κείμενο | νίκη ζερβού */* φωτογραφίες | νίκη ζερβού
κείμενο | νίκη ζερβού */* φωτογραφίες | νίκη ζερβού
Μερικές φορές, λυπάμαι με τις κακοτοπιές. Άλλες, σκέφτομαι πως έχω φίλες να μου λένε «πού πας, μωρή;» κι ησυχάζω. Το 2024, στην πραγματικότητα, δεν ήρθε ποτέ για κάποιες. Είχε σφραγιστεί η μοίρα τους, καιρό τώρα, όταν έμειναν πιστές σε ανδρικές παραβολές και λύγιζαν σε λόγια αγάπης που έφτυναν αιματοβαμμένες γλώσσες και στρατευμένα μυαλά. Ποιές είμαστε να τους μάθουμε την αγάπη του χαδιού και των χαχανιτών της νύχτας; Πώς θα εμπιστευθούμε μορφές που μας είπαν ότι γεννήθηκαν για να ζηλεύουν; Πώς να σε κοιτάξω στα μάτια καλή μου, όταν πρώτη εγώ παραδόθηκα σε ξύλινα χέρια, καρδιές χωρίς παλμό, πατέρες και θείους που μετράνε το ήθος με φαγητά, καφέδες και ορθοστασία για την υπηρεσία του αφέντη;
Έπαψα να μετρώ πληγές, γιατί είμαι πλέον όλη πουά. Ούτε ειδήσεις βλέπω, περνώ τα ποστ και τα σχόλια σαν θεατής σε ταινία σουρεάλ του ’80, βλέπω μια γνωστή σειρά του 2000 να χαρακτηρίζει “πουτάνες” τις γυναίκες κι έναν αδελφό να διώχνει απ’ το σπίτι του την κακοποιημένη αδελφή του και να της λέει πως φταίει. Σκέφτομαι πως αυτά, τα βλέπουν παιδιά ενώ τρώνε μεσημεριανό. Κάτι για να περάσει η ώρα. Πολύ για να γίνει συνείδηση να σταθούν στο μυαλό οι χλέπες της πατριαρχίας και να γίνει κλισέ ο φεμινισμός. Κι αυτές πολλά ζητάνε, με τις αξύριστες μασχάλες…Είναι αυτό θελκτικό; Τα βάζω με τον εαυτό μου που εναντιώνονταν στο είδος του μια ζωή και χαρακτήριζε εξίσου. Μετά σκέφτομαι τα χιλιόμετρα που μάτωσα και την αγωνία μου για φως.
Τώρα έχω ομαδική με φίλες. Θηλυκό, πληθυντικό. Ομάδα. Φίλες. Κάθε φορά ακούω ιστορίες με λαμπάδα στα μάτια για έναν ωραίο τύπο κι ένα ωραίο ραντεβού. Κι ευγενικός είναι και όμορφος και καλά τα λέει, θυμώνει λίγο παραπάνω, θα δούμε. Ένα σύννεφο, θα έρθει μπόρα; Την επομένη με κατεβασμένα μάτια και μούτρα τατουάζ όχι πάλι, έρχεται η συνηθισμένη αποκάλυψη: του φαίνεται ρομαντική η παρεμβατικότητα, δε μ΄αφήνει να τελειώσω τις προτάσεις μου, λέει ότι ξέρει, έδειρε και κάποτε μια από μας αλλά ήταν νέος λέει πως δεν το έχει ξανακάνει ποτέ.
Έτσι, έρχονται κι οι ειδήσεις και τα νέα και σκέφτομαι πως σίγουρα σ’ αυτές που αναφέρονται δεν είχαν φίλες σαν τις δικιές μου γιατί θα τις έλεγαν απ’ την πρώτη αιματοβαμμένη σημαία «πού πας μωρή;» και θα ‘ξεραν πως κάποτε η σημαία θα φέρει και το δικό τους αίμα. Μ’ αρέσει να βγαίνω στις πορείες και ζητώ κάτι καλύτερο, αλλά όχι σε επιταφίους. Αυτό, όχι. Προτιμώ να μην μιλάω, γιατί δεν έχω φτάσει ακόμη εκεί. Με κόβει μόνο να ακούω τις φίλες μου κι αυτό είναι νέο στην ζωή μου. Κάποτε ήμουνα πουλί και με θέλανε πολλοί. Τώρα αρκούμαι να πετώ χωρίς να με ενδιαφέρουν οι πολλοί, αλλά οι ποιοι.
Σ’ έναν κόσμο άνανδρο, οι ήρωές μου είναι οι φίλες μου και το δροσερό μάγουλο που ποτέ δε μου ζητάει τα ρέστα. Δύο αρχίδια που καθορίζονται με βάση την καρδιά και τον σεβασμό κι έτσι μπορώ να δω τον κόσμο, όπως θέλω να τον φτιάξω. Οι σημαίες είναι καταπράσινες σα λιβάδια, κι εμείς ελεύθερα ζώα στον ήλιο να μεγαλώνουμε μοσχαράκια που δε θα σφαχτούν στο εργοστάσιο της πατριαρχίας. Στο βάθος κάποιοι καίγονται, βρίζουν, κρεμούν σατυρικούς φαλλούς στα ζωνάρια και μας φεύγουν δάκρια κάθε που ακούμε μια στριγκλιά. Κοιτιόμαστε. Που ήταν οι φίλες της να της πουν «πού πας μωρή;» και να τις πιστέψει;
Ακούστε ρασιοναλίστας και κλάψτε σήμερα.