
Σ' εσάς που διαβάζετε...
συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου
“Δίνω μεγάλη σημασία στον άνθρωπο. Το “Σ’ εσάς που με ακούτε” έχει να κάνει με κάποιες ιδέες, τις οποίες δεν μπορεί άνθρωπος να τις υποκριθεί. Θα πρέπει να τις έχει. Στις ακροάσεις, πριν ανέβει η παράσταση, ρωτούσα τους ηθοποιούς διάφορα σε σχέση με τις δικές τους ανησυχίες, τα πιστεύω τους. Βρήκα τους ιδανικούς καλλιτέχνες για να συμβεί όλο αυτό. Και τους εμπιστεύθηκα. Το θέατρο χρειάζεται εμπιστοσύνη”. Ο Χρήστος Θεοδωρίδης είναι στο rejected…
“Γεννήθηκα στη Νεάπολη, μετακομίσαμε, κι έτσι μεγάλωσα στη Τούμπα. Της Κυριακής τα μεσημέρια, έχω αναμνήσεις με ανοιχτό σπίτι και πολύ κόσμο. Έχω ποντιακή καταγωγή και από μπαμπά και από μαμά. Το ένα μισό από Σαμψούντα, το άλλο μισό από Τραπεζούντα. Είμασταν μια τεράστια οικογένεια, όπου μεγάλωσα μέσα σε άπειρες θείες. Ήταν η εποχή, που όλους τους λέγαμε θειούς και θείες, ακόμη και αν δεν ήταν- ας ήταν απλοί γείτονες. Ήξερα δεύτερα και τρίτα ξαδέρφια και ο δεσμός όλων αναμεταξύ τους, ήταν ισχυρός. Μεγάλωσα σε ένα τόσο μεγάλο οικογενειακό περιβάλλον, που πηγαίναμε όλοι μαζί εκδρομές, τρώγαμε όλοι μαζί τις Κυριακές. Πηγαίναμε, οπωσδήποτε, μια φορά την εβδομάδα, σε ένα τεράστιο τραπέζι έξω σε ταβέρνα. Τα έχω ζήσει όλα αυτά, πολύ. Όλη μου η παιδική ηλικία είναι έντονα χαραγμένη από το ελληνικό στοιχείο του “κάθομαι και συντρώω με τον άλλον” και βγάζω τα εσώψυχά μου, και τα σκατά μου, και τα καλά μου, όλα σε ένα τρίωρο τραπέζι. Νομίζω, οι νεότεροι δεν έχουν αυτές τις έντονες μνήμες μαζώξεων. Κυρίως, γιατί υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα επιβίωσης. Εμείς, τότε, είμασταν τυχεροί γιατί μεγαλώσαμε σε αυτό που έγραψε και ο Αλέξανδρος Ρήγας, “ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια!”…Οι περισσότεροι είχαν χρήματα, πολλές οικογένειες ήταν με δύο αμάξια, οπωσδήποτε τα Σάββατα θα πηγαίναμε μία ταβέρνα. Ήταν μια απλή…καθημερινότητα. Αυτά κόπηκαν πια, λόγω της ανάγκης για επιβίωση, όπως και γιατί ζούμε ατομικά. Ζούμε λίγο μόνοι μας”.
“Μικρός είχα διάφορους δίσκους που μου έφερνε ο πατέρας μου, κάθε εβδομάδα, ως δώρο. Βινύλιο….οπότε τα κυριακάτικα τραπέζια έπαιζαν τα hit του 1988-90, θυμάμαι ένα διπλό δίσκο της Άννας Βίσση, με το “Όσο έχω φωνή” και τη “Μεθυσμένη Πολιτεία”. Και βέβαια, Νέο Κύμα. Άκουγα, συνέχεια, Νέο Κύμα. Με θυμάμαι να ακούω Αρλέτα. Κάπως, έβαζα πάντα μουσική στα τραπέζια με τα σόγια. Ήταν αγαπημένη μου ενασχόληση η μουσική. Από τη μουσική ξεκίνησα…Γιατί άκουγα όλα τα βινύλια του μπαμπά μου. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος ζαχαροπλαστικής και η μαμά ήταν οικιακά. Έχω μια μεγαλύτερη αδελφή – 7 χρόνια- που ζει με την οικογένεια της, Θεσσαλονίκη. Ήμουν ο “Βενιαμίν” της οικογένειας. Για κάποιο περίεργο λόγο, ήξερα από μικρός ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο. Αν ρωτήσεις τη μάνα μου, θα σου πει, “αυτό το παιδί από μικρός ήταν “κάπως””. Έβλεπα όλες τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες του αμερικάνικου κινηματογράφου. Αγαπημένος “Χοντρός- Λιγνός”, όπως και λάτρευα Ντάνι Κέι- μπορώ να τρελαθώ που το σκέφτομαι αυτό, τώρα!-και καθόμουν και ότι έβλεπα, το έφτιαχνα μετά μόνος στο δωμάτιο μου. Έφτιαχνα “κόσμους” από τις ταινίες που έβλεπα. Ξέρεις, πόσες θεατρικές παραστάσεις έχω κάνει, παίζοντας με τα playmobile; Πήγαινα και θέατρο και έβλεπα παραστάσεις, όπως όλος ο κόσμος, μα η λαχτάρα και η επιθυμία να ασχοληθώ ήταν μεγάλη. Όταν πέρασα στο Τμήμα Θεάτρου, όλη μου η ζωή έγινε το θέατρο και ο κινηματογράφος. Έβλεπα συνέχεια ταινίες- άμα σου λέω, συνέχεια- μιλάμε σε σημείο να αηδιάζεις! Και πολύ θέατρο….Ήμουν από την αρχή στοχευμένος. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ με τί θα ασχοληθώ”.
