at a glance
Top

Μπάμπης Μπατμανίδης

ψυχ-ανάγνωση - σοβαρά, τώρα;!

συνέντευξη | νίκη ζερβού */* φωτογραφίες | τάσος αγάπης + zissis + κωστής αργυριάδης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

To “Ας περιμένουν οι Γυναίκες!” είναι ένα case study  από μόνο του. Ποτέ άλλοτε, μία ταινία στην ελληνική κινηματογραφική ιστορία δεν απέκτησε τόσο φανατικό και πολύ ύστερο κοινό, όσο το αριστούργημα του Σταύρου Τσιώλη. Εν έτει 2024 και 26 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, συνεχίζει να γοητεύει και να επανατοποθετείτε στο σήμερα, όσο κανένα άλλο ίσως φιλμικό πόνημα. Ο Σταύρος Τσιώλης συνεχίζει να σαγηνεύει µε το έργο του και να κερδίζει συνεχώς ένα νέο κοινό έχοντας καταφέρει να κάνει έναν ιδιαίτερα άµεσο κινηµατογράφο, µε χιούµορ και πολιτική µατιά, χωρίς τη χρήση εύπεπτων και “βατών” µοτίβων. Η “λαϊκή” λυρικότητα, ο νεορεαλισµός της επαρχίας, η δύναµη της ντοπιολαλιάς ασκούν µέχρι σήµερα µια ιδιαίτερη γοητεία σε κινηµατογραφόφιλους και µη. Το σύνολο της εκπληκτικής μουσικής ανθολογίας που ακούγεται στην ταινία, θα ερμηνευτεί ζωντανά από την πολυμελή ορχήστρα Babis Batmanidis Co(m)pany, παράλληλα με την προβολή της ταινίας αναδεικνύοντας, με αυτόν τον τρόπο μια άλλη δυναμική των εικόνων της ταινίας, συστήνοντας παράλληλα στο κοινό μια πρωτότυπη θέαση που μετουσιώνεται σε μία μοναδική εμπειρία. Γι αυτά και όχι μόνο, ο Μπάμπης Μπατμανίδης είναι στο rejected!

 

Υπάρχει μια ιδιαίτερη γοητεία των ’90’s, την οποία νοσταλγούν ακόμη κι όσοι δεν την έχουν ζήσει. Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;

 

Ανέκαθεν, το ρετρό και το παρελθόν αποτελούσαν  ένα συναισθηματικό καταφύγιο για τους ανθρώπους, διότι η απόσταση της εποχής- πάντα- ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ιδίως σε μέρες μεγάλης επισφάλειας και ηθικής κατάρρευσης. Εν προκειμένω, έχει επικρατήσει η εσφαλμένη άποψη περί “Χρυσών Χρόνων” που οι έντονες διηγήσεις των ανθρώπων -που στην πραγματικότητα δεν έζησαν μέσα σε καμιά χλίδα- γοητεύουν και τις νεότερες γενιές.

 

Πώς πιστεύεις πως έχει επηρεάσει εκείνη η περίοδος το σήμερα; Πού υπάρχουν ακόμη «ζωντανά» κομμάτια της;

 

Νομίζω ότι αρκετά πράγματα εκείνης της εποχής πλέον δεν υφίστανται. Τολμώ να πω, ότι έχουμε ξεπεράσει και κάποιες παθογένειες. Ωστόσο, ένα αναλλοίωτο στοιχείο θα παραμένει παντοτινό και δεν είναι μόνο ίδιον των ’90’s, αλλά αποτελεί θεμέλιο στον τρόπο με τον οποίο δομήθηκε το νεοελληνικό κράτος. Αυτό των πολιτικών μικροεξαρτήσεων, των υποσχέσεων και των σχέσεων συμφέροντος που είναι ο βασικός άξονας του πολιτικού μας συστήματος. Και μάλιστα στην εποχή που ζούμε, οι κατέχοντας τα ηνία το έχουν εξελίξει με τόσο μαεστρικό τρόπο, που τύφλα να έχουν οι κοτζαμπάσηδες κι οι προύχοντες της εποχής πριν τον “εξευρωπαϊσμό μας. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι σε ένα θεωρητικό υπόβαθρο, “ανήκομεν εις την δύσιν”.

