at a glance
Top

Μελέτης Ηλίας

δοκίμαζε και "ταξίδευε"...

συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | πάνος γιαννακόπουλος + αρχείο παραγωγής “γίνονται έργα”  */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

“Γεννήθηκα στην Αθήνα, η μαμά έχει καταγωγή από τον Έβρο, μεγάλωσα στο Μενίδι που μένω και τώρα, ενώ τα καλοκαίρια μου τα περνούσα μικρός στον Έβρο. Ο μπαμπάς δούλευε στο Υποθηκοφυλακείο Αχαρνών, ενώ η μαμά ήταν νοσηλεύτρια. Ήμουν μοναχοπαίδι. Εκείνες οι εποχές δεν ήταν και οι καλύτερες για Άγιο Βασίλη, τον είχα απομυθοποιήσει από πολύ νωρίς. Δεν έχω παράπονο, οι γονείς μου έκαναν ότι μπορούσαν, αλλά δεν έχω αναμνήσεις από Άη-Βασίλη. Ο μπαμπάς και η μαμά μου,  ήταν πολύ ρεαλιστές, σε αυτά τα θέματα. Θυμάμαι, βέβαια, τις βόλτες στο ΜΙΝΙΟΝ, τους ανελκυστήρες με τους ξεχωριστούς ορόφους με παιχνίδια κ.λ.π., αλλά και εκεί ήταν συγκεκριμένα τα δώρα των γονιών. Για μένα, η ιστορία για το “υπάρχει Άη-Βασίλης ή όχι” τέλειωσε πολύ νωρίς”….Ο Μελέτης Ηλίας στο rejected….

“Το θέμα του Άη-Βασίλη, προσπάθησαμε με νύχια και με δόντια να το κρατήσουμε στα παιδιά μου, τόσο με τη Κοραλλένια που είναι ηλικιακά μεγαλύτερη, όσο και με το γιο μου. Ο Δημητράκης που πλησιάζει τα εννιά του, είναι οχτώ και έντεκα μηνών, όταν τον ρώτησα με αφορμή τη παράσταση “Λαπωνία” που παίζω, αν πιστεύει στον Άγιο-Βασίλη, μου απάντησε “και βέβαια, υπάρχει Άη-Βασίλης, μπαμπά! Για τα δώρα δεν είμαι σίγουρος”…Νομίζω ότι για τα σημερινά παιδιά, όσο περνάει ο χρόνος, τόσο κατεβαίνει το όριο ηλικίας που αρχίζουν να συνειδητοποιούν, να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τί συμβαίνει. Με όλη αυτή τη πληροφορία που έχουν από τα social media και τα youtube, τα παιδιά άμεσα εξοικειώνονται με την αλήθεια. Απλά, είναι πάντα μια καλή ευκαιρία για ένα καλό δώρο. Και είναι και μια δική μας ευκαιρία, να ξαναθυμηθούμε τα παιδικά μας χρόνια και τη λαχτάρα μας αυτή. Εκεί κρύβεται το μυστικό. Επειδή με ρωτάς, δεν ντύθηκα ποτέ Άγιος Βασίλης. Απλά, συνήθως 31 Δεκέμβρη φεύγαμε για κάπου αλλού, να κάνουμε αλλαγή χρονιάς. Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι, τα δώρα ήταν στη θέση τους”…

Stone love, she kneels before the grave
A brave son, who gave his life
To save the slogans
That hovers between the headstone and her eyes
For they penetrate her grieving