“Από τα χρόνια της Σχολής, αγαπημένη μου καθηγήτρια είναι σίγουρα η Έφη Σταμούλη. Η Έφη είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος, που με βοήθησε πάρα πολύ, σε σύγκριση με κάποιους άλλους καθηγητές που είχαμε. Θα σου αναφέρω ως αγαπημένο μου καθηγητή και τον Βίκτωρα Αρδίττη. Ο Αρδίττης με πίστεψε- αδιαπραγμάτευτα- από τη πρώτη στιγμή. Και ακόμα, έχω ζεστή σχέση με το Βίκτωρα και είναι βαθιά συγκινητικό. Είναι ένας άνθρωπος, που μονίμως, είναι από πίσω μου και με πιστεύει. Αυτό, είναι πολύ ωραίο, όταν το έχεις από καθηγητές. Και ακόμα διατηρείται, μέσα στα χρόνια”…
I close my eyes, only for a moment, and the moment's gone
All my dreams, pass before my eyes, a curiosity
Dust in the wind, all they are is dust in the wind
“Το “Σ’ εσάς που με ακούτε” είχα πολλά χρόνια, πριν ανέβει, που ήθελα να το κάνω. Έκανα τον “Αντόνιο ή το μήνυμα”, αλλά για να είμαι ειλικρινής είχα φάει κόλλημα με το “Σ’ εσάς που με ακούτε”, που όμως εκείνη- την ίδια περίοδο- το Εθνικό Θέατρο είχε πάρει τα δικαιώματα του έργου. Οπότε, αναγκαστικά, επέλεξα ένα άλλο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη. Οπότε, για τρία χρόνια ήθελα να κάνω αυτό το έργο. Όταν ήρθε το τηλεφώνημα- πρόταση από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με τη μία είπα “θέλω να κάνω το “Σ’ εσάς που με ακούτε””. Αδιαπραγμάτευτα! Στις πρόβες του έργου, ήξερα τί ήθελα να φτιάξω ως παράσταση…είχα στο μυαλό μου, το “κόσμο του έργου”….από εκεί και πέρα, το πως διαχειριστήκαμε τα υλικά- περάσαμε από πολλά κύματα- γιατί στην αρχή ήθελα να ερευνήσω παραδοσιακά το έργο- σκηνή τη σκηνή- για να δω τί βγάζει και έπειτα να αλλάξω τη δομή στο πρώτο μέρος- ειδικά….ήρθε όμως και αρκετή “πληροφορία” από τους ηθοποιούς. “Χτίσαμε” πολύ τα πράγματα μαζί. Με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες. Ήξερα πολύ καλά που “θα πάει” ο καθένας, αλλά το αποτέλεσμα ήρθε με έντονη συνεργασία με τους ηθοποιούς”….
