at a glance
Top

Νίκος Ψαρράς

σκηνές από έναν βίο...

συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου

“Ο Σοχός μου θυμίζει όλη την ανεμελιά των παιδικών μου χρόνων. Πέρα από τους γονείς, ο Σοχός είναι συνυφασμένος στο μυαλό και στη καρδιά μου, με το παιχνίδι. Χορευτικό- ξέρεις με φίλους πηγαίναμε στο “Σύλλογο Νέων Σοχού” και κάναμε ταξίδια χορεύοντας σε διάφορα φεστιβάλ και εκδηλώσεις. Μου έρχονται στο μυαλό, φοβερές εκδρομές με τους γονείς μου και τις παρέες τους, ατέλειωτο φαγητό στο βουνό- σε κάτι απίστευτα τοπία. Όταν μιλάω για το Σοχό, μου έρχεται μια αίσθηση ανεμελιάς και ασφάλειας. Μιας πολύ γλυκιάς περιόδου”… Ο Νίκος Ψαρράς στο rejected….

“O Πασχάλης είναι ο παιδικός μου φίλος, από εκείνα τα χρόνια ίσα με τώρα. Μένει στο Σοχό, κάθε φορά που έρχομαι στο χωριό τον συναντάω- είναι παντρεμένος με μια καλή μας φίλη, από εκείνα τα χρόνια.

Τη δεκαετία του ’80, όλοι οι θίασοι που έρχονταν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, τις Δευτέρες έρχονταν και έκαναν διπλή παράσταση στο Σοχό. Έχω δει πάρα πολλούς ηθοποιούς. Η μεγαλύτερη “φίρμα” της εποχής ήταν η Μαρία Αλιφέρη. Θυμάμαι, πρωταγωνιστούσε στο θεατρικό “Ένας ιππότης για τη Βασούλα”.Έχω δει στο Σοχό, σε παραστάσεις, το Σπύρο Καλογήρου, το Σταμάτη Γαρδέλη, το Πάνο Μιχαλόπουλο- σούπερ ονόματα της εποχής. Από μικρό παιδί ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Όταν μπήκα στη Σχολή του Κρατικού και το είπα στη μητέρα μου, γυρνά και μου λέει “θυμάσαι τί μου είπες όταν ήσουν τεσσάρων χρονών;”, της απαντώ αρνητικά και μου λέει “μου έδειξες τη τηλεόραση και μου είπες, εγώ μια μέρα θα παίζω εκεί”. Εγώ, να φανταστείς, αυτό δεν το θυμόμουν.

Ως παιδί με έλκυε το αποτέλεσμα του επαγγέλματος- η δόξα του, η φήμη, τα φώτα, η ζωή που κάνουν οι ηθοποιοί. Όλο αυτό, λοιπόν, άλλαξε άρδην με το που μπήκα στη Σχολή. Εκεί συνειδητοποιείς ότι είναι ένας άλλος πολύ πιο μαγικός χώρος και ότι το αποτέλεσμα θα έρθει μετά από πολύ δουλειά. Και αν δεν έρθει, υπάρχουν πιο ενδιαφέροντες δρόμοι από τα “φώτα” και τη προβολή”.

That dog had his way with me
Shake that dog out of the tree

“Μπήκα με τη τρίτη προσπάθεια, στο Κρατικό.

Τη πρώτη χρονιά δώσαμε Γενάρη, ήταν η χρονιά που μπήκε ο φίλος Φάνης Μουρατίδης. Υπήρχε κατάληψη στο Κρατικό, εξού και οι εξετάσεις έγιναν Γενάρη. Δεν μπήκα- και ευτυχώς- γιατί θα έκανα μισή χρονιά. Έπαθα σοκ, με τη πρώτη απόρριψη! Αυτό που θεωρούσα ότι μπορώ να κάνω πολύ καλά και αυτό που ήθελα μου “έριχναν τοίχο”, λες και κάποιοι μου έλεγαν “δεν το κάνεις καλά, να φύγεις”.

