at a glance
Top

φθινοπώριασε

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου

μυστήρια πλάσματα

Φθινοπώριασε. Ο ήλιος κρύβεται όλο και πιο συχνά. Τα σύννεφα μεταμορφώνονται σε ό, τι φοβάσαι. Οι σκιές χορεύουν ασταμάτητα. Η νύχτα έρχεται πιο γρήγορα πια. Κι εσύ έχεις πιο πολλές ώρες για να σκέφτεσαι. Τα φύλλα σκεπάζουν τους δρόμους. Μουντά, γήινα χρώματα παντού. Κι όταν βρέχει, όλα φαίνονται πιο γκρίζα. Φυσάει και κλείνεις τα μάτια για να μην κλάψεις. Μα αλήθεια τώρα, η σκόνη σου φταίει και δάκρυσες; Μαζεμένα τραπεζάκια, κλειστές αυλές, βεράντες με νάιλον. Στα παρτέρια έχει μείνει μόνο το χώμα, για να θυμίζει ότι κάτι άνθιζε εκεί. Τα κοιτάς και προς στιγμήν νομίζεις ότι ζεις την πιο άσχημη εποχή του χρόνου. Αναπολείς χρώματα, αρώματα…

Κλείσε τα μάτια και μύρισε…

Υγρό χώμα. Βρεγμένα φύλλα. Βροχή.

Η μυρωδιά του λιμανιού.

Κανέλα. Η μηλόπιτα της μαμάς.

Βανίλια και πορτοκάλι. Τα πρώτα κέικ, για να πάρεις στο σχολείο, θυμάσαι;

Κάστανα. Κι αμέσως γεμίζει γλύκα το στόμα σου.

Γαρίφαλο και τζίντζερ. Του κυρ- Μανόλη το σαλέπι, στη γωνία.

Μανταρίνι. Θυμάσαι να πετάς τις φλούδες στη φωτιά και να μοσχοβολά όλο το σπίτι. Και η μυρωδιά του δε λέει να φύγει από τα δάχτυλά σου.

Η μυρωδιά του καπνού. Καμένο ξύλο. Σόμπες και τζάκια. Έχει ψύχρα τα βράδια. Και υγρασία.

Τσάι του βουνού και χαμομήλι και φασκόμηλο. Τα πρώτα ζεστά ροφήματα. Και ξαφνικά νιώθεις τα χέρια σου ζεστά, σα να κρατάς μια κούπα αγκαλιά.

Λεβάντα. Τη βρήκες κρυμμένη στη ντουλάπα, τώρα που κατέβασες τα μάλλινα.

Σοκολάτα. Ζεστή και υγρή. Θυμάσαι που την έπινε και άφηνε μουστάκι για να σε κάνει να γελάσεις. Γελάς.

Το άρωμά του στη μύτη σου. Λογικό. Αφού πάλι φοράς το κασκόλ του και το σηκώνεις ψηλά, για να φαίνονται μόνο τα μάτια σου.

Τόσα αρώματα, κι εσύ κάθεσαι και νοσταλγείς ζεστές ακρογιαλιές και γιασεμί. Και μετράς αντίστροφα για τα Χριστούγεννα, για την άδεια, για την άνοιξη, για το επόμενο καλοκαίρι. Και χάνεις τόσες μυρωδιές, τόσες στιγμές, τόση ζωή. Με τη ζωή στην αναβολή, περνάει ο χρόνος κι ξαφνικά αναρωτιέσαι πού πήγε.

Σήκω. Μύρισε. Ζήσε. Φθινοπώριασε. Και είναι ωραία.