
κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
της καρδιάς η κωλότσεπη
Έχει μια περηφάνια αυτή η Κυριακή. Οριοθετεί νίκες και κλείνει κύκλους. Θεριεύει την άνοιξη και προοικονομεί περιπετειώδεις μεγάλες εβδομάδες.
Έχει μια ηγετική μορφή αυτή η Κυριακή. Ξυπνάς και γνωρίζεις πως όλα μπορούν να αναγνωριστούν. Όλα μπορεί και να τελειώσουν.
Επιστροφή από την εκκλησία για ηλικιωμένες κυρίες, που κάνουν στάση για καφέ, να πούνε τα νέα του γαμπρού της μιας και της νύφης της άλλης που ζούνε “ντράβαρα” και να “πουλήσουν μούρη” η μία στην άλλη, για τις πασχαλιάτικες προετοιμασίες. “Αυτό το κουλουράκι να ΄ναι άραγε νηστίσιμο, που έφερε το γκαρσόνι μαζί με τον διπλό ελληνικό;”…
“Απόψε, Μαριλένα είναι η τελευταία παράσταση. Θα πάμε “κορίτσια” που είναι η μοναδική μας ευκαιρία σήμερα το απόγευμα;”, λέει η ατίθαση γιαγιά στην συνομήλικη ομήγυρη.
Έχει μια περηφάνια αυτή η Κυριακή. Το “Σώσε” θα γίνει στη τελευταία παράσταση στο θέατρο. Τί και πως, την περιμέναν όλος ο θίασος τούτη τη λήξη και τώρα που ήρθε, μια πίκρα στα χείλη κι ένα “αχ” ζωσμένο μέσα στη καρδιά, δεν θέλει τον αποχωρισμό. Κι ας πρέπει “εθιμοτυπικά” να γίνουν όλες οι πλάκες επί σκηνής.
Η Λαμπρινή δεν θέλει να κάνει καμία πλάκα σε καμία συνάδελφο στο καμαρίνι. Ήρθε με τον άδειο σάκο της να μαζέψει τα υπάρχοντα και έπειτα έχει ραντεβού με το Νικηφόρο. Έξω από την εκκλησία. Ο Νικηφόρος το πρωί αρχιτέκτονας, το βράδυ ηθοποιός σε bar-theater, απόψε δεν έχει παράσταση. Τελειώσαν μόλις χθες και δεν θέλει να κάνει αυτή τη συνάντηση-φοβάται.
Η Λαμπρινή αγκαλιάζει έναν-έναν τους συναδέλφους. Όχι όλους. Αυτούς που μοιράστηκε αλήθειες πάνω στο σανίδι κι όχι έπαρση. Η Λαμπρινή με γεμάτο σάκο, περνά από “τη μπούκα”. Χαζεύει το σανίδι. Αφήνει το σάκο κάτω και πάει να ξαναπατήσει πάνω στη σκηνή με άδεια πλατεία. Μισή ώρα πριν ασταμάτητα την χειροκροτούσαν. Τώρα φεύγει. Τέλειωσε η σύμβαση. Πληρώθηκε, με κάτι υπόλοιπα, η συμφωνία.
Από την άλλη, έπεσαν υπογραφές για το Νικηφόρο. Θα παίξει την επόμενη χρονιά σε κεντρική θεατρική σκηνή της πόλης.
Η Λαμπρινή με το σάκο στον ώμο, αποχαιρετά το θέατρο της και πάει ένα τέταρτο νωρίτερα στο ραντεβού, έξω από την εκκλησία, με το Νικηφόρο. Δεν ξέρει ποιος αποχαιρετισμός τη πονάει πιο πολύ. Και είναι η “βαγιάτικη” έξοδος από το “βασίλειο” της Θεσσαλονίκης που καλλιτεχνικά οριοθέτησε ένα κύκλο και στέρεψε πια. Πρέπει να φύγει. Για την ίδια.
Ο Νικηφόρος ήρθε, με βάγια στο χέρι και ένα σκύλο από πίσω να τον πειράζει και να του δίνει μπισκοτάκια.
