at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Bασίλη Μόσχου

κείμενο Ι βασίλης μόσχος */* φωτογραφίες | θανάσης κριτσωτάκης + βίκυ μπρούσαλη + καλλιόπη πασιά + αχιλλέας νικονάνος */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

ολόκληρος για αγάπη

Η μέρα αρχίζει με μπόλικη καφεΐνη και συσσωρεύοντας κουράγιο και δύναμη για άλλη μια μέρα σε μια δουλειά-αδιέξοδο, γεμάτη κούραση και εκμετάλλευση. Οι καλημέρες, οι αγκαλιές και τα φιλιά από τους δυο πιο αγαπημένους μου ανθρώπους στον κόσμο μου τα παρέχουν και τα δυο απλόχερα, οπότε δεν παραπονιέμαι.

Το Αγρίνιο ξεκίνησε ως μια περιπέτεια, λόγω του διορισμού της γυναίκας μου, και συνεχίζεται ακριβώς ως τέτοια. Ίσως άμα είχα ξαναζήσει μακριά από την Θεσσαλονίκη στο παρελθόν και δεν έφευγα για πρώτη φορά στα 36-37 μου να καθόταν πιο εύκολα. Δεν θα μάθουμε ποτέ. Σημασία έχει πως είμαστε οι τρεις μας μαζί εδώ πέρα, και πως όπου και να μας κάτσει η μπίλια για να ζήσουμε στο μέλλον έχουμε την δύναμη να το κάνουμε σπίτι μας.

Το Λαντ Ρόβερ γράφτηκε με τον ίδιο τρόπο που γράφτηκε και οτιδήποτε άλλο δικό μου: με πολλή παρατήρηση της ζωής και των ανθρώπων εκεί έξω. Η διαδικασία ήταν πιο απαιτητική από τα άλλα μου βιβλία εξαιτίας της ψυχολογικής και πνευματικής μου κατάστασης εκείνα τα χρόνια και, κυρίως, της θεματολογίας των ιστοριών που βρίσκονται σ’ αυτό.

Αυτό που με κινητοποιεί στην γραφή είναι η ανάγκη μας να ακουστούμε. Ειδικά οι ιστορίες εκείνες που μας κάνουν ενστικτωδώς να αποστρέψουμε το βλέμμα για να προφυλαχθούμε, που μας προξενούν ανησυχία και ανοικειότητα, που διασαλεύουν την τεχνητή ηρεμία και την τάξη που με τόσο μόχθο χτίζουμε στους μικρόκοσμους μας. Οι ιστορίες που επιβάλλεται να κάνουν φασαρία, αλλά αναγκάζονται να σιωπούν μέσα στην καθημερινότητα και τους ανελέητους ρυθμούς της.

Η λογοτεχνία είναι επικοινωνιακή πράξη. Το γράψιμο μπορεί να είναι ατομική εργασία, αλλά έχει πάντοτε κοινωνικές διαστάσεις, όπως και κάθε μορφή τέχνης. Γράφουμε για τους άλλους, όχι για μας. Σιχαίνομαι με όλη μου την ύπαρξη κάτι βαυκαλιστικούς, ναρκισσευάμενους μονολόγους, κυριολεκτικούς και μεταφορικούς, που δυστυχώς καταλαμβάνουν ένα τεράστιο κομμάτι της εκδοτικής παραγωγής, ιδίως της εγχώριας. Αν δεν έχεις να μιλήσεις για τίποτε άλλο πέρα από τον εαυτό σου, καλύτερα να σιωπήσεις. Ή ν’ αρχίσεις ημερολόγιο.

Η γενιά η δικιά μου δεν κάθεται σε κανέναν καναπέ. Δεν προφταίνει. Τρέχει απ’ το πρωί ως το βράδυ για να επιβιώσει, κι ενδιάμεσα παλεύει να προστατεύσει τον εαυτό της και όσους αγαπάει από το σκοτάδι που πυκνώνει εκεί έξω. Όσοι κι όσες έχουνε ήδη βυθιστεί σε αυτό, είτε για να οχυρωθούν σε μια πλαστή ασφάλεια είτε επειδή εκεί ανήκουν αληθινά, πάλι δεν έχουν τον απαραίτητο χρόνο για να αποχαυνωθούν. Εκείνες οι γενιές που κάθονται στους καναπέδες τους δεν πρόκειται να σηκωθούν απ’ αυτούς, ούτε και θα το θελήσουνε ποτέ. Είμαι όμως αισιόδοξος πως η νεότερη γενιά, που της σέρνουν τα μύρια όσα πανταχώθεν, θα αντεπιτεθεί δυναμικά. Ήδη το κάνει, ο κόσμος ξαναβγαίνει στους δρόμους μαζικά ύστερα από μια δεκαετία νωθρότητας, κόπωσης και ματαίωσης. Και στην πρώτη γραμμή είναι αυτά τα πιτσιρίκια που «είναι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι».

