Την Πέμπτη εννοείται πως θα βάψω κόκκινα τα αυγά, να έχω να κάνω κόντρες στο τραπέζι. Δυο- τρία θα χρειαστώ βέβαια. Για τους δυο γείτονες, που ξέμειναν κι αυτοί πίσω, που έμειναν μόνοι τους μακριά από τις οικογένειές τους. Αλλά κι αυτοί άλλωστε, οικογένεια δε θεωρούνται; Ξέρω, θα μου πεις ότι είναι μεγάλη λέξη, και βαριά. Κι όμως. Όταν είσαι μόνος, μακριά, οικογένειά σου γίνονται όσοι σε νιώθουν, όσοι σε καταλαβαίνουν. Είναι αυτοί που μοιράζονται το φαγητό τους μαζί σου. Που ξενυχτάνε σπίτι σου γιατί ο πυρετός σου δεν πέφτει. Που αν ακούσεις θόρυβο έξω από την πόρτα, αυτούς θα πάρεις για να σε ηρεμήσουν.
Γι΄ αυτούς λοιπόν- και για μένα- θα τα κάνω όλα. Θα τους περιποιηθώ γιατί ξέρω πώς νιώθουν κι εκείνοι, μα και γιατί δε θέλω να μου λείψουν πολλά εκείνη τη μέρα. Θα έχω μαζί μου τις μυρωδιές από το σπίτι μου, από τους δικούς μου, κι ας τους βλέπω από οθόνες. Θα ακούσω τις φωνές τους, θα δω τα πρόσωπά τους, κι ελπίζω να μη λυγίσω και τους στενοχωρήσω. “Όλα καλά”, θα τους πω, όπως πάντα. Και μόλις η βιντεοκλήση τελειώσει, θα μοιραστώ το φαγητό μου με φροντίδα κι αγάπη, όπως κάνουν οι οικογένειες. Θα βάλω μουσική γιορτινή, θα πιω κρασί, θα ευχηθώ και -νομίζω- πως φέτος ξέρω ποια θα’ ναι η ευχή όλων.
“Του χρόνου να μη λείπει κανείς.
Του χρόνου να μη μας λείπει κανείς”.