at a glance
Top

Στην παράσταση “Καφενείον “Η Ελπίς””

κείμενο | παναγιώτης κόκκαλης */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

έναν ελληνικό

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα μυστικό!

Σε μία βραδινή βόλτα μου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, περιδιαβαίνοντας ανάμεσα στα σκοτάδια των ημέρων και το τραύμα μίας ασίγαστης αίσθησης αδικίας που αποτυπώνεται πια και στην πόλη, ανακάλυψα την Ελπίδα!

Εκεί, στις αρχές της Ολύμπου, όπου ο χρόνος πάντοτε έμοιαζε άλλοτε να κοντοστέκεται κι άλλοτε να τρέχει, υπάρχει μία παρέα που σε παίρνει γλυκά από το χέρι για να σε μεταφέρει σε μία εποχή που – με κάποιο μαγικό τρόπο – μας συνδέει όλους, χαρίζοντάς σου το πιο όμορφο και πολύτιμο διάλειμμα από την καθημερινότητά σου γεμάτο με τραγούδι και γέλιο.

Ο λόγος για την παράσταση με τίτλο «Καφενείον “Η Ελπίς”», το οποίο έχει εγκατασταθεί στο Studio NOVAN και μας ταξιδεύει στην Ελλάδα της δεκαετίας του 60’.

Μίας Ελλάδας πληγωμένης μα και αισιόδοξης, οικείας μα και κάπως ξένης, γεμάτη αντιθέσεις που καλείται να υπερκεράσει  ή να συγκεράσει στο δρόμο προς την ανάπτυξη που της έχουν υποσχεθεί. Σαν σε σκηνικό που ξεπήδησε από αγαπημένη, ελληνική ταινία και υπό τους ήχους γνώριμων τραγουδιών που σίγουρα θα σιγοψυθιρίσετε, παρακολουθούμε την ιστορία του καφενείου που αποτελεί τον ζωτικό πυρήνα της τοπικής αυτής κοινωνίας και συνδετικό κρίκο των προσώπων της παράστασης. Ο κυρ-Βαγγέλης, ιδιοκτήτης του καφενείου, εγκαταλείπει τα εγκόσμια, βυθίζοντας τη γειτονιά στην σιωπή. Η κόρη του, φύσει αντισυμβατική, απουσιάζει εδώ και χρόνια ακολουθώντας το όνειρό της να γίνει  ηθοποιός, ή μάλλον αρτίστα. Με την επιστροφή της, οι ισορροπίες της αγίας, ελληνικής κοινωνίας διαταράσσονται, όμως μέσα από μία σειρά κωμικοτραγικών καταστάσεων η αλήθεια αποκαθίσταται, οι άμυνες πέφτουν και η γειτονιά ενώνεται για να στηρίξει την Μάρω που αποφασίζει, κόντρα και πάλι σε κάθε στερεότυπο, να ανοίξει ξανά το καφενείο του πατέρα της. Κάπου εκεί καραδοκεί, φυσικά, και ο έρωτας ο οποίος ως άλλος από μηχανής θεός θα δώσει τις αναγκαίες λύσεις, ζητώντας ως μοναδικό αντάλλαγμα μία λέξη…. αυτή τη μόνη λέξη.

Η παράσταση αποτελεί πρωτότυπο δημιούργημα της συγγραφέως και σκηνοθέτιδος Λένας Πετροπούλου, η οποία έχει καταφέρει να παράξει μία γνήσια κωμωδία που δεν μιμείται, μήτε επιχειρεί αλλά είναι. Σπαρταριστοί διάλογοι, κωμικά ευτράπελα και άψογα εναλλασσόμενες εικόνες  κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον σε μία παράσταση που δεν περισσεύει ούτε λεπτό. Ψυχογραφεί άρτια τους χαρακτήρες της και αναδεικνύει αριστοτεχνικά τα βασικά τους στοιχεία, δίχως να υποπέφτει στιγμή στην παγίδα της εύκολης «αναμάσησης» ακραία στερεοτυπικών συμπεριφορών και δημιουργίας καρικατούρων. Τα λιτά μα όμορφα σκηνικά βοηθούν στην εμπέδωση του κλίματος της παρέας, ήδη από την είσοδο στο χώρο, ενώ, ως άλλος μαέστρος, η διαχείριση των – ομολογουμένως πολύ ταλαντούχων – ηθοποιών της ομάδας οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα που θα ζήλευαν πολλές, μεγάλες παραγωγές. Η κωμωδία δεν είναι απλώς διασκέδαση, αλλά ψυχαγωγία και η Λένα Πετροπούλου φαίνεται να το ξέρει πολύ καλά αυτό, καθώς επιτυγχάνει, μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ξέφρενων γέλιων, συγκίνησης και μίας αίσθησης ξεχασμένου ρομαντισμού που έχει δημιουργήσει, να καυτηριάσει τον καθωσπρεπισμό της ελληνικής κοινωνίας, να υποδείξει τα κακώς κείμενα και να «συζητήσει» για τη γυναικεία χειραφέτηση.

Το κείμενο, βεβαίως, στην προκειμένη περίπτωση είχε την τύχη να μεταφερθεί ενώπιόν μας, από υπέροχους ηθοποιούς. 7 ταλαντούχοι άνθρωποι παρόντες, ψυχή τε και σώματι, επί της σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης που ανέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο τους χαρακτήρες που υποδύονταν.  Με κίνηση και λόγο, αρμονικά συνδεδεμένα, κατάφεραν όχι απλά να αποδώσουν διαλόγους και νοήματα, αλλά να μας χαρίσουν μία απολαυστική εμπειρία και να μας καταστήσουν μέρος της παρέας που έχουν δημιουργήσει.

Η παράσταση δεν θα ήταν ίδια, δίχως τη μουσική. Το μουσικό στοιχείο είναι τόσο οργανικά και αβίαστα δεμένο με το κείμενο, που δίχως αυτό, το τελευταίο θα έμοιαζε ανολοκλήρωτο. Αξίζει να αναφερθεί κανείς στους δύο εκπληκτικούς μουσικούς που, επίσης παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και αρμονικά ενσωματωμένοι στη θεατρική δράση, «έντυσαν» με τις νότες του την παράσταση και συνόδευσαν τις φωνές των ηθοποιών σε τραγούδια γνώριμα και αγαπημένα. Και τι φωνές, Θεέ μου!

Η παράσταση αυτή μας υπόσχεται «ανάταση και γλύκα ψυχική σε μία βραδιά όπου το κοινό και ο θίασος γίνονται μια παρέα». Και να είστε βέβαιοι πως τούτη η ομάδα κρατά τις υποσχέσεις της. Προσωπικά, το τέλος της με βρήκε με ένα χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπο και ένα απόλυτο αίσθημα ξεγνοιασιάς να σιγοτραγουδώ «να το πάρεις το κορίτσι». Κάπου εκεί, στην Κοκκινιά της δεκαετίας του ‘60. Καλή θέαση!