Τη δεύτερη χρονιά, πέρασα στο δεύτερο κύκλο, έπαθα τροφική δηλητηρίαση τη προηγούμενη βραδιά και ως Ψαρράς, βάσει αλφαβητικής σειράς, έμπαινα τελευταίος, έξι το απόγευμα. Δεν ήμουν καλός και με ξαναέκοψαν.

Τη τρίτη χρονιά μπήκα πρώτος και τελείωσα αριστούχος. Ο -τότε-διευθυντής μας, Δημήτρης Βάγιας του “τη φύλαγα”. Μου λέει, “χαίρομαι πολύ, Νικόλα μου, εσύ είσαι ο αριστούχος μας για φέτος”…και λέω “κύριε Βάγια, να σας διακόψω; Πώς βγάζετε αριστούχο, κάποιον που κόψατε δύο φορές;”. Πήγα να το παίξω έξυπνος και με τάπωσε, γιατί μου είπε, “ο Νίκος σήμερα δεν έχει καμία σχέση με το παιδί που ήρθε τότε”…Θυμάμαι να μου αναφέρει, “έχεις δουλέψει πολύ, είσαι ένας άλλος άνθρωπος, ένας άλλος ηθοποιός. Οπότε, αυτό που ήσουν τότε ήταν για κόψιμο, αυτό που είσαι σήμερα είναι για άριστα”. Και είχε δίκιο. Τότε, συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη υπόθεση είναι η δουλειά και το θέλω σου.

Αλλά, στον ηθοποιό η δουλειά είναι το άλφα και το ωμέγα. Αλλιώς, δεν γίνεται. Αν δουλέψεις, θα είσαι καλός. Αν δεν δουλέψεις, θα επαναλάβεις κάτι από αυτό που ήδη κάνεις, στη καλύτερη περίπτωση, καλά”…

Shake that dog right out of me
That dog, that dog
That dog had his way with me
Shake that dog out of the tree
Shake that dog right out of me
That dog, that dog

“Η δική μου φουρνιά στη σχολή του Κρατικού, ο Φάνης Μουρατίδης, ο Τάσος Νούσιας, είμαστε παιδιά του Βάγια και της Χαβά. Αυτοί έδιναν το στίγμα της σχολής, όπως και η Λίνα Λαμπράκη, που την είχα δεύτερο και τρίτο έτος, και ήταν μια σπουδαία δασκάλα υποκριτικής, που πάντα ανατρέχω σε αυτά που μας έλεγε εκείνα τα χρόνια. Πάντα. Στο δίστιχο σκέψη- λόγος, στο τρόπο που δούλευε, στους στόχους, πως κάνεις το βιογραφικό του χαρακτήρα σου- στα πάντα! Η Λίνα Λαμπράκη είχε έναν μοντέρνο και ολοκληρωμένο τρόπο διδασκαλίας. Πως από το άλφα χτίζεις έναν ρόλο…μιλάμε για στοιχεία της αμερικάνικης σχολής. Όσα μας έλεγε η Λίνα, εγώ τα ξανάκουσα πηγαίνοντας στην Αμερική.

Το φοιτητικό στέκι ήταν το “Flou”. H Μαρία Χατζηιωαννίδου, που ήταν συμφοιτήτρια μας, δούλευε στο “Flou”, οπότε εγώ και ο Νούσιας είχαμε τσάμπα βότκα! Με το Τάσο είμασταν κολλητάρια! Κάθε βράδυ, “Flou”! Όπως και στο “Ντορέ”- θυμάμαι ακόμα τη φοβερή καρμπονάρα που είχε και ήταν η μόνη που μπορούσαμε- τότε- να πληρώσουμε. Όλα τα μπαράκια αυτής της περιοχής και βέβαια, μόλις είχε ανοίξει ο “Μύλος” και ήταν στα πολύ χάι του. Εκεί δούλευαν και πολλά παιδιά από το τρίτο έτος και πηγαίναμε γνωρίζοντας, ότι μέσα σε όλα τα άλλα, θα έχουμε ένα κερασμένο ποτό. Δεν είχαμε φράγκο, είμασταν πολύ ζορισμένοι.