“Μη με ρωτάς “πότε κατάλαβες, τί έφτιαξες;”. Όχι! Τώρα, αυτό που με ρωτάς όχι από κάποια ταπεινοφροσύνη, αλλά δεν ξέρω….Ότι γίνεται με τη παράσταση, δεν το αντιλαμβάνομαι 100%. Δεν είπα ποτέ στον εαυτό μου ” πωπω, τί έφτιαξες, μεγάλε”! Ποτέ. Απλά, ήξερα πως αυτό που έβλεπα, εμένα με ικανοποιούσε. Οπότε, αυτός είναι ο χειρότερος εφιάλτης μου…να μην με ικανοποιεί αυτό που βλέπω. Από εκεί και πέρα, αν με ικανοποιήσει, μπορώ να το υποστηρίξω με τα μπούνια, ακόμα και αν πάει “άπατο”. Η αίσθηση μου είναι πως αυτό θέλω να κάνω τη δεδομένη στιγμή και αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω και έχει πάρει τη μορφή – ακριβώς- αυτή που θέλω. Στο “Σ’ εσάς που με ακούτε” η ανταπόκριση του κοινού ήταν πολύ συγκινητική. Γιατί, συνειδητοποίησα, πως όλες οι ανησυχίες που έχω εγώ, τις έχει και όλος ο κόσμος. Ακούγεται κλισέ…μα, δεν είναι αυτονόητο όταν δημιουργείς κάτι, και καταθέτεις – γιατί το “Σ’ εσάς που με ακούτε” έχει πάρα πολύ από μένα, πάρα πάρα πολύ- και εκτίθεσαι μέσα από άλλους, ο ίδιος, δεν είσαι σίγουρος ότι θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που θα επικοινωνήσουν με αυτό. Παρόλα αυτά, τα καταφέραμε και επικοινώνησαν”.
“Εγώ δεν βρίσκω εύκολα έργα. Είναι δικό μου το πρόβλημα και είναι τεράστιο. Δικό μου το πρόβλημα, αλλά ισχύει. Εγώ πρέπει να διαβάσω κάτι και να κλάψω. Αυτό είναι το βασικό μου. “Έκλαψα; Εντάξει, παιδιά, πάμε να το κάνουμε”! Αυτό συνέβη και με το “Συνέδριο για το Ιράν”. Έχω ένα θέμα…όταν διαβάσω κάτι, όπως αυτό, παθαίνω το “πρέπει, αυτό, να γίνει οπωσδήποτε, τώρα”. Με το “Ιράν” πέρασα και διάφορα κύματα, άρχισα να αναρωτιέμαι για τη πολιτική τοποθέτηση του έργου, άρχισα να αναρωτιέμαι για την πολιτική τοποθέτηση του συγγραφέα, άρχισα να λέω μέσα μου, “αχ, Χριστέ μου, γιατί; Πώς θα το κάνω τώρα, αυτό το πράγμα;”…Πέρασα πολλά “λούκια”. Άλλωστε, είναι λίγο κανόνας αυτό σε μένα. Πρώτα επιλέγω το έργο, μετά παθαίνω έναν πανικό του “γιατί, το έκανα αυτό σε μένα;” και μετά παθαίνω την απελευθέρωση “α, δεν με νοιάζει, θα το κάνω όπως θέλω”! Η σχέση του “Σ’ εσάς που με ακούτε” με το “Συνέδριο για το Ιράν”, είναι στη βασική μου ανησυχία του, “που πάει ο κόσμος;”, όσο αφορά το “Σ΄ εσάς” είναι πιο προσανατολισμένο στην Ελλάδα που παίρνει και άλλες προεκτάσεις, ενώ το “Ιράν” είναι πιο φευγάτο, προς τον κόσμο έξω από την Ελλάδα. Η ανησυχία που καταθέτετε στα δύο έργα, είναι ίδια”.
“Πού πάει ο κόσμος;”. Ο κόσμος πάει στη καταστροφή. Είμαι πεπεισμένος. Δεν υπάρχει καμία σωτηρία. Δεν έχω καμία ελπίδα πια. Δεν ξέρω αν θα το ζήσει η γενιά μας, αλλά πιστεύω θα καταστραφούμε. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει παιδεία, γιατί αυτή είναι η βασική μας αναπηρία, και κάνουν ότι μπορούν για να καταστρέψουν τη παιδεία, και συμβαίνει και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει ελπίδα για επόμενο “σκαλί”. Εγώ, τουλάχιστον, έχω σταματήσει να ελπίζω. Οπότε, πηγαίνει να κάνει έναν ολόκληρο κύκλο ο καπιταλισμός..βασικά, αυτό που πάει να γίνει, είναι αυτό που λέει ο Banksy: “έχει πεθάνει ο παλιός πολιτισμός, δεν έχει γεννηθεί ακόμα ο καινούργιος, και ζούμε λίγο την εποχή των τεράτων”. Δεν ξέρω καν, αν θα προλάβουμε να είμαστε παρόντες στη γέννα του καινούργιου πολιτισμού, γιατί τα τέρατα μπορεί να μας φάνε. Έχω αυτή την αίσθηση”…
“Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο ελληνικό θέατρο είναι το “εγώ”. Ο εγωισμός των δημιουργών. Κάπως, έχουμε μια διάθεση να είμαστε οι πρώτοι, οι καλύτεροι, αυτοί που θα τα κάνουν όλα περίτρανα. Και κάπως, δεν ακούμε- θεωρώ- την ελληνική πραγματικότητα. Αν ασχολούμασταν περισσότερο με την πραγματικότητα του τόπου μας, ως έχει τώρα, θα φτιάχναμε ένα υπέροχο, λαμπερό και μοναδικό θέατρο. Μα, δεν το έχουμε κάνει ακόμα. Και είχαμε όλες τις ευκαιρίες να το κάνουμε. Για παράδειγμα, η Γερμανία, μετά τη πτώση του Τείχους, μπήκε σε μια διαδικασία και λειτούργησε μέσα από τα τραύματα της. Έτσι προέκυψε, το σημερινό γερμανικό, μεταμοντέρνο θέατρο, που μεσουράνησε, από το 1990 έως και σήμερα, με ένα συγκεκριμένο “ρεύμα”…Εμείς, την ευκαιρία αυτή, με τη κρίση, τα μνημόνια, το κόσμο στο δρόμο, με την τωρινή κυβέρνηση που είναι η χειρότερη εγκληματική κυβέρνηση που έχει προκύψει μεταπολιτευτικά…δεν έχουμε αφουγκραστεί καλά την ελληνική πραγματικότητα για να φτιάξουμε ένα δικό μας θέατρο. Δεν ξέρω αν θα γίνει πιο μετά, αλλά- νομίζω-έχουμε χάσει τη χρονική ευκαιρία. Αυτό που λέω, έχει να κάνει πολύ με τους σκηνοθέτες, αλλά και με τους συγγραφείς. Ελάχιστα είναι τα δείγματα που ακούνε και “ακουμπάνε” στον σημερινό Έλληνα”.
“Για την “Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων” ονειρεύομαι-μάλλον, όχι ονειρεύομαι, ελπίζω να μπορέσουμε να συνεχίσουμε με τις δυνάμεις μας, όπως τώρα και να συνεχίσουμε να έχουμε τη παρουσία στα πράγματα, όπως οφείλουμε να έχουμε, δίχως να μας πιάσει το “να κάνουμε πράγματα”. Για μένα, τυχαίνει, αυτό το διάστημα να έχω δύο παραστάσεις που “τρέχουν”- έτυχε να θέλω να μιλήσω μέσα από το θέατρο, πιο έντονα. Μπορεί να έρθει και μια περίοδος που να μη θέλω “να μιλήσω” μέσα από το θέατρο. Κάπως, θέλω να ασχολούμαστε με πράγματα που μας αφορούν και να μπορέσουμε να μεταδώσουμε μία- κάποια- περισσότερη αγάπη στο κόσμο της κοινότητας. Ο κόσμος του καλλιτεχνικού χώρου θέλει να εντάσσεται σε μία “οικογένεια”, μια παρέα ανθρώπων με κοινούς κώδικες. Αυτό το κάνουμε, γιατί αυτοί είμαστε- αυτός είναι ο χαρακτήρας μας. Να υπάρχει μια κοινότητα ιδεών και ύφους- αυτό θέλουμε στη “μικρή ορχήστρα των Πραγμάτων”- και αυτό να επικοινωνεί με το κόσμο”.
Same old song, just a drop of water in an endless sea
All we do, crumbles to the ground, though we refuse to see
Dust in the wind, All we are is dust in the wind
“Ποιά είναι για μένα μια καλή θεατρική παράσταση; Το πρόβλημα μου είναι ότι δεν πιστεύω εύκολα. Δεν πιστεύω- τόσο, που μια χρονική περίοδο είχα σταματήσει να πηγαίνω να βλέπω παραστάσεις στο θέατρο. Δεν πιστεύω…Δεν μπορώ να βλέπω την “κατασκευή” και την γαμάτη ιδέα του σκηνοθέτη, από πίσω. Εμένα με ταξιδεύουν οι άνθρωποι. Ιδανική παράσταση είναι να μου αφήσει τους ανθρώπους να με ταξιδέψουν, με έναν εντελώς ειλικρινή τρόπο. Χωρίς κάποια πρόθεση, που μονίμως βλέπω στο θέατρο. Τουλάχιστον, στο κινηματογράφο είναι καλύτερα τα πράγματα”….