Γιατί πιστεύεις πως η ταινία «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» είναι τώρα πιο γνωστή απ’ ότι όταν βγήκε και συνεχίζει να αποκτά θαυμαστές;

 

Λόγω ίντερνετ είναι το ευκολάκι της υπόθεσης. Ωστόσο, υπάρχει κάτι μοναδικό που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό κι αυτό λέγεται αισθητική. Κι αυτό ακριβώς είναι το σινεμά του Σταύρου Τσιώλη. Οι χαρακτήρες, τα πλάνα, οι ατάκες έχουν μία καλλιεργημένη δομή, που ο κόσμος ασυνείδητα το εισπράττει και το αποδέχεται με μία ανεπαίσθητη ηπιότητα. Ταυτόχρονα, η ταινία αυτή εξακολουθεί να δίνει απαντήσεις, ακόμη και σε ζητήματα του σήμερα.

 

Ο ρόλος των γυναικών έρχεται σε δεύτερη μοίρα στην ταινία, πράγμα που δηλώνεται και από τον τίτλο, όπου οι γυναίκες παρουσιάζονται είτε σαν προβλήματα, είτε σαν υποκείμενα του πόθου είτε ως μητρικές φιγούρες. Πρόκειται, λοιπόν, για μια «αντρική» ταινία;

 

Δε νομίζω ότι πρόκειται για μία αντρική ταινία, ή ότι θα μπορούσαμε να της προσδώσουμε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό και διαχωρισμό. Οι γυναίκες είναι η κινητήριος δύναμη στο να εξελιχθεί η ιστορία. Είναι παρούσες, σε κάθε στιγμή. Και αν θεωρήσουμε ότι σε μια πρώτη ανάγνωση παρουσιάζονται ως “προβλήματᔨ, ε τότε τι να πούμε για τους άκρως προβληματικούς ανδρικούς χαρακτήρες…

Πώς πήρατε την απόφαση να κάνετε αυτήν την προβολή και live της ταινίας; Ποιανού ιδέα ήταν;

 

Η ιδέα ήταν του Λάζαρου Κωνσταντινίδη, του αείμνηστου καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ της Μονής Λαζαριστών. Ο Λάζαρος σκεφτόταν πάντα έξω από τις νόρμες, ανεξάρτητα από την θεσμική θέση που κατείχε και γι αυτό μας παρότρυνε να πραγματοποιήσουμε αυτό το εγχείρημα και σε μία ακόμη πιο δύσκολη εποχή (μνημόνια, capital controls, δημοψηφίσματα κ.λ.π.). Εξού και οι πρώτες απόπειρες είχαν γίνει στη Μονή και για όσους δεν γνωρίζουν επιχειρήσαμε τρεις φορές να το κάνουμε μετρώντας ισάριθμες αποτυχημένες προσπάθειες (γέλια) …Εν τέλει, τα καταφέραμε μετά από κάποιο καιρό στο WE, οπότε ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει

 

Ποιές ηλικίες έρχονται συνήθως στις συναυλίες σας; Η αντίδραση του κόσμου αλλάζει ανάλογα με την ηλικία του;

 

Ο κόσμος ξεκινάει να μας παρακολουθεί, αφότου πάρει το πρώτο του πτυχίο και μπει μέσα στην παραγωγική διαδικασία, δηλαδή στην ανεργία. Έτσι, μπορεί να ταυτιστεί πολύ περισσότερο, με τα εργατικά νοήματα που απορρέουν από τα τραγούδια μας. Οι αντιδράσεις, από εκεί και πέρα, νομίζω χρόνια δεν κοιτούν, όλο το κοινό γίνεται μια αγκαλιά και έτσι ξορκίζουμε για λίγο τα σημάδια του χρόνου, ο οποίος όμως επιστρέφει αμείλικτος στο χανγκόβερ της επόμενης ημέρας.

