at a glance
Top

Στην παράσταση “Προς Μενοικέα”

κείμενο | παναγιώτης κόκκαλης */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

ο καλύτερος μας εαυτός, είναι η αποδοχή του

«Να είσαι ευτυχισμένος», μου λένε. Κι εγώ δυσκολεύομαι ακόμη και να υπάρξω. Άλλοτε ως σκέψη κι άλλοτε ως ευχή, η ευτυχία μοιάζει στόχος τόσο απλός, μα συνάμα άπιαστος, τόσο θεμελιώδης, μα πολλές φορές σχεδόν ουτοπικός.

Η μόνη βεβαιότητα στο ταξίδι προς την ευτυχία συνίσταται στη γνώση πως, για την προσέγγισή της, θα πρέπει να είναι κανείς υγιής.

«Να είσαι καλά», μου λένε. Μα, δεν το εννοούν. Γιατί,  ενώ αγκαλιάζουν αυτά που γνωρίζουν, αυτά που δε βλέπουν, όσα δεν κατανοούν τους τρομάζουν. Κι έτσι η αρρώστια μου, το κομμάτι αυτό της ύπαρξής μου καταλήγει να γίνεται βρισιά στο στόμα τους, ζήτημα ανεπίδεκτο συζήτησης, απότοκο μίας κάποιας αμαρτίας, τρανή απόδειξη δαιμονικής ύπαρξης. Κι εγώ, δεν είμαι εγώ!

Αλλά είμαι ένας χανσενικός, ένας ανάπηρος, ένας οροθετικός, κάποιος που νοσεί από την επάρατο, ο τρελός, ο ζουρλός, ο παλαβός και τόσα ακόμη. Και αυτό το στίγμα, που σε πολλές περιπτώσεις ακόμη ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, δεν μου επιτρέπει να διεκδικήσω την ευκαιρία για το δικό μου μερίδιο ευτυχίας.

Με αυτό το πανανθρώπινο αίτημα, αλλά και με τη «φυσιολογία» και τον αντίκτυπο του στίγματος της ψυχικής νόσου καταπιάνεται στην τελευταία του παράσταση με τίτλο «Προς Μενοικέα» ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, η οποία φιλοξενείται στο χώρο του Transcendance σε παραγωγή της Angelus Novus.

Η παράσταση ακολουθεί το ταξίδι ανθρώπων που νοσούν ψυχικά από την «κόλαση» της νόσου στην «κάθαρση» της θεραπευτικής παρέμβασης και από εκεί στον «παράδεισο» της επούλωσης των πληγών τους.

Άνθρωποι σύγχρονοι, απολύτως καθημερινοί, που γίνονται δέκτες απόρριψης και περιθωριοποίησης, που δε γίνονται κατανοητοί, που δεν τους επιτρέπεται να υπάρξουν, μας διηγούνται την ιστορία τους σε μία ύστατη προσπάθεια να ακουστούν. Μέσω της θεραπείας και αφού οι ίδιοι καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να ξεπεράσουν αυτό που πιστεύουν πως είναι, καταφέρνουν να επιστρέψουν στον καλύτερό τους εαυτό, τονίζοντας την ανάγκη μα και τη δύναμη της συμπερίληψης. Σε όλο αυτό το ταξίδι, συνοδοιπόρος είναι ο Επίκουρος με την «Προς Μενοικέα» επιστολή του και τη διαβεβαίωση πως, εάν το επιθυμούμε, η ευτυχία είναι εκεί και μας περιμένει. Όλους μας… Ακόμη κι εσένα που αυτήν τη στιγμή νιώθεις πως είσαι η σκιά ενός τίποτα.

Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης μέσα από μία ευρηματική συρραφή κειμένων επιτυγχάνει να δημιουργήσει κάτι πρωτότυπο, προσεγγίζοντας το ζήτημα που επιθυμεί να αναδείξει με ευαισθησία, αλλά και ρεαλισμό. Η σύνθεση του κειμένου, η δομή της παράστασης αλλά και οι εικόνες που δημιουργεί επιτρέπουν στο θεατή να υπερβεί μία απλή και αναμενόμενη, επιδερμική επαφή με όσα επιδιώκει ο ίδιος να μοιραστεί, να συνδεθεί μαζί του και να δει το πρόβλημα στην ουσία του. Φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά τι θέλει, αλλά και τι πρέπει να πει, καθώς και τον τρόπο που θα το κάνει, με αποτέλεσμα η παράσταση, παρά τη σκληρότητα της αλήθειας της, να μοιάζει με ζεστό κάλεσμα.

Σημαντική για την επίτευξη του αισθητικά άρτιου αποτελεσμάτος είναι, σαφώς, και η συνδρομή των λοιπών συντελεστών, καθώς η διαμόρφωση του χώρου και τα λιτά σκηνικά (Απόστολος Αποστολίδης), το παιχνίδι με το φως (Σωτήρης Ρουμελιώτης) και τη μουσική (Γιώργος Χρυσικός), αλλά και η εκπληκτική και τόσο στοχευμένη κινησιολογική απόδοση του λόγου και των συναισθημάτων (Ιωάννα Μήτσικα) αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο το κείμενο της παράστασης.

Αγαπημέρες μου σκηνές το -μετά κόπων και βασάνων- άνοιγμα του παραθύρου και εκείνη η τόσο λυτρωτική ανάσα ζωής και αισιοδοξίας, καθώς και η συνάντηση των Μενοικέων στον κήπο του δικού τους Παραδείσου, μία εικόνα που στα μάτια μου έμοιαζε να ξεπηδά από πίνακα του Da Vinci και να αναπαριστά έναν άλλον «Μυστικό Δείπνο», στον οποίο ειπώθηκαν μόνον αλήθειες και που κανείς δεν προδόθηκε.

Οι ηθοποιοί ήταν πραγματικά συγκινητικοί και ανταπεξήλθαν εξαιρετικά στις απαιτήσεις της παράστασης, δίχως να χάσουν ούτε στιγμή το μέτρο.

Λόγος, συναίσθημα και κίνηση σε απόλυτη αρμονία. Αποτέλεσμα όχι τυχαίο, αλλά εμφανώς και επισταμένως δουλεμένο. Μεταξύ των ηθοποιών, ο πάντοτε απολαυστικός Θάνος Διμηνάς και η ταλαντούχα Αντιγόνη Μπάρμπα σε μία πολύ δυνατή στιγμή τους, καθώς και η υπέροχη Ελένη Μακίσογλου. Θα σταθώ στα δύο νεότερα, ηλικιακά, μέλη αυτής της ομάδας, τα οποία όχι μόνο απέδωσαν εξαιρετικά τους ρόλους τους, αλλά κατάφεραν να μου μεταδώσουν το πάθος τους και τη συγκίνηση της στιγμής με τον πιο δημιουργικό και εμφατικό τρόπο. Ο λόγος για το Γιάννη Μονοκρούσο που – μεταξύ άλλων – ακροβάτησε υποδειγματικά μεταξύ του πόνου και του χιούμορ, όπως αυτά μοναδικά συγκεράζονται στο έργο του αγαπημένου Αύγουστου Κορτώ, αλλά και η Δανάη Τσιόπλη -η παρουσία της οποίας- ήταν καθηλωτική.

Ας πεθάνει το στίγμα, όχι εμείς… Καλή θέαση!