κείμενο | δημήτρης δάγκαλης */* φωτογραφίες | δημήτρης δάγκαλης
μίλα μόνος σου
Δεν το πιστεύω
Τι;
Δεν το πιστεύω, λέω.
Μίλα μου.
Δεν πιστεύω πως ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το «–ε» απ’ το «–αι».
«Έ» μου ακούγονται και τα δύο.
Την ενεργητική απ’ την παθητική φωνή εννοώ. Ένα ρημάδι β’ πληθυντικό, από ένα παθητικό τρίτο πρόσωπο… [Χαίρεται], στέλνει ο άλλος… ΠΟΙΟΣ χαίρεται;
Έλα μην τρελαίνεσαι, παίζει πολλή δυσλεξία.
Α, όχι. Δε γίνεται να μου ‘ρχεται μήνυμα πάνω στην κουβέντα
[«εν οίδα ότι ουδέν οίδα», έτσι γράφετε…].
Δε μπορεί να μου πετυχαίνεις τη ρήση που ο Πλάτωνας λέει ότι είπε κάποτε ο Σωκράτης, και να μου χάνεις το έρμο το «αλφαγιώτα» στις καθυστερήσεις του αγώνα… Τρελαίνομαι!
Και που να πιάσεις τα τριγενή και δικατάληκτα.
Επίτηδες το κάνεις;
…
Επίτηδες το κάνεις! Θες να μ’ εκνευρίσεις…
Ε δε θες και πολύ εσύ… είσαι πολύ …συνεπές! στο ραντεβού σου με τα νεύρα. Χαχαχαχ…
Ξέρεις αν πάθω ανεύρυσμα, μας σκοτώνω και τους δύο.
Σιγά εσύ… ευπαθή! Καλά το λέω;
Καλάμια και παλούκια.
Δηλαδή εσύ πάντα είσαι σίγουρος για τα «–α» και τα «–ε» και τα «–ι»;
Πάντα.
Ούτε μία φορά δε σου ‘χει ξεφύγει;
Ούτε μία.
Μια στιγμή δεν έχεις αναρωτηθεί έστω… ένα κόμπιασμα, κάτι; Μια μικρή αμφιβολία;
Όχι. Σ’ αυτά για κάποιο λόγο χτυπούσα «τατουάζ» απ’ το γράφω-και-μαθαίνω τα κοκκινάδια της δασκάλας και μου μείνανε. Την ίδια την Αμφιβολία δεν την έχω νικήσει ακόμα.
Παλεύεις;
Πολύ.
Αγωνίζεσαι;
Κάθε τόσο.
Είσαι ηλίθιος.
…
Μη με κοιτάς. Είσαι ηλίθιος.
Πώς μιλάς έτσι στο άλλο σου μισό;
Και λίγα του λέω. Και μη μου πας κόντρα γιατί το κοσμητικό που σου ‘ριξα ξέρω και πώς κλίνεται, και πώς εκφέρεται σε κάθε ώρα και μέρος και περίσταση. Την Αμφιβολία δεν την παλεύεις. Δεν την ανταγωνίζεσαι. Την παίρνεις απ’ το χέρι.
Πώς; Δεν ξέρω πώς.
Δεν ξέρεις;
Δεν ξέρω. Κι αυτό το «δεν ξέρω» μου μουδιάζει τα γόνατα. Όταν μπροστά ο δρόμος έχει διχάλα, με στροφές, και πρέπει να διαλέξω. Όταν έχω τον άλλον απέναντί μου, κι αυτό που λέει, τ’ ακούω, αλλά είναι στο χέρι μου να δω αν το πιστεύω. Αυτό που κάνει, να το ερμηνεύσω, όχι όπως θέλω, μα όπως αυτός μου στέλνει το μήνυμα.
Ωπα!
Τι έγινε;
Είπες «όπως θέλω».
Το είπα, και;
Πώς το θες;
…ποιο;
Το μήνυμα. Που σου στέλνει ο άλλος. Πώς το θες;
…δεν…
Ξέρεις;
Όχι.
Ξέρεις. Στην πραγματικότητα ξέρεις. Ξέρεις, «πώς το θες». Το θες «με παθητική και –αι». Όλα εντάξει. Το θες «με ενεργητική και –ε». Και πάλι όλα καλά. Δεν έχει σημασία πως σου ‘ρχεται γραμμένο, εσύ πώς θα το «διαβάσεις», εκεί κρύβεται όλο το ζουμί.
…λογικό.
Γι’ αυτό ειμ’ εδώ.
Και τόσο σίγουρος…
Νομίζεις. Αυτό που νιώθεις εσύ, με βοηθά τις περισσότερες φορές να δώσω πράσινο φως στη «σιγουριά».
Εγώ;.. Ό,τι λέει η καρδιά.
Την καρδιά να την αφήσεις ήσυχη. Αυτή το ρόλο της αντλίας τον κάνει άψογα. Άμα θες να τη βοηθήσεις κόψε σιγά σιγά τις πολλές σφολιάτες, που με το που δεις στρόγγυλη ζαμπονοκασερόπιτα, λιώνεις σαν Philadelphia πάνω σε ρυζογκοφρέτα.
Fitουκλα, μου ‘μαθες και τη ρυζογκοφρέτα…
Στο θέμα μας. Εμείς, εδώ πάνω χτίζουμε ή γκρεμίζουμε… στο δευτερόλεπτο. Εγώ κι εσύ τα κάνουμε «μαντάρα» όταν χαθούμε στη μετάφραση.
Δεν έχεις άδικο.
Άσε τα τριγενή και δικατάληκτα των άλλων στην ησυχία τους, λοιπόν…
Τ’ αφήνω. Τ’ αφήνω και πάω να γράψω μια φορά το ρήμα «θέλω». Σε όλους τους χρόνους. Να το μάθω πιο καλά…