“Καλά, πού τον βρήκες αυτόν; Και μαζί και βάγια;”…Κι εκείνος απαντά “στο δρόμο όπως ερχόμουν. Πώς αισθάνεσαι;”
Η Λαμπρινή με κόμπο στο λαιμό, αρχίζει να του μιλά…
“Οι δρόμοι της διπλής κατεύθυνσης, πόσο να παραμένουν ίδιας και διπλής; Είναι ανέφικτο. Δεν με χωρά η γη. “Φυλακή” έγινε η πόλη και θέλω να δραπετεύσω. Ένδοξα και περήφανα. Κοίτα το φεγγάρι επάνω. Σχεδόν γεμάτο λαμποκοπά μέσα στη νύχτα. Έτοιμο να πανσελίσει. Αυτό αισθάνομαι. Φεγγάρι μέσα σε σκοτάδι. Θα το κάνω, Νικηφόρε. Το όνειρο θέλει διεκδίκηση και το νύχι να ξύσει βαθιά τη πληγή. Λείπεις. Ήδη μου λείπεις. Εκκλησία γεμάτη κόσμο η καρδιά μου για σένα. Όπως εκεί μέσα. Κι ένα μοναχά κεράκι αναμμένο, μέσα στη καρδιά-σαν σε ξωκλήσι- να μου χαμογελά και να προσμένει πως θα έρχομαι να σε βλέπω. Του χρόνου, που εσύ θα είσαι εδώ μέγας και τρανός ηθοποιός, θα δεις…θα καρτεράς το Δευτερότριτο να κατέβεις…Ή εγώ να ανέβω με το νυχτερινό δρομολόγιο”…
Ο Νικηφόρος τη κοίταξε στα μάτια, μόνο μια στιγμή. Δεν μπορεί-ντρέπεται μη βουρκώσει. Δε θέλει να ακούει άλλο. Δεν μπορεί να κοιτά και να μη τη βλέπει…”Όσο αγαπώ το θέατρο, τόσο με παίρνει μακριά σου. Νοίκιασες σπίτι. Εγκατέλειψες τη στέγη του έρωτα μου. Κοίτα στην Αθήνα που θα πας, μη νοικιάσεις ότι σε πρωτογοητεύσει. Καμία γκαρσονιέρα δεν θα αντιστοιχεί στο παλατάκι του δυάρι μας. Μη λησμονήσεις το δικό μας απάγκιο. Μόνο αυτό δεν θα μπορέσω. Αυτό δεν θα το αντέξω να το ξεχάσεις.
Ούτε καν τη γιορτή σου, Λαμπρινή, δεν μ΄αφήνεις να γιορτάσω μαζί σου. Μόνη σε ξένο χώμα-αύριο που πας, εξορία; Στη σκιά θα περιμένω. Κι αν γίνω φως, θα ΄ναι διπλό και θα ΄ναι μαζί σου, σε διπλής-ίδιας κατεύθυνσης δρόμο. Ψάλουν εκεί μέσα στην εκκλησία κι εγώ στον δικό μου εσπερινό, τσιγάρα θα ανάβω. Να μουρμουρά η καρδιά πως εγώ σε αγάπησα εδώ. Ανάμεσα σε δέντρα και εικονοστάσια της δικής μου πίστης. Αυτής που δεν καταλαβαίνει από θρησκοληψίες. Καντήλι αναμμένο της αγάπης-δίχως λάδι και φυτίλι που αρκεί, μα ψάχνει να σιγοκαίει. Με ένα σταυρό στον ώμο και έναν απλήρωτο λογαριασμό αγάπης στη τσέπη της καρδιάς. Το σκύλο θα τον πάρω σπίτι. Να τον βαφτίσω και να ΄ρχεσαι να το βλέπεις Δευτερότριτα, να τον φροντίζεις. Για εμάς θα ΄ρχεσαι. Για το σκυλί, ίσως πρωτίστως, κι έπειτα για τη δική μου τη ψυχή…
Και το όνομα αυτού; Απλά πράγματα…η πρώτη συλλαβή των ονομάτων μας. Τόσο αηδιαστικά κοινότοπο. Δισύλλαβη ιστορία, να συμπλέει με ότι έπαθαν τα σωθικά μας. “Νι-λα”. Σαν τον έρωτα μας…πάθαμε μεγάλη νίλα. Και δεν γιατρεύεται.”…
Κι από ΄κει μπροστά πέρασε η πρωινή “γιαγιαδίστικη” παρέα και η Μαριλένα γυρνά και λέει “Αχ! Εσύ που έπαιζες απόψε στη παράσταση!….Κορίτσι μου συγχαρητήρια, δεν ξέρω το όνομα σου-με συγχωρείς, ευτυχώς προλάβαμε τη τελευταία σου παράσταση. Καλέ, τί ωραία που παίζατε; Πως το κάνετε κάθε βράδυ; Συγκινήθηκα. Ωραία που έπαιζες! Μόνο τον εσπερινό που δεν προλάβαμε να πάμε, λόγω της παράστασης, παρέα με τα κορίτσια”…
Έχει μια περηφάνια αυτή η Κυριακή. Ο δικός μου εσπερινός είναι γεμάτος “Διάφανα Κρίνα”. Να μου θυμίζουν πως…
“Σαν μια βροχή από στάχτες σε μια οπάλινη θάλασσα
κύλησα στη ζωή σου κι έτσι όλα τα χάλασα
Έτσι απόμεινε εδώ ένας πέτρινος γίγαντας
ένα ολέθριο τίποτα κεντημένο απ’ τ’ άστρα σου.
Πόσο ακόμα θα υπάρχω στις ρακένδυτες μνήμες σου;
Πόσο ακόμα θα ψάχνω αιμορραγώντας με στίχους
την ανάσα απ’ το γέλιο σου, τους τριγμούς απ’ τα βήματα,
της αγάπης το τρέμουλο στους σπασμούς της φωνής σου;
Κυριακή των Βαΐων ανοιξιάτικο βράδυ”
…η Νίλα μας γλύτωσε απ΄του έρωτα τον Άδη