‘’Να φύγει το κακό μακριά, κι άλλο κακό μην έρθει’’ λέγαν.
Κι ό,τι άλλο οι Κηφήνες τις προστάξανε να κάνουν, κι ό,τι τις συμβουλέψαν, καιρό δε χάσανε πολύ, χμ… μα ούτε και λίγο, αλήθεια αν θέλουμε να λέμε. Και οι Κηφήνες λέγανε και λέγανε πολλά, και πάλι, κι άλλα τόσα, κι απ’ τα πολλά τα λόγια τους κι από τα άλλα τόσα, ‘κείνοι, ούτε μισά δεν πράξανε. Όλα απ’ αυτές τ’ ανέμεναν κι απ’ τις στερήσεις τις δικές του, και κάθε μέρα τις πίνανε το βιός, το αίμα, τη ζωή τους και οι Κηφήνες λόγο έδιναν και λόγο δεν κρατούσαν. Άνοιξαν -ανεξέλεγκτα- τα μελίσσια τους για να ΄ρθει νέος κόσμος και ντουνιάς, κι αρρώστια περισσή να φέρει -δυστυχώς- απ’ άλλα μέρη. Από άλλα κι άλλα μέρη. Και οι άρρωστες οι μέλισσες, μέρα τη μέρα, πλήθαιναν. Πλημμύρα οι θανάτοι. Και βγάλανε τα κίτρινα από πάνω τους, μαυροντυθήκανε και μαυρομαυροφορεθήκαν και ούτε να κλάψουν τους νεκρούς τους μπόραγαν κι ούτε τους το επιτρέπαν. Και οι Κηφήνες, με την Βασίλισσα από κοντά, κουνάγανε το δάχτυλο ψηλά, πότε απ’ τ’ αριστερό τους χέρι και άλλοτε απ’ το δεξί και μάλωναν συνέχεια τα ‘κορίτσια’ τους, χωρίς ποτέ τους λύσεις να δίνουνε σωστές. Και παίρναν μέτρα πιο αυστηρά και διπλοσφάλισαν όλες τους τις κυψέλες και κόψανε τ’ άνθη γύρω τους με μιας. Κι έτσι έπρεπε να γενεί και έτσι γίνηκε. Κι αυτοί συνέχιζαν τους δείκτες να μακραίνουν, άχαρα και διδακτικά να τους κουνάνε, αγριοκοιτώντας στα μάτια τα μελισσόπουλα όλα που πέθαιναν από πείνα και αρρώστια. Κι όλο κουνάγανε τους δείκτες τους και σκίζανε στα δύο τους ουρανούς!
Και μια βραδιά ψυχρή σαν όλες τις βραδιές, λίγο καιρό μετά την αλλαγή του χρόνου, σα να εισέπνευσαν, βιαίως, οι μέλισσες την αδικία όλη και βήχας τις έπιασε όλες μονομιάς- όπως η γύρη σ’ ανθρώπου τα πνευμόνια φέρνει- που όχι μονάχα δεν τις έπνιξε, αλίμονο, μα άτρωτες θαρρείς τις έκανε.
Γκούχου και γκούχου, και όλες μαζί και πάλι, συντονισμένα όλες γκούχου και γκούουχου γκούχου…