“Ο ρόλος που ενσαρκώνω στη “Λαπωνία”, ο “Όλαβι” απέχει πολύ από την ελληνική ιδιοσυγκρασία -και επακόλουθα- κι από την δική μου. Ένας ορθολογιστής και ρεαλιστής Φιλανδός, κάπως απόμακρος, είναι ο χαρακτήρας που ενσαρκώνω, πάντα με ένα χαμόγελο, αλλά με μία διάθεση που – από κάτω- το χαμόγελο “σφάζει” με το γάντι. Ακόμη και αν δεν βρίσκω πολλά σημεία, έχει και αυτός τις ρωγμές του, που έχουν πολύ ενδιαφέρον. Με τη κουμπάρα μου, τη Βάσω Λασκαράκη, είμαστε για πρώτη φορά μαζί στο θέατρο. Είναι κάτι που το θέλαμε πολλά χρόνια, από τότε που κάναμε γυρίσματα για το “Το Σόι”, μετά από δέκα χρόνια αξιωθήκαμε να το πετύχουμε. Από εμάς ξεκίνησε η ιδέα, θέλαμε να κάνουμε κάτι μαζί, ψάχναμε για έργο, διαβάζαμε διάφορα έργα που δεν μας έκαναν το κλικ. Τελικά, με τη “Λαπωνία”, νομίζω, έγινε αυτό που θέλαμε. Ένα ωραίο έργο με χιούμορ για όλη την οικογένεια, με φοβερούς παρτενέρ, το Σπύρο Τσεκούρα και τη Βίβιαν Κοντομάρη. Είμαι πολύ χαρούμενος για τη τεράστια ανταπόκριση που είχε το κοινό της Θεσσαλονίκης, στη “Λαπωνία”. Παίζουμε ως και αυτή τη Κυριακή 2 Φεβρουαρίου και καθημερινά γίνεται το αδιαχώρητο. Γι αυτό και αποφασίσαμε, να ξαναέρθουμε στη Θεσσαλονίκη, μέσα στο Φεβρουάριο. Μετά από αυτό, λοιπόν, το τριήμερο παραστάσεων, επανερχόμαστε από Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου και θα παίζουμε στο “Κολοσσαίον” έως και τις Απόκριες, στις 2 Μαρτίου. Έπειτα, από 12 Μαρτίου, κατεβαίνουμε στην Αθήνα και θα παρουσιάσουμε τη “Λαπωνία” μας, στο θέατρο ΖΙΝΑ “.

New love, a boy and girl are talking
New words, that only they can share in
New words, a love so strong it tears their hearts
To sleep through the fleeting hours of morning

“Ήταν μηδαμινές οι θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθούσα μικρός. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, μια επιθεώρηση που είχα πάει με τους γονείς μου, έπαιζε ο Σωτήρης Μουστάκας. Μία άλλη παράσταση που μας είχαν πάει με το σχολείο και δεν θυμάμαι…Όπως καταλαβαίνεις, ως παιδί, δεν είχα επαφή με αυτό που λέμε Τέχνη και θέατρο. Το μικρόβιο μπήκε όταν μπήκα στη Σχολή Λογιστών και “έμπλεξα” με μία παρέα που- ουσιαστικά- με μύησαν στο κόσμο του θεάτρου, βλέποντας πολλές παραστάσεις. Έτσι, μου κινήθηκε το ενδιαφέρον και η περιέργεια να καταλάβω τί γίνεται πίσω από αυτό το αποτέλεσμα που βλέπουμε. Έκανα προετοιμασία- σχεδόν “στη πλάκα”- πέρασα, μπήκα με άγνοια κινδύνου, με τη πρώτη, στο “Τέχνης” του Κουν. Μέχρι να μπω στη Σχολή ήμουν αδαής, δεν είχα καμία επαφή με το αντικείμενο. Ήθελα απλά να μάθω, να καταλάβω. Το καλό στην Σχολή του Τέχνης, είναι πως- παράλληλα, παίζαμε σε παραστάσεις. Έτσι, άρχισα να μαγεύομαι”.

Love is careless in its choosing
Sweeping over cross and baby
Love descends on those defenseless
Idiot love will spark the fusion
Inspirations have I none
Just to touch the flaming dove
All I have is my love of love
And love is not loving

“Όποιον και να ρωτήσεις από το έτος μου στη Σχολή, νομίζω, όλοι θα σου πουν πως ο δάσκαλος που μας άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του, με τη διδασκαλία, ήταν ο Δημήτρης Οικονόμου. Ήταν αρκετά πρωτοπόρος για την εποχή του, είχε μια μεθοδολογία που μας μάθαινε με σωματικές ασκήσεις. Εμείς, μέχρι τότε ξέραμε, πως απλά παίρνουμε ένα κείμενο και προσπαθούμε να το παίξουμε. Ο Δημήτρης είχε μία μέθοδο που το πήγαινε πιο βαθιά, πιο “ψαχτά”. Ήταν μεγάλη εμπειρία, η συνεργασία μαζί του”.

