κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης
κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης
Μόνος ξυρίστηκε. Ακόμη τα καταφέρνει. Αφήνει, βέβαια, άθελα του, κάποιες τουφίτσες γένια κοντά στο σαγόνι του, κι εκεί κοντά στις φαβορίτες του. Ε, και; Ρίχνει μια χούφτα οινόπνευμα μετά και τσουρουφλίζεται. Έπειτα κολλάει μικρά κομμάτια χαρτί υγείας πάνω στις χαρακιές που στάζουν αίμα από το άστατο χέρι του και το άσπλαχνο κίτρινο Bic του. Καμαρώνει λίγο μπρος μας για την επιτυχία την μεγάλη του κι εγώ υποκλίνομαι στο μεγαλείο του.
Ακόμη έχει τις αναλαμπές του. Ευτυχώς. Μέσα στο ολοκληρωτικό χάσιμο που του ξημερώνει, τις ψάχνω με λαχτάρα. Θέλω να είμαι εκεί. Κοντά του. Μη χάσω λέξη του σωστή. Οριζόντια να ‘ναι, καθαρή και ταυτισμένη με τον χαρακτήρα του. Και ξάφνου, άρχισε να μιλάει σε κάποιον. Το βλέμμα του στράφηκε πάνω μου μα δεν κοιτούσε εμένα. Βεβαία, είμαι. Έμπαινα μέσα από την κόρη του ματιού του, έγλειφα την ίριδά του κι έφτανα στον φακό, κι έπειτα έκανα μια ολοκληρωμένη τούμπα στον αμφιβληστροειδή του μέσα πλατσουρίζοντας για εγκέφαλο. Ακριβώς εκεί γεννήθηκε μια άλλη εικόνα που τον έκανε να μιλάει δίχως κομπιάσματα, αναστολές, δεύτερες σκέψεις. Με διαπέρασε, κι αφότου προσπέρασε πόρτες κι εξώπορτες, δρόμους χωμάτινους και μονοπάτια χίλια, κάπου στο χωροχρόνο την συνάντησε. Μιλούσε σ’ εκείνη πια, και σίγουρα αυτή δεν ήταν η γιαγιά μου και γυναίκα του. Τα μάτια του μεγάλωσαν και γλύκαιναν κι άλλο, και κάθε του πρόταση ήταν λουκούμια της νιότης και του έρωτα…
‘’ Να, δυο δρόμοι μείνανε και φτάσαμε. Το βλέπεις ‘κείνο το δεντρί που ξεχωρίζει. Να, μέχρι εκεί θα πάμε, καλή μου. Έχε μου ‘μπιστοσύνη. Μέχρι τον πλάτανο μονάχα.’’
Και λέει, ότι άντεξαν και πήγαν. Φτάσανε χέρι χέρι ως εκεί, μακριά πολύ από τα αυστηρά τα βλέμματα των γονιών της και του κυρ Αρχέλαου του γείτονά της, που κάτι τέτοια ούτε τα επέτρεπε μήτε τα προσπερνούσε εύκολα. Κι εκείνος έτρεξε πρώτος μέχρι την μεγάλη κουφάλα του πλάτανου να δει αν όλα ήταν στη σειρά όπως τα προετοίμασε μιαν ώρα πριν. Και γύρισε ξανά σ’ αυτήν μισαλαφιασμένος, της έκλεισε τα μάτια με το με το καρώ μαντήλι του και την οδήγησε ως εκεί, περίμενε της είπε. Ο ήλιος έπλενε το δέρμα της, τα μαλλιά της -μα τί μαλλιά!- να ρίχνονται στο φτωχικό της φόρεμα από πίσω και σαν καλοσιδερωμένες κουρτίνες- νοικοκυράς από τις λίγες- να γλείφουν τους ώμους της. Στα χείλη της κρύβονταν δυο λέξεις πίσω ακριβώς απ’ το ανοιχτό πορτόφυλλο τους που, ίσαμε τώρα, δε λευτερώθηκαν ποτέ. Τι κρίμα!
Της τράβηξε το μαντήλι απαλά. ‘’Άνοιξ’ τα μάτια σου. Όλα για σένα, όλα δικά σου. Αυτές οι καμπανούλες είναι μαζεμένες μία μία. Τις παπαρούνες τις έκοψα πριν από λίγο γιατί θα μου μαραίνονταν, κι όλα τ’ άλλα απ’ το άγριο χάραμα.’’
Και είχε γεμίσει μόνος του ολόκληρη την κουφάλα του γεροπλάτανου, μ’ αγριολούλουδα και προύνα, κεράσια και βατόμουρα . Μέχρι τα τρία μέτρα μπόι. Πωπω χαρές που κάνανε και οι δυο τους. Και την στροβίλισε σε δυο σύννεφα κοντά και φώναξε ως τον Όλυμπο,
σ’ α γ α π ώ.
Και το μόνο που τα δυο του μάτια ευγενικά της γύρεψαν, ήταν ένα φιλί. Το πρώτο τους!
‘’Σ’ α γ α π ώ’’ είπε μπρος μου, μέσα σ’ αλαφιασμένο παραμιλητό κρατώντας το χέρι το δικό μου, τώρα. Του χάιδεψα τ’ οστεωμένο χέρι του κι εγώ απαλά. Φορές πολλές.
Ε, το λοιπόν, αυτά κρατάει στα στήθη του βαθιά και στο μυαλό του μέσα κι ακόμη μπορεί και μας χαμογελά -μ’ ένα μικρούλι δάκρυ, βιζιταδόρο Αρμένη- ίσαμε εβδομήντα χρόνια από ΄κείνη την ημέρα. Απ’ τα δεκάξι του ως εδώ. Σε όνειρο ή σε στιγμές αλήθειας. Ποιός διακρίνει τα όρια από τη μια, κι από την άλλη, ποιόν άραγε ενδιαφέρει!
Ερχόμαστε από το παρελθόν μας, μου εκμυστηρεύτηκε καιρούς πιο πίσω, και ό,τι είμαστε σήμερα είναι χτισμένο από εκείνα τα υλικά των παιδικών μας χρόνων.
Και δίκιο και σοφό.