at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Δημήτρη Μανδρινού

κείμενο | δημήτρης μανδρινός */* φωτογραφίες | νίκος γεωργάρας + τάσος θώμογλου + αλέξανδρος κατσαρλίνος + γιώργος λαβαντσιώτης + κωστής σοχωρίτης   */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

τις νύχτες με ησυχία

Βλέπω τα όνειρα ως δώρο. Μου δίνουν εικόνες που δεν είχα και με συνδέουν με πράγματα που δεν ήξερα. Ανοίγουν συρτάρια που δεν είχα προσέξει και αναδύονται σκέψεις, μελωδίες, λόγια. Μου αρέσει που δεν είναι με κανένα τρόπο συγκεκριμένα. Που είναι εφήμερα. Τα όνειρα αν δεν τα καρφώσεις χάνονται. Σαν να γίνεται μια παράλληλη δουλειά μέσα σου κατά τη διάρκεια της μέρας και τη νύχτα να σου αποκαλύπτεται. Κάποιος σου μιλάει στον ύπνο σου και τελικά είσαι εσύ. Όπως μοιράζεται ο συγγραφέας στα πρόσωπα ενός έργου. Όλα αυτά θα μπορούσαν να μην υφίστανται καν και ούτε που θα είχαμε σκεφτεί ότι θα αναβιώναμε φανταστικές ιστορίες καθώς κοιμόμαστε. Θα τα αγνοούσαμε όπως αγνοούμε τώρα κάτι άλλο που δεν γνωρίσαμε. Και αν για κάποιους τα όνειρα είναι σπάνιο φαινόμενο, εγώ ανήκω σε αυτούς που τους επισκέπτονται κάθε βράδυ. Για μένα είναι σπάνια με την άλλη έννοια της λέξης. Υπάρχει και η πίσω όψη βέβαια, οι εφιάλτες. Καθετί με το αντίθετό του. Ίσως όμως και αυτό πάλι δώρο να είναι, ειδικά μπροστά στο σκοτάδι της απουσίας των ονείρων. Συνεπώς ποιά είναι η σειρά προτίμησης; Όνειρο-τίποτα-εφιάλτης ή όνειρο-εφιάλτης-τίποτα; Γιατί και στο τίποτα ακόμα υπάρχουν πράγματα να βρεις. Έχω απορία αν για τους ανθρώπους που δεν βλέπουν τίποτα τα λεπτά περνάνε πιο αργά και έτσι ο ύπνος τους διαρκεί περισσότερο. Σίγουρα θα ξεκουράζονται καλύτερα. Επίσης αναρωτιέμαι αν μπορείς να σταματήσεις να βλέπεις όνειρα από επιλογή.

Ένα όνειρο που βλέπω συχνά είναι ότι όταν ήμουν μικρός είχα πάρει μέρος σε μια ταινία. Η αρχή του με βρίσκει έφηβο και εγώ βρίσκω την εν λόγω βιντεοκασέτα τυχαία στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης ενός φιλικού σπιτιού, οπού προς μεγάλη μου έκπληξη έχω παίξει στην ταινία χωρίς να το θυμάμαι. Σε ένα άλλο, εφιάλτη αυτή τη φορά, είμαι με τα αδέρφια μου. Τα αφήνω για λίγο, για να ικανοποιήσω μια επιθυμία χαλαρών ηθών, και όταν τα ξανασυναντάω είναι πια μικρά παιδάκια. Ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω για εκείνα, αντιθέτως για μένα έχει προχωρήσει μπροστά, είμαι τώρα πολύ μεγαλύτερος και δεν με αναγνωρίζουν, με αντιμετωπίζουν με φόβο. Μάταια προσπαθώ να επαναφέρω την κατάσταση, έχουμε αποξενωθεί. Αλλάζουν χαρακτήρες, φυλές, γένη, το είδος, τα χρώματα αλλά στο πριν δεν επιστρέφουμε ποτέ. Ίσως αυτό το όνειρο είναι εκεί για να μου θυμίζει μια αγαπημένη στιγμή που πίστευα πως θα μπορούσαμε να ζήσουμε μέσα της για πάντα και πλέον δεν υπάρχει πια.