“Για την γνωριμία μου με τον Τερζόπουλο….Η -επίσης- αγαπημένη μου καθηγήτρια, Πέπη Οικονομοπούλου, με ενημέρωσε- όπως και πολλούς συμμαθητές μου- πως ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ψάχνει κόσμο. Με είδε, με ξαναείδε, φαντάσου ξεκίνησα πρόβες, μετά από έναν μήνα δοκιμαστικών. Από τη πρώτη-δεύτερη εβδομάδα, μου είπε “εσύ θα μείνεις εδώ” και θα κάνουμε αρκετά πράγματα. Κάθισα πέντε συνεχόμενα χρόνια μαζί του και από τότε μέχρι και σήμερα – μου έχει πει για μια συνεργασία το μεθεπόμενο καλοκαίρι- συνεχίζουμε και πραγματικά, τον θεωρώ με το χέρι στη καρδιά, θεατρικό μου “πατέρα”. Πω…με ρωτάς που το περσινό καλοκαίρι παρακολούθησα ως θεατής στην Επίδαυρο, την “Ορέστεια” που δημιούργησε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, για το Εθνικό Θέατρο…αυτή είναι μια “πονεμένη” μου στιγμή, γιατί μου είχε κάνει τη πρόταση για το ρόλο του “Αγαμέμνονα” και ενώ- αρχικά- το συμφωνήσαμε, εκείνο το διάστημα είχα τα γυρίσματα του “Προξενιού της Ιουλίας”, τις παραστάσεις της “Φιλουμένας Μαρτουράνο”, όλα μαζί μέχρι τέλη Μάη, ενώ ο Τερζόπουλος ήθελε να ξεκινήσουμε πρόβες από 1η Γενάρη, οπότε, ήταν ανθρωπίνως αδύνατο, να τα συνδυάσω. Με μεγάλη πίκρα και “βαριά” καρδιά του είπα ότι δεν θα τα καταφέρω. Και εκείνος στεναχωρέθηκε, αλλά αγαπιόμαστε πάρα πολύ….κατάλαβε πως είχε το πράγμα και μου είπε “ελπίζω να τα καταφέρουμε σε μια επόμενη στιγμή” και αυτό το διάστημα το συζητάμε, για μια επόμενη συνεργασία”.

“Το καλοκαίρι που έρχεται θα είμαι στην “Αντιγόνη” του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, όπου θα ερμηνεύσω το ρόλο του “Κρέοντα”. Όταν αναμετριέσαι με τέτοια έργα, μόνος όφελος έχεις, ανεξαρτήτου αποτελέσματος. Είναι σπουδαία υπόθεση, να παίζεις τέτοια κείμενα. Το 1/10 να καταλάβεις από το σύμπαν τέτοιων κειμένων, είναι τεράστιο κέρδος. Επειδή με ρωτάς…μου αρέσει να κάνω “σλάλομ” στα είδη και τους χώρους του ελληνικού θεάτρου. Από Αλέξανδρο Ρήγα και Σταμάτη Φασουλή στις μεγάλες πλατείες θεάτρου , λίγο πριν το covid στο υπόγειο του θεάτρου Τέχνης σε μια μικρή παραγωγή, σε μια άλλη συνθήκη. Ναι…πέρασα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, σε δύο θιάσους, στον Θεόδωρο Τερζόπουλο και στον Στάθη Λιβαθινό, από πέντε χρόνια στον καθένα. Μετά από αυτή τη δεκαετία, ξεκίνησα τηλεόραση με το “Σόι σου”, και ήθελα πλέον να δοκιμαστώ σε διαφορετικά είδη θεάτρου, σε πράγματα που είναι τελείως αντίθετα, μα κερδίζεις. Να τσαλαβουτάς και να προσπαθείς να κατανοήσεις πράγματα και κόσμο στο θέατρο, είναι κάτι που με ενδιαφέρει. Πολλές φορές, έχω φάει και τα μούτρα μου. Όταν δεν έχεις επιμονή και πίστη σε ένα συγκεκριμένο είδος για πολλά χρόνια, το- απλά να το δοκιμάσεις- είναι και λίγο μια “τάση αυτοκτονίας”. Δεν σημαίνει ότι σε όλα είμαστε καλοί. Μα, είναι στη φύση της δουλειάς του ηθοποιού, όλα να τα δοκιμάζουμε. Είμαι υπέρ της δοκιμής”…