Με το Τάσο Νούσια, από τότε ως και σήμερα, μιλάμε με τα μάτια. Πολύ χάρηκα που αυτή τη χρονιά βρεθήκαμε μαζί στη “Μάγισσα”. Δουλέψαμε πρώτη φορά μαζί, μετά από τριάντα χρόνια”.

“52. Με ρωτάς, αν όλα έγιναν εύκολα ή το ένα έφερνε το άλλο. Τώρα πια, θα σου πω ότι σε μένα όλα έγιναν εύκολα, γρήγορα και πολύ γενναιόδωρα. Όταν τέλειωσα τη σχολή, μου είπαν ότι θα είμαι στο δυναμικό του Κρατικού Θεάτρου. Τότε, είθισται το “ο πρώτος να μπαίνει”. Οπότε, δεν είχα καμία ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι. Τον Αύγουστο, όμως, κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα σε διάφορα γραφεία παραγωγής, πιο πολύ για “να με γνωρίσουν”. Με ένα βιογραφικό τύπου τί έχω παίξει μέσα στη σχολή. Μέσα σε αυτά τα ραντεβού, ήταν ο Κώστας Κουτσομύτης που ετοίμαζε τη “Πρόβα Νυφικού”, όπως και ο Μανούσος Μανουσάκης που μου έδωσε ένα επεισόδιο στο “Ταύρος με Τοξότη”, αλλά και ο Πάνος Κοκκινόπουλος. Ο Κουτσομύτης, όμως, ήταν ο πρώτος που μου είπε “έλα τέλος Σεπτέμβρη, στις οντισιόν, να δούμε τί μπορείς να κάνεις”. Κατεβαίνοντας στην Αθήνα, με πήρε η Γιολάντα Καπέρδα που ήταν βαθμολογικά δεύτερη, και μου λέει “με πήραν, θα είμαι στο Κρατικό, πάρε τηλέφωνο να μάθεις, γιατί σε ψάχνουν και δεν μπορούν να σε βρουν”. Πήρα τηλέφωνο και μου είπαν “φέτος δεν θα χρειαστούμε άντρα. Ο Παπαβασιλείου θέλει γυναίκα για το ρόλο και σε σένα- που είσαι πρώτος- θα δώσουμε υποτροφία εις μνήμη Μελίνας Μερκούρη, για να σπουδάσεις ένα χρόνο στο εξωτερικό”.

Και δεν δούλεψα καθόλου στο Κρατικό, κατέβηκα αμέσως Αθήνα, ξεκίνησα να δουλεύω μπάρμαν και έτσι έκλεισα τη πρώτη μου δουλειά στο θέατρο Καρέζη, “Μακμπέθ” και παράλληλα ξεκίνησα γυρίσματα με το Κουτσομύτη. Η επόμενη δουλειά που ήρθε με ανοιχτή οντισιόν για τις καλοκαιρινές παραγωγές του Εθνικού, με πήρε ο Βολανάκης, και ήμουν στο Χορό, ενώ έπαιξα και τον “Αίμονα”. Τα πράγματα ήρθαν πολύ γενναιόδωρα και με μεγάλα ονόματα. Είναι πολύ σημαντικό το πως ξεκινάς αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σε μαθαίνει ο χώρος. Και ο χώρος θα σου δώσει την επόμενη δουλειά”.

“Αμερική έφυγα πέντε χρόνια μετά το τέλος των σπουδών, με αφορμή την υποτροφία, που -μάλιστα- δεν μου την έδιναν. Για να καταλάβεις, εγώ την υποτροφία την πήρα- πλέον- με διευθυντή το Διαγόρα Χρονόπουλο. Μετά από δικό μου “κυνήγι”.