“Με ρωτάς για μικρή φασιστική στιγμή που αντίκρισαν τα μάτια μου, και θα σου απαντήσω, επί προσωπικού. Μια στιγμή στη Μόσχα. Έγινε σε μένα. Στο Maly Theater όπου δούλευα, πριν χρόνια, ήταν για μένα ένα υπέροχο διάστημα…κάποια στιγμή, βράδυ, μόνος προχωρούσα στο δρόμο, στο κέντρο της Μόσχας και έξω από ένα bar, ήθελα να καπνίσω, αλλά δεν είχα αναπτήρα. Ρώτησα έξω στο bar, έναν άνθρωπο αν έχει να μου δώσει έναν αναπτήρα και μου απάντησε, “έχω, αλλά όχι για σένα, φίλε μου”. Εκεί “κύλησε” κάτι κρύο μέσα στις φλέβες μου. Δεν ήταν απειλητικός, κι αυτό ήταν το πιο τρομαχτικό. Ήταν μια καθημερινότητα για εκείνον….”δεν υπάρχει περίπτωση να δώσω σε κάποιον, που εμφανώς είναι διαφορετικός από μένα, έναν αναπτήρα, αν τον χρειάζεται”. Αυτό μου έχει μείνει χαραγμένο”…
Don't hang on, nothing lasts forever but the earth and sky
It slips away, all your money won't another minute buy
Dust in the wind, All we are is dust in the wind
“Γιατί πράγμα παλεύω στο θέατρο; Είναι κλισέ, αλλά θα στο πω…παλεύω με το θέατρο για ένα καλύτερο κόσμο. Δυστυχώς, το θέατρο δεν μπορεί να μετακινήσει βουνά. Παλαιότερα, πριν δέκα χρόνια, θα σου έλεγα άλλα πράγματα. Πλέον, έχω χάσει τη πίστη μου στο θέατρο. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να μετακινήσει το κόσμο. Θα το καταφέρει, μόνο για τύπου δύο ώρες, που κρατά η παράσταση. Άντε και δύο ώρες μετά…βαριά βαριά….να το θυμάται για μια μέρα μέσα στην εβδομάδα. Πραγματικά, να αλλάξει έναν άνθρωπο το θέατρο, δεν μπορεί να το κάνει. Μόνο αν αυτός ο άνθρωπος έχει από πριν μία διάθεση, για αλλαγή, έτσι ώστε επικουρικά να κουμπώσει το θέατρο που θα παρακολουθήσει. Η ίδια η Τέχνη, θεωρώ ότι δεν μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο. Παρόλα αυτά, εγώ συμπεριφέρομαι και ασχολούμαι με το θέατρο, λες και μπορεί να αλλάξει. Δουλεύω για το θέατρο με το ζωτικό ψεύδος ότι μπορεί το θέατρο να αλλάξει το κόσμο. Αλλιώς; Σταματάω να ασχολούμαι. Αφού, ακόμα πείθω τον εαυτό μου με το ψέμα, ανθρώπων που είναι στο φως και εγώ τους παρακολουθώ από το σκοτάδι, και κάπου με οδηγούν με το παίξιμο τους, θα συνεχίσω να το κάνω. Νηφάλια, αν το ξανασκεφτώ κυνικά, δυστυχώς, γνωρίζω ότι το θέατρο δεν αλλάζει το κόσμο”.
“Τελευταία, συγκινήθηκα με μια ταινία του Γεωργιανού σκηνοθέτη Λεβάν Ακίν. “Το πέρασμα”. Την είδα δύο φορές την ταινία, και στο καπάκι, τη δεύτερη φορά έκλαιγα συνέχεια από τα μισά της ταινίας και μετά. Θεώρησα πως έχει ένα συγγενές σύμπαν με αυτό που εμένα με ενδιαφέρει. Όπως και η ίδια η ιστορία. Πάντως, μπορώ να σου πω, ότι συγκινούμαι συχνά μέσα στη μέρα, με πολλά πράγματα. Πάντα σε αυτά, κοινός παρονομαστής είναι ένας: όταν κάποιος κάνει κάτι για να συμβεί κάτι καλό σε κάποιον άλλον. Μπορεί να είναι και πολύ μικρό….του στυλ “να σου δώσω εγώ αυτό, και ας μην έχω, δεν πειράζει”….αυτά με κάνουν κι ανατριχιάζω. Όταν κάποιος αφήνει λίγο το εγώ του και γίνεται ανθρώπινα γενναιόδωρος…αυτό”…
Related posts:
τι 'ναι ήχος, τι 'ναι αφή
έχεις τρεις επιλογές
έχεις τρεις επιλογές
...και ποιος σου είπε ότι δεν είναι όλα θέατρο;
Τρεις μέρες, Μία Εποχή
το διαβολάκι της καλοσύνης