 

Τα κομμάτια που υπάρχουν στην ταινία είναι λαϊκά, όπως και η θεματολογία της. Μιλούν για την καψούρα, τον νταλκά, την ερωτική απογοήτευση. Συνδεόμαστε το ίδιο με αυτές τις έννοιες, όπως συνέβαινε την εποχή του ΠΑΣΟΚ, των μπουζουκιών και του πλαισίου στο οποίο αναφέρεται η ταινία;

 

Φυσικά και συνδεόμαστε, διότι ο έρως χρόνια δεν κοιτά, ούτε χρονιά! Η καψούρα είναι παντοτινή και αταξική έννοια, οπότε σε κάποια ιστορική συνθήκη ο κόσμος την βιώνει και θα την βιώνει με τον ίδιο εξτραβαγκάνζα τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι αν έχει και καμιά επιδοτησούλα στην τσέπη, γίνεσαι περισσότερο εξωστρεφής…

 

Οι άνθρωποι, τελικά, δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε;

 

Οι άνθρωποι δεν συγχωρούν γενικά. Πόσο μάλλον, όταν ως άλλος «Ίκαρος» όταν είσαι ερωτευμένος, πιστεύεις ότι θα φτάσεις στον ήλιο. Όποιος διαταράσσει την αρμονία της κανονικότητας, θα τιμωρηθεί με λήθη.

 

Ποιό είναι το κομμάτι που αγαπάτε να παίζετε περισσότερο από κάθε άλλο και γιατί;

 

Σε αυτό σίγουρα δεν μπορεί να δοθεί μία ενιαία απάντηση. Διότι, το κάθε μέλος της μπάντας έχει διαφορετικό αγαπημένο. Είμαστε πολλές συνιστώσες.  Όπως, βέβαια, διαφορετικό αγαπημένο κομμάτι έχει κι ο ο καθένας από το κοινό μας…Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη μου χαρά, πως υπάρχουν πολλά αγαπημένα τραγούδια και όχι μόνο τα “εμπορικά”. Διότι,  έχουμε ένα τραγούδι για κάθε περίσταση, οπότε ανάλογα την στιγμή θα υπάρξει κάτι που θα σε εκφράσει.

 

Η καψούρα είναι παντοτινή και αταξική έννοια, οπότε σε κάποια ιστορική συνθήκη ο κόσμος την βιώνει και θα την βιώνει με τον ίδιο εξτραβαγκάνζα τρόπο.

Πώς θα περιέγραφες το Live-προβολή που θα παρακολουθήσουμε στο WE;

 

Κάτι μοναδικό. Μία τεράστια παρέα που μαζεύεται για να μοιραστεί την αγάπη της για την ταινία αλλά και κάτι παραπάνω, την αγάπη του για τις απλές συνεννοήσεις. Μία μεγάλη αγκαλιά από ανθρώπους που μπορεί να μην γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, αλλά είναι σα να γνωρίζονται από πάντα. Μία προβολή έξω από τα καθιερωμένα που λαμβάνει γηπεδικές προεκτάσεις. Αξίζει να το ζήσεις, ακόμη και να μην είσαι φαν του «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες».

 

Μίλησε μας για τους ανθρώπους που πλαισιώνουν αυτό το project. Πόσοι άνθρωποι συνεργάστηκαν γι’ αυτό και ποιοι είναι;

 

Είναι οι μουσικοί της Babis Batmanidis Company:  Σταύρος Αποστολίδης, µπουζούκι/φωνή, Δηµήτρης Μπαρτζώκας-ακουστική κιθάρα/φωνή, Στέλλα Γιαλτζή-φωνή, Αλέξης Πογρεβνόης-πνευστά,Μπάμπης Πετσίνης-τύπµπανα, Γιάννης Μπέλλος-µπάσο/φωνή, Πάνος Σκαρλάτος-πλήκτρα, Σταύρος Πατσίκας-ηλεκτρική κιθάρα, Αλέξανδρος Γκουντριδης τύμπανα . Είναι, επίσης, ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Χαντζής που επιμελήθηκε της προβολής και τα παιδιά στο WE που αγκαλιάσανε από την πρώτη στιγμή το προτζεκτ. Επιπρόσθετα, θα ήθελα να κάνω και μία ιδιαίτερα μνεία στην Κατερίνα την Τσιώλη, για την αγάπη που μας έχει δείξει και την βοήθειά της, σε όλη την διαδρομή μέχρι να επαναυλοποιήσουμε το «Ας περιμένουν οι Γυναίκες live».