at a glance
Top

όνειρο κακό

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου

μυστήρια πλάσματα

Κοίτα τώρα κάτι μυστήρια πράγματα! Είδα -λέει- χτες ένα κακό όνειρο. Όχι, κακό πολύ δεν ήταν. Παράξενο κι αγχωτικό κυρίως. Μας κλείσανε -τάχα- στα σπίτια μας, και δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά. Λες και υπάρχει περίπτωση να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο… Υποσυνείδητο, όμως, φίλε – τα βάζεις μαζί του; Ό,τι θέλει κάνει… Πού είχα μείνει; Α, ναι, στο σπίτι.

Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε. Ούτε μέχρι τη διπλανή πόλη δε γινόταν να πάμε. Ποια πόλη, δηλαδή;  ούτε σε άλλη γειτονιά δεν μπορούσαμε. Τώρα που το σκέφτομαι, λογικό να είδα τέτοιο όνειρο. Για έναν τοξότη -έστω και σε ωροσκόπο- δεν μπορείς να του κάνεις χειρότερο κακό, το να του κόψεις τα ταξίδια και τις εκδρομές είναι το χειρότερο βασανιστήριο. Τέτοια -που λες- έβλεπα. Και δεν μπορούσε ο κόσμος να πάει πουθενά, και άρχισαν να μας λείπουν οι αγαπημένοι μας, οι φίλοι, οι οικογένειες, και κάτι τέτοια. Χωρίστηκαν ζευγάρια, και κάνανε καιρό πολύ να βρεθούνε. Και οι φίλοι τα ίδια. Οι παρέες σκόρπισαν, ο καθένας ήταν σπίτι του, αγκαλιά με το Wi-Fi του. Και μιλούσαν οι άνθρωποι σε οθόνες, διασκεδάζανε με δυαδικά συστήματα, ερωτεύονταν μέσα από γραμμές και οπτικές ίνες, αγκαλιάζονταν ψηφιακά. Σαν ταινία. Ταινία όμως από εκείνες που βαριέμαι, που δείχνουν το μέλλον και πράγματα που είναι απίθανο να συμβούν, ή και να συμβούν είναι τόσο μακριά μου, που δε με αφορούν. Λες και μπορεί να συμβούν τέτοια πράγματα σήμερα. Τέλος πάντων, κάτι τέτοια έβλεπα, μπερδεμένο όνειρο, πολύς κόσμος μέσα του, ανάκατος, και μια στενοχώρια διάχυτη, παντού. Στενοχώρια, αγωνία, θλίψη, ματαίωση, όλα αυτά μαζί.

Και όταν τελείωσε όλο αυτό- γιατί τελείωσε κάποια στιγμή- θυμάμαι που έτρεχαν όλοι σε πλοία, τρένα, αεροπλάνα, και άλλοι με τα ψιλά για τα διόδια έτοιμα στο χέρι, που τα μάζευαν μέρες πολλές, κοντά δυο μήνες, για να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν κοντά σε όσα στερήθηκαν. Όχι όλοι. Οι μισοί αυτό. Οι άλλοι μισοί, έτρεξαν απλώς σε λιμάνια, αεροδρόμια και σταθμούς, ανάλαφροι πια, και περίμεναν. Ξέρεις, με εκείνο το πνιχτό χαμόγελο στα μάτια από την ανυπομονησία και τα χέρια μουδιασμένα, έτοιμα για αγκαλιά.

Τώρα εγώ, ρωτάς, γιατί θυμάμαι ένα τόσο κουλό όνειρο… Γιατί ένα πράγμα μου έμεινε έντονα από όλο αυτό. Όχι, δεν αγχώθηκα, δε συμβαίνουν άλλωστε αυτά στις μέρες μας. Μου έμεινε η αλήθεια, η μόνη αλήθεια όλου του ονείρου. Ότι όλοι τρέξανε, με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο, όσο πιο γρήγορα, κοντά σε όσους αγαπάνε. Σε όσους τους έλειψαν, σε όσους σκέφτονταν κάθε βράδυ. Σε όσους θέλουν στ’ αλήθεια δίπλα τους. Σε όσους τους περιμένουν.

Εγώ- αν με ρωτάς τι έκανα εγώ- δεν περίμενα σε κάποιο λιμάνι. Έτρεξα. Με περίμεναν καιρό, βλέπεις. Έπρεπε να βιαστώ.