“Αγαπημένες μου θεατρικές παραστάσεις, για δικούς μου προσωπικούς λόγους;…Σίγουρα, οι “Πέρσες” του Τερζόπουλου για πρώτη φορά στην Επίδαυρο. “Ο Βασιλιάς Ληρ” σε σκηνοθεσία Λιβαθινού, ήταν η πρώτη μας συνεργασία- όπου ήθελα πάρα πολύ να δοκιμάσω αυτό το είδος με τους αυτοσχεδιασμούς, με όλη αυτή την εμβάθυνση. Η Θεσσαλονίκη ήταν από τις πιο ωραίες μου στιγμές, αυτός ο ένας χρόνος εδώ. Θα σου πω τις “Μάγισσες της Σμύρνης” στο μεγαλύτερο θέατρο της Αθήνας, να παίζεις κάθε βράδυ 100 sold out παραστάσεις. Ήταν πολύ ιδιαίτερο, με τον εξαιρετικό σκηνοθέτη, τον Σταμάτη Φασουλή. Νιώθω πολύ τυχερός που έχω κάνει στο θέατρο, όλα όσα έχω κάνει. Ξέρω συναδέλφους μου, πολύ περισσότερο ταλαντούχους από μένα, που δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Και που δεν έχουν καταφέρει να κάνουν, όλα όσα θα ήθελαν”.

Soul love, the priest that tastes the word and
Told of love, and how my God on high is
All love, though reaching up my loneliness evolves
By the blindness that surrounds him

“Με ρωτάς για το πως διαχειρίζομαι, σε αυτό το “σλάλομ” θεατρικών συνεργασιών, συμπεριφορές και ιδιοτροπίες σκηνοθετών ή λαοφιλών συναδέλφων ηθοποιών που το “παίζουν” σταρ και εκτός σκηνής….Θα είμαι ειλικρινής. Τα πρώτα χρόνια δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό. Όσο περνάνε τα χρόνια, αυτά γίνονται και πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Τώρα πια, είμαι σε μία φάση που- όταν αντιλαμβάνομαι περίεργες συμπεριφορές προς τρίτους και να είμαι παρών- από μια ηλικία και μετά, όταν είσαι σε μια δουλειά, με έναν τρόπο “ηγείσαι”- τότε, εκεί δεν βάζω καθόλου νερό στο κρασί μου και προσπαθώ να το λύσω, με όποιο τρόπο μπορώ, προς όφελος πάντα του αδύναμου. Η γενιά μου πέρασε από πολλές διαφορετικές καταστάσεις και η αλήθεια είναι πως- μετά τον covid- ο χώρος μας έχει αρχίσει να “καθαρίζει”. Μακάρι όλο αυτό, να “καθαρίσει” και άλλους χώρους”.

“Τις γιορτές κάθισα στη τηλεόραση και είδα αποσπασματικά τη ταινία “Άκου, ποιος μιλάει”… τί έχω να θυμάμαι, από τότε; Είχα πολύ και απερίγραπτο άγχος, να τα καταφέρω. Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι παραγωγός μιας ταινίας, χωρίς λεφτά στη τσέπη σου. Να κάνεις τρομερές θυσίες, οι φίλοι σου να σου κάνουν τεράστιες χάρες και να βγάζεις 75 λεπτά ταινίας. Στο φινάλε της ταινίας ήμουν τρομερά περήφανος, μα στη διάρκεια της διαδικασίας, ήμουν τρομερά αγχωμένος. Νομίζω πως, δύσκολα θα έμπαινα στη διαδικασία να ξανακάνω κάτι τέτοιο”…