Είχα τελειώσει με το στρατό, και έκανα μια διετία στο Αμόρε. Έφυγα Αμερική με συμπληρωματική υποτροφία από το Ίδρυμα Ωνάση και έτσι μπόρεσα να πάω.

Πήγα για ένα επτάμηνο και έμεινα 6,5 χρόνια. Γιατί το ένα έφερε το άλλο. Ένα σήριαλ στη Νέα Υόρκη, μια άλλη δουλειά στο Λος Άντζελες και έτσι το ένα έφερνε το άλλο. Δεν ήταν σκοπός μου να πάω Αμερική, να μείνω και να δουλέψω- δεν πέρναγε καν από το μυαλό μου.

Όταν επέστρεψα Ελλάδα, δεν χρειάστηκε να ξανασυστηθώ με το συνάφι. Γιατί σε αυτή την εξαετία, για δύο καλοκαίρια ήρθα και δούλεψα Ελλάδα. Το 2001 έκανα “Πενθέα” στις “Βάκχες” και το 2004 ήμουν “Νεοπτόλεμος”  στον “Φιλοκτήτη”, στην Επίδαυρο. Κι όσο ήμουν στην Αμερική, το τηλέφωνο χτύπαγε και μου πρότειναν τηλεοπτικά πράγματα- εγώ δεν γύρναγα. Όταν μόνιμα επέστρεψα τον Αύγουστο του 2005 και τους είπα “λείπω έξι γεμάτα χρόνια”, τους φαινόταν αδιανόητο ότι έχει περάσει τόσος πολύς καιρός”.

“Με ρωτάς, αν έχω συνειδητοποιήσει, με τα χρόνια το “άλλο επίπεδο” στο οποίο έχω περάσει…Όχι. Βλέπω τα πάντα που παίζω στη τηλεόραση, ξεκάθαρα θα στο πω, αφού με ρωτάς.

Μπορώ να σου πω, ότι αισθάνομαι ότι ξεκίνησα χθες σε αυτή τη δουλειά. Χθες ήταν! Σου μιλάω ειλικρινά…

Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν μάνατζερ και ατζέντηδες, είμαστε τα αφεντικά του εαυτού μας. Και ο καθένας φτιάχνει τη πορεία του. Πρέπει σύντομα να συνειδητοποιήσεις, το έλεγα και στα παιδιά στη σχολή που δίδασκα…”έχετε τρία γόνιμα χρόνια να αποφασίσετε τι είδους ηθοποιοί θέλετε να γίνετε. Εσείς θα αποφασίσετε με ποια θεατρική παρέα θέλετε να είστε. Αν θέλετε να είστε με το Χουβαρδά, το Μοσχόπουλο, το Μαρμαρινό, να παρακολουθείτε τις δουλειές τους. Αν θέλετε να δουλέψετε σε κάτι πιο εμπορικό, να παρακολουθείτε αυτούς τους χώρους”.

Κάθε φορά που χτυπά το τηλέφωνο και υπάρχουν δελεαστικοί πειρασμοί, θα πρέπει να ξέρεις αν σου ταιριάζουν ή όχι. Αν δεν σου ταιριάζουν, θα πρέπει να παραμείνεις πιστός, σε αυτό που σου ταιριάζει και θες. Κάθε φορά που χτυπάνε τα τηλέφωνα και έχεις μια παλέτα με επιλογές, θα πρέπει να ξέρεις που θέλεις να είσαι. Και κάθε φορά, όταν επιλέγεις, είναι το στοίχημα: τα κατάφερα ή δεν τα κατάφερα; Όλες οι δουλειές στο θέατρο ή τη τηλεόραση ξεκινάνε πάντα με τις καλύτερες προδιαγραφές. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Ποτέ δεν ξέρεις, αν αυτή η παράσταση θα “γκελάρει” στο κόσμο, αν η ταινία ή η σειρά θα έχει επιτυχία. Όλοι ξεκινάμε με τη προϋπόθεση ότι πάμε να σκίσουμε. Οι επιλογές σου, λοιπόν, είναι πάντα το ρίσκο σου. Από εκεί και πέρα, όταν επιλέξεις τη δουλειά, εσύ ως ηθοποιός οφείλεις να είσαι η καλύτερη λύση σε αυτό που ψάχνουνε. Θέλει πολύ δουλειά.