Προφανώς και συνειδητοποιούμε πόσο στο Καράκεντρο ζούμε. Εκεί που δυσκολευόμαστε λιγάκι είναι να αντιληφθούμε πως, μάλλον, είμαστε και ‘μεις μέρος του προβλήματος. Αλλά αυτό είναι λογικό και ανθρώπινο, οπότε ας μην είμαστε αχρείαστα σκληροί μαζί μας.

Ο ΠΑΟΚ είναι η παιδική μας ηλικία. Είναι τα ματωμένα γόνατα και οι ξεφτισμένες μπάλες, ασήκωτες από τα βρωμόνερα της γειτονιάς, είναι η υπόσχεση του Σαββατοκύριακου, τα ξενύχτια μπροστά από την τηλεόραση, τα σουτάκια στο Ποσειδώνιο και τον Γαλαξία, το κασκόλ δεμένο στην σχολική τσάντα και τα εξώφυλλα των εφημερίδων στα περίπτερα την άλλη μέρα. Ο ΠΑΟΚ είναι καψούρα, νταλκάς, καμάρι, ταξίδι, είναι πολλά μα κυρίως ένα: σπίτι.

Πολλοί λένε πως ο ΠΑΟΚ είναι μαγκιά. Κάνουν λάθος. Η μαγκιά είναι ΠΑΟΚ.

Από βιβλία αυτή την περίοδο ταλαιπωρώ στο κομοδίνο το Ρουμάνι του Μπραντ του Άρνο Σμιντ, την Σιωπή της κερκίδας του Γιώργου Οικονόμου και τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον.

Από σινεμά λίγα πράγματα, δυστυχώς, λόγω περιορισμένου χρόνου. Φέτος έγινα σχετικά τακτικός θεατής στις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης του δήμου Αγρινίου στον (υπέροχο) κινηματογράφο Άνεσις. Δεν μπορώ να γνωρίζω για άλλες χρονιές, αλλά το φετινό τους πρόγραμμα ήταν εξαιρετικό και για μένα προσωπικά αληθινό βάλσαμο.

Όσον αφορά την μουσική, θα αποφύγω να απαντήσω καθώς δεν μας φτάνουν ούτε τέσσερις συνεντεύξεις. Η μουσική είναι ό,τι καλύτερο επινοήσαμε (ή ανακαλύψαμε) ως είδος. Σήμερα το απόγευμα είχαμε σχετική κουβέντα με κάτι φίλους και καταλήξαμε στο ότι η μουσική έχει την δύναμη να στα θεραπεύσει όλα, όσο ασήκωτα κι αν είναι για τους ώμους σου.

Το επόμενο βιβλίο μου, το τέταρτο, θα είναι πάλι ποίηση. Κάπως διαφορετική από την προηγούμενη φορά και το ΓΙΟΥΝΙΚ. Το δουλεύω εδώ και δυο-τρία χρόνια και προσπαθώ κι εύχομαι να βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία τον Απρίλιο του 2026.

Αυτό που θα ήθελα να έχω καταφέρει σε δεκατρία χρόνια από τώρα, στα πενήντα μου, είναι να είμαι αρκετός για τους ανθρώπους που αγαπάω. Να μπορώ να τους προσφέρω όσα περισσότερα γίνεται, μια ζωή με όσο το δυνατόν λιγότερη πίεση και άγχος. Μια ζωή χωρίς φόβο. Αν το καταφέρω, θα είμαι πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό μου.

*ο Βασίλης Μόσχος είναι συγγραφέας. Το βιβλίο του “Λαντ Ρόβερ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις  ΤΡΙ.ΕΝΑ Πολιτισμού.