπως θα θέλαμε να ζούμε. Ξέρω, ακούγεται κάπως θολό και ουτοπικό, αλλά αν δεν έχουμε μια ανάγκη να μας κινεί, τίποτα δεν θα αλλάξει. Κι αν δεν το κάνουμε αυτό σε συλλογικό επίπεδο, θα παραμένουμε κολλημένοι σε αυτό το στάδιο που είμαστε, να προσπαθεί, δηλαδή, ο καθένας να τα καταφέρει για τον εαυτό του και να σκεφτόμαστε πάντα «αχ, μακάρι οι επόμενοι να κάνουν κάτι καλύτερο από εμάς.» Είτε είσαι 15, είτε είσαι 95, θα έπρεπε να υπάρχει μια συλλογική ενσυναίσθηση των προβλημάτων της κοινωνίας μας και να προσπαθούμε να τα αλλάξουμε με τον οποιονδήποτε τρόπο. Τελοσπάντων, πάλι ξέφυγα. Μου πες κι εσύ «“Πάρλαρε” όσο περισσότερο μπορείς με όλα τα παραπάνω» κι εγώ το πήρα τοις μετρητοίς.
Πέμπτη 04/11, 18:01
Το τρίτο πράγμα είναι να προσπαθήσω να βρίσκω εκείνους τους χρόνους για να ηρεμώ και να βλέπω αγαπημένους μου ανθρώπους. Δυστυχώς, η κοινωνία μας, έχει δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες, ώστε ο τρόπος ζωής, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, να κινείται με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς και πολλές φορές χωρίς καμία «παύση», για πολλούς μήνες. Δουλειές, συζητήσεις, εργασίες, πολλαπλές μετακινήσεις, όλα ταυτόχρονα, χωρίς διακοπή ανάμεσα τους, κι όλα να συντελούν στο να βρίσκεσαι σε μια μόνιμη ταχύτατη κατάσταση, από την οποία δεν ξέρεις πότε και αν θα βγεις. Περιμένεις πως και πως ένα καλοκαίρι, μπας και βρεις 5 μέρες να ηρεμήσεις. Τις άλλες 360, πάλι, βάζουμε 5η ταχύτητα στο αυτοκίνητο και τρέχουμε. Ξέρω, είναι το τίμημα για να μπορείς να έχεις δουλειά. Άλλοι δεν έχουν, τι μου λες τώρα; Ναι, αλλά θα ‘πρεπε να μπορούμε να κάνουμε κάποιες «παύσεις» στη ζωή μας και να κάνουμε μια μικρή ανασκόπηση όλων όσων συμβαίνουν γύρω μας, μέσα μας, δίπλα μας, πέρα από εμάς. Να περάσω ένα ολόκληρο απόγευμα με έναν αγαπημένο μου άνθρωπο, όχι μισή ώρα επειδή δεν προλαβαίνω. Να μπορώ να απολαύσω μια παράσταση, όχι να σκέφτομαι ότι ξοδεύω 2 ώρες από τη ζωή μου τώρα, τουλάχιστον ας με κάνει να κλάψω. Να γνωριστώ με καινούργιους ανθρώπους, να δω τι σκέφτονται, πώς λειτουργούν, κι όχι να προσπαθώ να ανυπομονώ να τελειώνει η μπύρα, να γυρίσω σπίτι να συνεχίσω να δουλεύω. Προσωπικά, από το φετινό καλοκαίρι έχω πάρει την απόφαση ότι θα προσπαθήσω να έχω αυτές τις «παύσεις» στη ζωή μου και να δω τους ανθρώπους που αγαπώ και να γνωρίσω κι άλλους, όσους περισσότερους γίνεται. Να κοινωνικοποιούμαστε. Καλό κάνει, κακό δεν κάνει.
Δεν ξέρω… Μπορεί να μακρηγόρησα σε πολλά σημεία, μπορεί να είπα και διάφορες βλακείες. «Συγγνώμη.» Και «ευχαριστώ.» Είναι οι δύο πιο συχνές λέξεις που λέω στη ζωή μου. Με κοροϊδεύουν οι φίλοι και συνεργάτες μου και κάνουμε πλάκα. «Σταμάτα να λες συγγνώμη», μου λέει η Έλενη. Εντάξει. Συγγνώμη, αν είπα κάποια χαζομάρα. Και ευχαριστώ για τη δυνατότητα να εκφράσω, έστω και με αυτόν τον τρόπο, κάποιες σκέψεις μου.
* Ο Γιάννης Βαρβαρέσος πρωταγωνιστεί στο ““Μια γιορτή στου Νουριάν” του Volker Ludwig, σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκαλάνι και παρουσιάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο στο Γκάζι.