“Στις πρεμιέρες των παραστάσεων, έχω πάντα άγχος. Αυτό δεν φεύγει ποτέ! Όσο σίγουρος και να είσαι, κάνεις 5-6 μήνες πρόβα, ε- όταν έρχεται η πρεμιέρα, τρέμεις σαν το ψάρι πάνω στη σκηνή. Το κρύβω, το καταφέρνω και προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου, όσο καλύτερα μπορώ. Εγώ το ευχαριστιέμαι, από τη δεύτερη μέρα και μετά….Στη τηλεόραση, μέσα σε μια δεκαετία, εγώ έκανα μόνο δύο δουλειές: “To σόι σου” και “Τα καλύτερα μας χρόνια”.  Ήταν δύο- ας πούμε- παρεμφερείς κωμωδίες και έπειτα θέλησα να δοκιμαστώ σε άλλα πράγματα. Όπως στο θέατρο, έτσι και στη τηλεόραση, σλάλομ. Γι αυτό, πέρυσι έκανα το “Προξενιό της Ιουλίας” και φέτος τη “Μάγισσα”. Θέλω να το πηγαίνω, από εδώ και πέρα, “μία έτσι, μία αλλιώς”. Θεωρώ πως μόνο με αυτό το τρόπο έχει νόημα το επάγγελμά μας. Αν επαναπαύεσαι στις ευκολίες σου, καλύτερα να πας σε μια άλλη δουλειά γραφείου. Η δική μας η δουλειά είναι να “ξεκουνιόμαστε”, όχι να καθόμαστε. Μου αρέσει αυτό το ξεβόλεμα. Η “Μάγισσα” φέτος, είναι μια τρομερή εμπειρία για μένα, με το Λευτέρη Χαρίτο στη σκηνοθεσία. Για τους τηλεθεατές ξεκινάει ο δεύτερος κύκλος επεισοδίων, αυτή τη Κυριακή. Το να παίζεις δίπλα στη Μαρία Κίτσου και ο Λευτέρης να σε σκηνοθετεί, είναι μεγάλο παράσημο. Θεωρώ, πως η “Μάγισσα” άξιζε πολλά περισσότερα, γιατί τα νούμερα τηλεθέασης- γενικά- είναι ένα σκληρό πράγμα και θεωρώ πως μπορεί να πάρει την αξία που της αξίζει, αργότερα. Η πόλη, εδώ;…Η Θεσσαλονίκη είναι για μένα μια από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής μου. Έμεινα από τον Οκτώβρη του 2008, έως τον Οκτώβρη του 2009, λόγω δουλειάς στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Πέρασα υπέροχα, όπως και φέτος περνάω φανταστικά. Κάναμε και γιορτές, εδώ, οικογενειακά!”

“Τελευταία ερώτηση….Δημήτρης Ήμελλος….με τον Δημήτρη ήμουν μαζί στον “Ηλίθιο”, στον “Ερωτόκριτο” και στο τηλεοπτικό “Δέκα”. Με τον Δημήτρη είμασταν μαζί στο ίδιο καμαρίνι, για ένα χρόνο. Ο Δημήτρης, ακόμη και όταν δεν δίδασκε, δίδασκε. Ακόμα και στο καμαρίνι να ήσουν πλάι του, μάθαινες πράγματα για την Τέχνη σου. Πράγματα που δεν είχες ανακαλύψει. Για μένα, χωρίς να είμαι υπερβολικός, νομίζω ότι ήταν ένας εκ των τριών μεγαλύτερων ηθοποιών που είχαμε- όχι της γενιάς του- αλλά, γενικότερα. Γιατί αυτό το “της γενιάς του”, λίγο το μικραίνει. Ήταν σπουδαίος. Ήταν στη λίστα μου, ο Νo1. Ήταν δάσκαλος σε όλα του….από το τρόπο που ζούσε και που βίωνε τη πραγματικότητα”.