κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης
κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης
-Γιαγιά, είναι όμορφη η Ελλάδα;
-Η πιο όμορφη του κόσμου, κόρη μ’.
-Γιαγιά… ο ουρανός της έχει κι αυτός γαλάζιο χρώμα όπως εδώ;
– Αχ, εκεί είναι… είναι… Σα να τον έκοψε κάποιος στα δυο και πήρε και του ‘ριξε μέσα όλη τη Μεσόγειο. Να, σαν τα μάτια σου!
– Η θάλασσα; Η θάλασσα είναι άγρια όπως εδώ, γιαγιά; Πες μου, πως είναι;
-Στην πατρίδα μας, η θάλασσα μυρίζει Αιγαίο και Ιόνιο. Να, όπως μυρίζει η ανάσα σου!
-Γιαγιά μου… και οι άνθρωποι; Ο αδερφός σου, ο παππούς ο Χρήστος δηλαδή, είναι κι αυτός καλός σαν εσένα; Η αδερφούλα σου η Ξένια, κι αυτή σαν εσάς καλή;
-Από εμένα χίλιες φορές καλύτεροι κι οι δυο τους, κόρη μ’.
-Έλα γιαγιά, λες ψέματα! Δεν υπάρχει κανείς σαν εσένα. Κανείς! Άκου με κι εμένα μια φορά. Κανείς!
Ύστερα πήρε η γιαγιά και την σκέπασε ως τον τρυφερό της λαιμό και ζάρωσε μαζί της. Μια τελευταία νύχτα στα χέρια του Δεκέμβρη τους έμενε να ζήσουν ως ξένοι. Ως Πολωνοί. Στο ίδιο βαγόνι που ήταν τώρα θα ξημερώνονταν και πάλι Έλληνες. Ένα βαγόνι θα ‘ ταν αυτό που θα τους ξαναβάφτιζε Έλληνες. Ένα καράβι ήταν κάποτε που τους πήρε τη μισή ζωή τους. Κι ένα μικρό βαγόνι, τώρα, θα ‘τανε ο νονός που θα τους την ξανάκανε δώρο. Τι σκέψεις, θε’ μου.
Όπως και να ΄χε θα περνούσε. Μια νύχτα μόνο ήταν κι ας ήταν χειμωνιάτικη. Κι ας ήταν παγερή. Θα περνούσε. Κι ας χτυπούσε η καρδιά της σα κακοκουρδισμένο όργανο. Φάλτση ζωή, φάλτση καρδιά. Μα τί την έπιασε βραδιάτικα; Όλα τα χάπια της τα πήρε. Μα τί την έπιασε! Αλλά δεν είχε κάνει και λίγα όλη μέρα. Έβαλε γιους και νυφαδιά και στρίμωξαν όλοι τους τη ζωή σε τέσσερις βαλίτσες. Πώς να χωρέσουνε τριάντα δύο χρόνια σε τέσσερις βαλίτσες, μου λες; Δεν έκλειναν έτσι εύκολα οι έρμες. Δεν γύριζαν τα φερμουάρ, και τα λουριά στριμώχνανε βίαια αναμνήσεις και ύλη. Αχταρμάς η φάλτση ζωή, η φάλτση της καρδιά. Τα χρόνια που πίσω δε γυρνάνε κι αν κάποτε γυρίζαν, ξανά ποτέ δε θα ‘ταν – δε θα ΄ναι το ίδιο. Ούτε, καν, κι εσύ ο ίδιος. Πολύ περισσότερο εσύ, ίσως… Μα έλα που δε γυρνάνε κιόλας. Να σου ‘διναν τα ρημάδια τα χρόνια, έστω μια δεύτερη ευκαιρία. Πού θα πήγαινε, όμως, θα ξημέρωνε. Θα ξημέρωνε Ελλάδα…
Κι όντως ξημέρωσε, Ελλάδα. Όντως, η γιαγιά είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο η γιαγιά. Μα τί γαλάζιο ήταν αυτό! Πάντα είχε δίκιο η γιαγιά. Τί γαλάζιο κατάπιε ο ουρανός ‘κείνη τη μέρα κι ας ήτανε Δεκέμβρης. Και κάπου προς μεσημέρι φτάσανε στο Σταθμό. Όχι μεσημέρι. Όχι, όχι. Σίγουρα κόντευε απόγευμα. Κι ανοίξανε οι πόρτες και η μικρή μύρισε και Αιγαίο και Ιόνιο μαζί. Ή έτσι νόμισε τουλάχιστον, γιατί η γιαγιά είχε πάντα δίκιο. Πάντα! Πήρε η μικρή τον κούκλο της στο χέρι σφιχτά και στάθηκε μπρος στο σκαλί του βαγονιού τους εκστασιασμένη μα και φοβισμένη. Αφέθηκε στην σίγουρη αγκαλιά του μπαμπά της. Είχε ένα κρύο. Μα ένα κρύο… Απ’ όλα είχε. Μόνο ένα πράμα έλειπε. Και ήταν μεγάλο. Ήταν αμάσητη μπουκιά, τόσο για την μικρή, τόσο για τους μεγάλους, μα πιο πολύ για τη γιαγιά.
Δεν τους περίμενε κανείς εκεί. Ούτε ο παππούς ο Χρήστος, ούτε η αδελφή της η Ξένια, μήτε τα παιδιά τους! Κι αν υπήρχε κάτι που πήρε μαζί της η γιαγιά όταν έφυγε για εκεί ψηλά, ήταν αυτή η γεύση της άρνησής τους. Κι αν υπήρχε κάτι που κουβαλάω κι εγώ για πάντα μέσα μου, είναι ότι για μια φορά, μόνο για μία, εγώ είχα δίκιο.
‘’Δεν υπάρχει κανείς σαν εσένα, γιαγιά. Κανείς!’’