at a glance
Top

Μέλισσες και Κηφήνες

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης

Μια ιστορία μικρή

*οι φωτογραφίες είναι τμήμα της συλλογής ”Μέλισσες” του ζωγράφου Θάνου Ζιάκκα. 

 

Δεν ήταν χρόνια και χρόνια πίσω.

Να, τόσα λίγα δα. Περίπου όπως και τώρα.

Δεν ήταν πολύ μακριά από εδώ.

Να, σαν εδώ.

Δεν αφορούσε ανθρώπους.

Μα θα μπορούσε.

Και μια φορά, που λέτε, κι έναν καιρό… σαν τον δικό μας τον καιρό κι όχι σαν άλλο, ήρθε έτσι άξαφνα, απρόσμενα κι ανέλπιστα, μι’ αρρώστια που πλάκωσε σαν καταχνιά τον κόσμο όλο των μελλισσών, που άλλη φορά μέλισσας μάτι στα χρόνια  εκείνα δε ματάδε. Και ήρθαν οι μέλισσες οι δύστυχες, και τις φιμώσαν τις κεραίες τους, και μέσα κλειστήκαν στις κυψέλες τους για να ξορκίσουν το κακό και ορθά πολύ, που λέτε, συμβουλεύτηκαν απ’ τ’ αρχηγού το στόμα και άλλο τόσο το κάμαν από μόνες τους, γιατί γνωρίζαν το δικό τους το καλό.

‘’Να φύγει το κακό μακριά, κι άλλο κακό μην έρθει’’ λέγαν.

Κι ό,τι άλλο οι Κηφήνες τις προστάξανε να κάνουν, κι ό,τι τις συμβουλέψαν, καιρό δε χάσανε πολύ, χμ… μα ούτε και λίγο, αλήθεια αν θέλουμε να λέμε. Και οι  Κηφήνες λέγανε και λέγανε πολλά, και πάλι, κι άλλα τόσα, κι απ’ τα πολλά τα λόγια τους κι από τα άλλα τόσα, ‘κείνοι, ούτε μισά δεν πράξανε. Όλα απ’ αυτές τ’ ανέμεναν κι απ’ τις στερήσεις τις δικές του, και κάθε μέρα τις πίνανε το βιός, το αίμα, τη ζωή τους και οι Κηφήνες λόγο έδιναν και λόγο δεν κρατούσαν. Άνοιξαν -ανεξέλεγκτα- τα μελίσσια τους για να ΄ρθει νέος κόσμος και ντουνιάς, κι αρρώστια περισσή να φέρει -δυστυχώς- απ’ άλλα μέρη. Από άλλα κι άλλα μέρη. Και οι άρρωστες οι μέλισσες, μέρα τη μέρα, πλήθαιναν. Πλημμύρα οι θανάτοι. Και βγάλανε τα κίτρινα από πάνω τους, μαυροντυθήκανε και μαυρομαυροφορεθήκαν και ούτε να κλάψουν τους νεκρούς τους μπόραγαν κι ούτε τους το επιτρέπαν. Και οι Κηφήνες, με την Βασίλισσα από κοντά, κουνάγανε το δάχτυλο ψηλά, πότε απ’ τ’ αριστερό τους χέρι και άλλοτε απ’ το δεξί  και μάλωναν συνέχεια τα ‘κορίτσια’ τους, χωρίς ποτέ τους λύσεις να δίνουνε σωστές. Και παίρναν μέτρα πιο αυστηρά και διπλοσφάλισαν όλες τους τις κυψέλες και κόψανε τ’ άνθη γύρω τους με μιας. Κι έτσι έπρεπε να γενεί και έτσι γίνηκε. Κι αυτοί συνέχιζαν τους δείκτες  να μακραίνουν, άχαρα και διδακτικά να τους κουνάνε, αγριοκοιτώντας στα μάτια τα μελισσόπουλα όλα που πέθαιναν από πείνα και αρρώστια. Κι όλο κουνάγανε τους δείκτες τους και σκίζανε στα δύο τους ουρανούς!

Και μια βραδιά ψυχρή σαν όλες τις βραδιές, λίγο καιρό μετά την αλλαγή του χρόνου, σα να εισέπνευσαν, βιαίως, οι μέλισσες την αδικία όλη και βήχας τις έπιασε όλες μονομιάς- όπως η γύρη σ’ ανθρώπου τα πνευμόνια φέρνει- που όχι μονάχα δεν τις έπνιξε, αλίμονο, μα άτρωτες θαρρείς τις έκανε.

Γκούχου και γκούχου, και όλες μαζί και πάλι, συντονισμένα όλες γκούχου και γκούουχου γκούχου…

‘’Να φύγει το κακό κι άλλο κακό μην έρθει’’ και σκέφτηκαν μήπως ετούτο το κακό είχε δυο πρόσωπα, δύο κεφάλια ίδια. Και βρήκαν δύναμη και ορμή μεγάλη, που όμοια μέλισσας  μάτι δεν συνάντησε ποτέ. Αρπάξανε, που λες, τον κάθε Κηφήνα απ’ τ’ αφτί και τη Βασίλισσά τους από τις δυο κεραίες της… τους  ρίχνουν απ’ τους θρόνους. Και πήραν οι μέλισσες και όρισαν μόνιμους γιατρούς και νοσοκόμους. Και πήραν κι έχτισαν πολλά κερυθρονοσοκομεία. Και πήραν κι έφτιαξαν σχολειά και θέατρα άλλα τόσα…

Και λίγο-λίγο ανθίσανε χαμόγελα κι άρχισαν να ελπίζουν.

Και ήρθε καιρός και ξαναβγήκε ο ήλιος. Βγήκαν λουλούδια χίλια… και κάναν πάλι μέλι.

Και ήρθε καιρός και πάλι μπόρεσε  μέλισσα σε μέλισσα φιλιά να δώσει. Κι έδωσε η μια στην άλλη, τότε, και μια υπόσχεση βαριά, που ούτε παλάμη βάσταγε, μήτε ανθρώπου πλάτη. Πως ό,τι κακό κι αν ξημερώσει τους, ό,τι κακό κι αν έρθει, μόνο με αγώνες του λαού τους θα νικάνε.

Στους άνισους δύο κόσμους που θέλουν οι Κηφήνες να μας έχουν, είπαν, θα πρέπει πού και πού, ή τρεις και λίγο, να τους τραβάμε το αφτί. Μονάχα έτσι θα ζούσαν αυτές καλά και οι μέλισσες του κόσμου όλου καλύτερα. Κι ακόμη πιο καλά, κηφήνες και βασίλισσες, καθόλου αν δεν υπήρχαν!

Γκούχου και γκούχου κι άλλη μια, και γκούχου, γκούχου, γκούχου, κάθε φορά που κάτι ενοχλεί! Να φεύγει το κακό μακριά κι άλλο να μη γυρίζει, είπαν και πέταξαν ελεύθερες ψηλά οι εργάτριες… κι ακόμη ελεύθερα πετάνε!

 

Τέλος