κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Μια ιστορία μικρή
Αισθάνονταν πάντα μία περίεργη έλξη για τα παλιά τα σπίτια. Εκείνες τις εγκαταλελειμμένες μονοκατοικίες που δεν μαρτυρούσαν κάποιον ιδιαίτερο πλούτο. Ήταν αρχόντισσες, απλά γιατί είχαν καλή θέα, μια ξύλινη βαριά πόρτα, ένα ρόπτρο ιδιαίτερο, δυο παράθυρα με τις φθαρμένες κουρτίνες τους τραβηγμένες στο πλάι. Έναν απλό κήπο. Μια βουκαμβίλια μέσα τους που αντιστέκεται ζωές, παρέα με αρωματικά σε τενεκέδια λαδιού. Ένα παρατημένο λάστιχο στη βρύση. Ο καιρός να έχει γράψει πάνω τους μικρά επαναλαμβανόμενα βάσανα. Πεσμένοι σοβάδες, μικρά ή μεγάλα ραγίσματα, κρεμασμένα ξεδοντιάρικα παντζούρια, γατιά να θηλάζουν διαιωνίσεις, ιστοί να δένουν γωνιές, να τις κρατάνε -θαρρείς- αυτές τοίχο τον τοίχο όρθιες. Σπασμένες καμινάδες, λιωμένα κεραμίδια, αραδιασμένες μεγάλες πέτρες στις άκρες από τις στέγες -να προσπαθούνε να κρατήσουνε με νύχια και με δόντια το σπίτι να μη σηκωθεί να φύγει γι’ αλλού, αγανακτισμένο για τους δικούς του λόγους- χρώματα θαμπά. Λευκό κουρασμένο, μπλε σκονισμένο, κόκκινο που υποφέρει ντροπές…
Ίσως, δυο ρόδες καβάλα η μια στην άλλη σε μιαν άκρη. Ένα ποδήλατο δίχως αλυσίδα και πετάλ, χωρίς προσδοκίες για σούζες. Με σκουριασμένα όνειρα, κομμένες ντίζες, μουγκά κουδούνια.
Ίσως, ένα τραπέζι πιασμένο μουσαμάδες από πινέζας τρύπημα στο πλάι, δυο ψάθινες καρέκλες ρημαγμένες. Και μία όρθια· κουτσή μα όρθια, στα τέσσερα ποδάρια χορευτής. Δεν είναι λίγο να παραμένεις όρθιος τη σήμερον ημέρα. Ούτε να είσαι πεσμένος αν πρώτα πάλεψες για εκείνα που πίστεψες.
Ίσως, μια κόπα χώμα μες τη μέση με ακαθαρσίες. Μια χόρτινη φθαρμένη σκούπα που δεν θα καταφέρει ποτέ μονάχη της να νοικοκυρέψει έστω και κατά μία γόπα το χάος της γενικής παραίτησης, της εγκατάλειψης, της απουσίας ανθρώπινης ύπαρξης.
Αν είχε χρήματα -που δεν είχε ποτέ του- και με προσωπική εργασία -κι ας μη πολυέπιαναν τα χέρια του- θα έκανε θαύματα! Μα ούτως ή άλλως δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Απλώς του άρεσε να κάνει ιστορίες κοιτώντας τα, να φαντάζεται πρόσωπα να κινούνται στο χώρο, γέλια τρανταχτά, μεγάλους θανάτους να σουλατσάρουν στα στεγνά τσιμέντα, έρωτες φορτωμένους ελπίδες, κάποιον γέρο να κερνά ρόγες σταφύλια. Καλοκαίρια πρησμένα κρύα καρπούζια από πουστάβια ναουσαίικα, με φέτα Άνω Γραμματικού, μπάτζο ρουθουνάτο, δροσιά δροσιά, δροσιά βραδινή κατεβασμένη από Γραμμένη σε ελεύθερη πτώση από το Δόντι.
Καυγάδες, αναθέματα, βρισιές, ζεϊμπέκικα, μεθυσμένα σ’ αγαπώ ν’ αντιλαλούν στη λαμαρίνα της αποθήκης…
Παντρολογήματα, εγκυμοσύνες, εμετοί, αεροβαπτίσματα, προσευχές.
