at a glance
Top

Τείχη

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου

μυστήρια πλάσματα

Είναι φορές που θέλουμε να τρέξουμε μακριά από τα πάντα, να φύγουμε από το καθετί, να μείνουμε μόνοι, να μην ακούμε ούτε τις δικές μας φωνές. Μα η φυγή σαν λύση είναι ανέφικτη, μοιάζει ακατόρθωτη, κι εμείς, καρφωμένοι στο έδαφος, ανήμποροι για όποια άλλη αντίδραση , χτίζουμε οχυρό για να κρυφτούμε.

Κλεινόμαστε στα δικά μας τείχη για να χαθούμε από αυτό που μας βασανίζει, να ξεγλιστρήσουμε από αυτό που μας κυνηγά, από αυτό που γίνεται σκιά και μας ακολουθεί. Κλεινόμαστε και μένουμε ακίνητοι, σιωπηλοί, μήπως και ο φόβος σκορπίσει, μήπως μπερδευτεί και προσπεράσει, όπως όταν ήμασταν παιδιά και γινόμασταν αγάλματα κάτω από τα σκεπάσματα – σχεδόν δεν ανασαίναμε , λες και θα ξεγελούσαμε το μπαμπούλα και θα περνούσε χωρίς να μας δει, θα χάνονταν στη νύχτα.

Μερικές φορές σηκώνουμε τείχη ψηλά από ντροπή. Ντρεπόμαστε γι’ αυτό που είμαστε, για την αλήθεια μας, για αυτό το σκοτάδι της ψυχής μας που γεμίζει φως τα μάτια μας, ντρεπόμαστε για όσα νιώθουμε και δεν είναι “αποδεκτά”, “πρέποντα”, γιατί γκρεμίζουν τον “τέλειο εαυτό” που έχουμε πουλήσει φτηνά. Και ακριβά μαζί. Ντρεπόμαστε για άσχημες σκέψεις, “αμαρτωλά” συναισθήματα, για όλα αυτά που ούτε στους εαυτούς μας δεν επιτρέπουμε να παραδεχτούμε, πόσο μάλλον να τα δείξουμε στους άλλους και να εκτεθούμε… Έτσι κλεινόμαστε στο φρούριό μας και νιώθουμε ασφαλείς. Άλλη μια μέρα που σώσαμε την ατσαλάκωτη εικόνα μας. Αύριο πάλι βλέπουμε…

Άλλες φορές χτίζουμε τοίχους ψηλούς , για να μη βλέπουμε εμείς έξω. Να μη βλέπουμε το δύσκολο κι άσχημο κόσμο μας, νομίζοντας πως όταν κάτι δεν το βλέπουμε, εκείνο μαγικά παύει και να υπάρχει. Και κοιμόμαστε ήσυχοι για λίγο, μέχρι να μας ξυπνήσουν μια νύχτα οι κραυγές και τα ουρλιαχτά από έξω, και να μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Μέχρι να αρχίζουμε να ουρλιάζουμε κι εμείς.

Κι είναι κι αυτές οι φορές, που χτίζουμε φρούριο απόρθητο, μόνο και μόνο για να δούμε πραγματικά ποιός θα κάνει τα πάντα, ποιός είναι τόσο τρελός και λογικός μαζί, ποιός θα βρει τον τρόπο να γκρεμίσει τα τείχη τα ψηλά και άπιαστα, να τα κάνει χίλια κομμάτια, ή ακόμα καλύτερα, να βρει τις λέξεις για να μας πείσει να ανοίξουμε εμείς την πόρτα. Και κλειδωνόμαστε και περιμένουμε. Περιμένουμε και απαιτούμε. Κι όσο περιμένουμε, κι οι τοίχοι στέκουν εκεί, τόσο απογοητευόμαστε, και θυμώνουμε, ως γνήσιοι εγωιστές, γιατί φυσικά ξεχνάμε, πως κι αυτός που περιμένουμε να’ ρθει, είναι φυλακισμένος μες στα δικά του τείχη.