Πριν βρεθούμε, μάθαινα λόγια για το καλοκαίρι που θα παίξω “Αγαμέμνονα”. Δεν ξέρω σε τί κόσμο θα μπω. 18 Μαΐου ξεκινάμε τις πρόβες. Μέχρι τότε, όμως, εγώ οφείλω να κάνω τη προσωπική μου προετοιμασία και να είμαι ανοιχτός σε ότι θα μου πει ο σκηνοθέτης που θα έρθει και θα μου φέρει ένα δικό του “σύμπαν”. Και εγώ, θα πρέπει να τα υπηρετήσω όλα αυτά, όσο πιο καλά μπορώ. Και να έρθεις εσύ μετά και να δούμε…αυτό που θα βιώσεις ως θεατής, σε πείθει; Σε συγκινεί; Σε ταξιδεύει; Σε προβληματίζει;”

That bird came at me with a knife
Told me she wanted my life
Shake that bird out of the tree
So that everyone can see
Shake that bird right of me
That bird, that bird

“Κάθε σκηνοθέτης που έχω δουλέψει, μου έχει δώσει και από κάτι. Αν είσαι ανοιχτός, από παντού έχεις να πάρεις. Τα τελευταία χρόνια δουλεύω πολύ, με την γυναίκα μου, την Έλενα Καρακούλη. Νιώθω μια ασφάλεια, εκεί. Οι δουλειές κλείνονται πολύ νωρίς, επειδή είμαστε παρέα με την Έλενα, οπότε ξέρω ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα είμαστε μαζί και όταν χτυπάει ένα τηλέφωνο, είμαι ήδη κλεισμένος. Αλλά, με την Έλενα συμβαίνει κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με κανέναν άλλον: ζω τη προετοιμασία της παράστασης, από τα γεννοφάσκια της. Από τη μετάφραση και το πως γίνεται η διασκευή, μέχρι το καστ. Και όλο το βλέπεις να παίρνει σάρκα και οστά. Όταν είσαι ένας απλός ηθοποιός σε μια δουλειά, δεν έχεις τη πολυτέλεια να τα δεις όλα αυτά. “Μπαίνεις” και είναι έτοιμο το “σύμπαν”, οπότε σε ένα δίμηνο προβών οφείλεις να είσαι όσο πιο κοντά σε αυτό που ονειρεύτηκε ο εκάστοτε σκηνοθέτης. Όταν, δε, δεν έχει ονειρευτεί τίποτα και το καταλαβαίνεις από τη πρόβα, υπάρχει πάντα μια έντονη αμηχανία. Ξέρεις, οι Έλληνες ηθοποιοί μπαίνουμε στη πρόβα, λες και είμαστε πρώτο έτος. Με τα μολυβάκια, τα χαρτάκια μας, σημειώνουμε, βλέπεις που θέλει να το πάει ο άλλος. Και αν δεν το πάει πουθενά, μετά από ένα εικοσαήμερο, αρχίζει καθένας και φέρνει από τη φαρέτρα του έτοιμα υλικά που είναι σίγουρος. Γι αυτό βλέπεις συχνά, παραστάσεις που ο καθένας παίζει διαφορετικά. Γιατί δεν υπήρχε ένας επικεφαλής να τους συντονίσει όλους αυτούς. Να έχουν ένα κοινό πνεύμα. Αλλιώς, σε μια ουσιαστική δουλειά, βλέπεις ίδια πλεύση από όλους”.

