Όταν με φωνάζεις δε βλέπω πάνω στο πρόσωπό σου σημάδια, ρυτίδες, ούτε ουλές. Όταν το αρθρώνεις, δε βλέπω πάνω του καμία κούραση, λάμπεις μεμιάς. Τα χείλη σου κινούνται σα να ερωτοτροπούν, η φωνή σου, με εκείνο το υγρό -ρ μέσα, σα λάβα που ρέει. Κι όταν κολλάς κι αυτό το ένρινο -μ από το “μου” στο τέλος, μοιάζει μικρή παράκληση. Κάθε φορά που με καλείς, λέγοντας τ’ όνομά μου, ακόμα κι η μικρή -η ελάχιστη- σύσπαση του λαιμού σου με προκαλεί. Τα αχνά σου λακκάκια εμφανίζονται για να μου θυμίσουν γιατί σε πρόσεξα. Ακόμα κι ο τρόπος που κλείνεις τα μάτια, καθώς το ψιθυρίζεις, μοιάζει με νάζι. Κι ακόμα και με νεύρα να το πεις, επειδή σε έχω θυμώσει, αυτή η καυτή ανάσα που αφήνεις στο τέλος να ξεφύγει, με κάνει να χαμογελώ. Και τότε χαμογελάς κι εσύ, κι ας σου την έχω σπάσει. Κι όταν έχω εγώ νευριάσει μαζί σου, είναι μέχρι να το πεις. Μόλις πεις τ’ όνομά μου λυγίζω. Ξεχνάω γιατί έχω μούτρα, παραδίνομαι. Θυμάμαι μόνο πόσο σε θέλω.
Μήπως όμως -τώρα που το σκέφτομαι- δεν είναι τ’ όνομά μου που κάνει το πρόσωπό σου να μοιάζει τόσο όμορφο; Μήπως τάχα, και άλλες λέξεις να πεις, άσχημες, ή ακόμα κι αστείες, εμένα όμορφες δε μου φαίνονται; Μήπως άλλωστε, ακόμα και “στραπατσάδα” να λες, και “τσαλαπετεινός”, και “μαντολίνο”, τα χείλη σου δεν κοιτάζω και ποθώ; Μήπως και ακόμα όταν με φωνάζεις με ένα βλέμμα, χωρίς καθόλου φωνή, χωρίς να ακούσω τ’ όνομά μου, το ίδιο δεν σε θέλω;