Στον αληθινό κόσμο που η ηλικία είναι γραμμική και πηγαίνει μπροστά σαν κάποιος να την κούρδισε, φέτος άλλαξα δεκαετία. Βέβαια σαν κάπου να γλίστρησα και να μου φύγανε τα χρόνια από τα χέρια. Μια αστεία εικόνα. Δεν αισθάνομαι τόσο. Εδώ και εκεί, ναι. Άλλοτε πιο λίγο, άλλοτε πιο πολύ. Είναι ψέμα που η ηλικία είναι ένας αριθμός μονάχα. Πώς είναι δυνατόν να νιώθεις για έναν ολόκληρο χρόνο το ίδιο; Από εδώ και πέρα, αν με ρωτήσει κανείς, θα απαντάω πως είμαι 27 στα 31. Ηλικία με εύρος, δύο διαστάσεων. Αποφάσισα επίσης ότι δεν θα παραβιάζω πια τον εαυτό μου. Και ο εαυτός μου εμένα. Δεν θα μπαίνουμε ο ένας μπροστά στον άλλο, θα το πηγαίνουμε παράλληλα. Θα μάθει να φεύγει από τη μέση, να παραιτείται, να μην με υποχρεώνει να καλλωπίσω. Εγώ θα μάθω να τον ακούω, να μην κοντράρω. Πρέπει εν τέλει να καταφέρνεις να κάνεις αυτό που έχεις στο μυαλό σου. Αλλά μαζί του. Το πρόβλημα είναι ότι καμιά φορά αυτό δημιουργεί μια άργητα στις αποφάσεις. Επιπλέον η συγκατάβαση λιγοστεύει, δεν γνέφεις τόσο. Πράγμα που έρχεται σε σύγκρουση με τους άλλους. Όμως δεν πειράζει, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε. Αν τα βρίσκουμε, δεν θα χαθούμε. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι το κέντρο της χαράς μετατοπίζεται από εμάς και προς τα έξω, επεκτείνεται προς τους άλλους σαν σφαίρα. Όπως όταν ποτίζεις ένα φυτό, όταν φτιάχνεις φαγητό για ένα φίλο ή όταν χαρίζεις κάτι σε κάποιον. Όπως όταν χαίρεται ένας γονιός για το μάθημα που πέρασε στη σχολή το παιδί του.

Φτάνοντας στα πιο απτά και κάνοντας ανασκόπηση σε αυτά που συμβαίνουν εκτός μας, η χρονιά ξεκίνησε με την Ηλέκτρα του Άρη Μπινιάρη στο Θέατρο Τέχνης. Μας διακόψανε για καραντίνα. Συνεχίστηκε με τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου του Θοδωρή Γκόνη σε θερινή περιοδεία στη βόρεια Ελλάδα. Αυτή τη φορά έγινε αναβολή της τελευταίας παράστασης. Ήταν ωραίο συναίσθημα οι πρόβες στην Καβάλα. Για μένα είναι το σημείο που έρχομαι σε επαφή με τις παιδικές και εφηβικές μου αναμνήσεις. Όταν γυρίζω εκεί, ένα κομμάτι από την ηλικία μου αποκόπτεται. Το έτος, λοιπόν, τελειώνει με το Τρίτο Στεφάνι του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο θέατρο Παλλάς, το οποίο μας έχουν αναστείλει και πάλι. Μένει τώρα να δούμε πότε θα βγούμε από τη δεύτερη καραντίνα ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε αυτό το επικίνδυνο επάγγελμα.

Ευτυχώς που οι καραντίνες δεν ήταν μόνο μαύρα. Χάσαμε χρόνο με τους άλλους όμως τον εξαργυρώσαμε σε εμάς τους ίδιους. Πώς αλλιώς θα ανακάλυπτα τα μυθιστορήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ; Ή θα έβλεπα τον Καιρό των Τσιγγάνων παρέα με ένα φίλο μου ένα απόγευμα που βράδιασε σε ένα άδειο από έπιπλα σπίτι; Και πώς θα άκουγα τον Άντονι Χόπκινς να παίζει πιάνο με τρόπο ισάξιο των ερμηνειών του στο σινεμά; Έβγαλε μέχρι και το δικό μου πιάνο από τη σιωπή. Αυτά συνέβαιναν τις νύχτες με ησυχία που οι άνθρωποι κοιμούνταν. Δεν τη χορταίνεις εύκολα την ησυχία, όσοι ξεψαχνίζουν τα βράδια το ξέρουν. Αλλά πήγε αργά πάλι. Μέχρι εδώ για τώρα.

  • Ο Δημήτρης Μανδρινός συμμετέχει στη παράσταση “Τρίτο Στεφάνι”, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Κώστα Ταχτσή, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.