“Δεν έχω συμβουλές για καλό γάμο! Αν υπήρχαν, όλοι θα τις ψιθυρίζαμε μεταξύ μας και όλοι θα είχαμε πετυχημένους γάμους. Κάθε άνθρωπος και κάθε ζευγάρι διαφέρει. Δεν υπάρχει πασπαρτού που λειτουργεί στο γάμο. Νομίζω, ότι το μεγάλο μυστικό είναι να είσαι ειλικρινής με τον σύντροφό σου, να μιλάς μαζί του, ότι θέμα και αν έχεις. Με τη συζήτηση όλα λύνονται. Και κυρίως, να θυμάσαι το λόγο που τον διάλεξες να είναι δίπλα σου σε αυτή τη ζωή. Είναι μια απόφαση που την πήρες μαζί με τον άλλον. Δεν παντρεύεσαι με το ζόρι. Άρα, είναι κρίμα όταν στη πορεία χάνονται αυτά τα πρώτα πράγματα που σε έκαναν να ερωτευθείς αυτό τον άνθρωπο”.

That pig took everything I had
That pig made me feel so bad
Shake that pig out of the bush
Now let's give that pig a push
Shake that pig right out of me
That pig, that pig

“Τί συλλογιέμαι, κάθε φορά που πηγαίνω Επίδαυρο το πρώτο απόγευμα προβών; Το πόσο όμορφο θέατρο είναι και χωρίς θεατές! Κάθε Δευτέρα που μπαίνω στο χώρο για πρόβα, αυτό σκέφτομαι. Το θέατρο αυτό είναι μαγικό όταν είναι άδειο. Τα σώματα των θεατών ρουφάνε τη φωνή σου. Ενώ όταν είναι άδειο το θέατρο, ψιθυρίζεις και η φωνή σου “επιστρέφει”. Σε σένα. Στα αυτιά σου. Στην Επίδαυρο, προσπαθώ πάντα να είμαι ψύχραιμος και ήρεμος. Και να ευχαριστηθώ αυτό το θέατρο και την εμπειρία, σα να είναι η τελευταία φορά. Γιατί μπορεί να είναι και η τελευταία. Ποτέ δεν ξέρεις, αν θα είσαι του χρόνου ή σε πόσα χρόνια θα ξαναπάς εκεί. Είναι ωραία εβδομάδα. Απλά, τη Παρασκευή και το Σάββατο είσαι στο ρελαντί. Αγχωμένος, κάνεις συνέχεια σταυρούς πριν βγεις, πιάνεις πάλι το κείμενο, μέχρι να ανέβεις εκεί πάνω και να δεις το θέατρο γεμάτο. Μετά, πρέπει να ορμήσεις. Είναι ένα θέατρο που δεν πρέπει να έχεις πίσω σκέψεις και “να τραβιέσαι”. Πρέπει να μπεις στην αρένα και να αρχίσεις να παίζεις δυνατά”.

Shake that pig out of the bush
Now let's give that pig a push
Shake that pig right out of me
That pig, that pig

“Φέτος, είχα μια χρονιά που τόσο η σειρά, όσο και το θέατρο, έσκισαν! Δεν τη γεύεσαι την επιτυχία, σε αγχώνει. Λες, “το επόμενο;”. Είμαστε από τη φύση μας, έτσι οι άνθρωποι. Αντί να κάνεις ένα βήμα πίσω και να πεις “τί ωραία, φέτος, η “Μάγισσα” σκίζει, με φωνάζουν “εθνικό θείο Κανέλλο”, όπου πάω “οι πόρτες ανοίγουν”, στο θέατρο έρχονται εκατοντάδες και με χειροκροτούν καθημερινά και όμως δεν το χαίρομαι. Τη χαρά και τις καλές κριτικές, τις αφήνουμε και φεύγουν μέσα από τα χέρια μας. Μια κακή κριιτική στροβιλίζει στο μυαλό σου ένα διήμερο, ευτυχώς, μετά την αφήνεις. Τη καλή κριτική σε ένα δίλεπτο την ξεχνάς. Πάντα μια επιτυχία ανεβάζει το πήχη και σε προβληματίζει αν θα υπάρχει και στην επόμενη δουλειά. Γιατί, όσοι ήρθαν από το σπίτι να σε δουν και να σε χειροκροτήσουν, θέλεις να ξανάρθουν. Χωρίς τους θεατές, η δουλειά μας δεν υπάρχει. Ότι κι αν κάνεις εκεί πάνω, αν δεν έρθουν να σε δουν, είναι σα να μην έγινε”.