Η εξώπορτα ήταν πιασμένη μόνο από ένα σύρμα δεμένο πρόχειρα στον φράχτη. Η κλειδαριά φαίνεται είχε σωπάσει από καιρό. Η γλώσσα της ζούσε σε μοναξιές. Βαβέλ οι κόσμοι επικοινωνίας της. Κοίταξε αμήχανα δεξιά του και αριστερά του, ένα τελευταίο βλέμμα πίσω· τέλος, ένα αμήχανο Είναι κανείς εδώ; Ξέπλεξε το σύρμα -δύο λυγίσματα όλο κι όλο- ανασήκωσε λίγο την πόρτα, άπλωσε αγριόχορτο βήμα. Έκλεψε εικόνες απ’ το παράθυρο, άνοιξε θρασύτατα την κεντρική πόρτα, όσο κι αν γκρίνιαξε εκείνη, βγάζοντάς την από χρόνιους λήθαργους.
Άδειο το σπίτι. Πατώματα δίχως βήματα. Τοίχοι κρεμασμένοι σε καρφιά. Η κουζίνα ξηλωμένη από μυρωδιές τσιγαριστές, κρεμμυδιού και σκόρδου. Από ζυμάρια ορφανεμένη· απόστρατες η ζάχαρη, η κανέλα, η ποδιά… Μόνο μια αρρωστημένη υγρασία τον γυρόφερε, τον οσφρίστηκε, τον άγγιξε, του πρότεινε χορό.
Άδειο το σπίτι. Κάμαρη δίχως κρεβάτι, χωρίς ύπνους, χωρίς ανάσες σε καθαρές μαξιλαροθήκες. Ντουλάπα αδειανή από χειμώνες και αναμνήσεις. Μόνο ένα νυφικό να κρέμεται στα σπλάχνα της. Ίσως, αφόρετο από πάντα. Ανύμφευτο, παρθένο.
Η πίσω πόρτα το μόνο, πλέον, μυστήριο. Ο σύρτης από μέσα. Τον έσυρε προσκαλώντας το μεσημεριανό φως να εισβάλλει λέγοντάς του κόπιασε, όρμησε μέσα εκείνο. Ο ίδιος στάθηκε στο κατωκάσι. Το κινητό του τόλμησε να του χαλάσει -προ στιγμήν- τον κόσμο που έχτισε. Το γείωσε πατώντας παρατεταμένα όσα κουμπιά διέθετε. Το ‘πνιξε· του άξιζε ο θάνατος αυτός.
Άδειος και ο πίσω χώρος. Εκτός από ένα παγκάκι μαντεμένιο, καλότεχνα φτιαγμένο, κάτω από την κληματαριά. Ο ήλιος έβραζε τα μεσημέρια της Ελλάδας. Μόνο τα τζιτζίκια ξύνανε τα αχαμνά τους αδιάφορα, με τρυφηλότητα, προκλητικά, θορυβώδη. Στο παγκάκι τον περίμεναν όλοι οι Αύγουστοι που δεν έζησε. Εκείνα τα βλέμματα που δεν έγιναν ποτέ λόγια, εκείνα τα λόγια που δεν μεταμορφώθηκαν ποτέ σε φιλιά, τα φιλιά που δεν κατέληξαν σε ενώσεις ιδρωμένων σωμάτων, τα ενωμένα κορμιά που δεν ξημερώθηκαν μαζί κόκκινους αναρριχητικούς ήλιους, ήλιοι που δεν μεταμορφώθηκαν ποτέ τους σε φεγγάρι για δύο, φεγγάρια που δεν έζησαν ταξίδια από θάλασσες βουνά, λυμένοι κάβοι και αντίσκηνα δισεκατομμυρίων εφταστέρων. Δεκαπενταύγουστοι, γιορτή, παρέα τσίπουρο πάγος Νάουσα, ποτήρι γυάλινο, μεζές.
Γελάσανε ειρωνικά οι Αύγουστοι. Απολογισμοί ζωής οι Αύγουστοι σε απλά τεφτέρια. Μην τους ακούτε τους Δεκέμβρηδες. Τζάμπα καμώνονται.
Και ύστερα, του ‘πανε για εκείνο που έρχεται. Κι έκλαψε κλάμα άηχο. Στο στέρνο καθενός μπηγμένο.
Μεγάλες νύχτες έρχονται, θα καταπιούν τις μέρες.
Τι τα ‘θελε τα σπίτια τα παλιά! Τι τα ‘θελε! Από ιστορίες ζωσμένα. Άι και σιχτίρ, καλοκαιριάτικα…
Ένας τσιγγάνος ακούστηκε από το πέρα το στενό να διαλαλεί την πραμάτια του σε μια καρότσα όπου έτριζαν αμορτισέρ, μπουκωμένες μεγαφωνίες και επαγγελματικοί αποπροσανατολισμοί.
Άι και σιχτίρ, καλοκαιριάτικα, ξανάπε κι έκοψε δεσμά από τις περίεργες έλξεις του.