“Του χρόνου, στο θέατρο ΧΩΡΑ  θα κάνουμε το “True West” του Σαμ Σέπαρντ, σε σκηνοθεσία Έλενας Καρακούλη. Θα είμαστε με το Μάρκο Παπαδοκωνσταντάκη, το Νέστορα Κοψιδά κι την Αλεξάνδρα Παντελάκη”.

“Ο Παναγιώτης, ο γιος μου, “μου έμαθε” τελευταία, ότι κανείς δεν είναι τέλειος- μου το είπε τη προηγούμενη εβδομάδα. Μου είπε ότι έχει ατέλειες επάνω του, θα πρέπει να τις σέβομαι, όπως -μάλιστα- μου επεσήμανε- ότι έχω ατέλειες κι εγώ, και ότι είναι παιδί και θα πρέπει να τον αντιμετωπίζω σαν παιδί, όχι ως ενήλικα. Και είναι μόλις…9,5 χρονών!”

“Στη Θεσσαλονίκη, κάνω και μοναχικές βόλτες. Όταν σβήνουν τα φώτα, όλοι οι δρόμοι, αυτοί οι δρόμοι που οδηγούν στη θάλασσα, εγώ τους περπατώ. Τη πενταετία που έμενα στη Θεσσαλονίκη ως φοιτητής και στεναχωριόμουν από κάτι, όταν σκοτείνιαζα πήγαινα στη θάλασσα. Περπάταγα δίπλα της κι έπαιρνα δύναμη. Θυμάμαι πάντα, αυτά τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα του Δεκέμβρη στη Θεσσαλονίκη. Εκεί που ένας τεράστιος ήλιος χώνεται μέσα στη θάλασσα κι όλη η πόλη γίνεται κόκκινη. Πολλές φορές, και στο Λος Άντζελες, και στη Νέα Υόρκη, και στην Αθήνα, όταν σκοτείνιαζα σκεφτόμουν εκείνους τους περιπάτους. Και ακόμα και τώρα τους κάνω. Παίρνω δύναμη. Και ξέρεις…έχω πάντα άγχος όταν έρχομαι Θεσσαλονίκη. Σαν να προσπαθώ να αποδείξω ότι επέλεξα το σωστό πράγμα να κάνω στη ζωή μου. Λες και θα έρθουν να με κρίνουν. Οι δάσκαλοι μου, οι συγγενείς μου, οι παιδικοί μου φίλοι…και εγώ δεν το καταλάβαινα- η γυναίκα μου, το είπε….”Ξέρεις, πως όταν παίζεις στο θέατρο Δάσους, πάντα είσαι αγχωμένος;…Και πιο πολύ από την Επίδαυρο”!  …Κατά μία έννοια, το χαίρομαι αυτό!

Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου. Το μέρος που αγάπησα, που αγαπώ, που νιώθω σιγουριά, που νιώθω και ανασφάλεια και είναι ωραίο που υπάρχουν ταυτόχρονα όλα αυτά. Τώρα που ήρθαμε και στο Σοχό για τη φωτογράφιση, λίγο θα σας αφήσω. Είδα και αυτές τις παπαρούνες που μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια. Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια βόλτα, μόνος μου;Ε;”….