at a glance
Top

απρίλης ψεύτης

κείμενο | μάρα τσικάρα */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου

μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Marc Chagall

Είναι απόγευμα και το φως δε λέει να σβήσει. Ήρθαν κουνούπια, μύγες, ίδρωσε το πάπλωμα, η βελέντζα με κλωτσάει. Η ντουλάπα μού προτείνει ένδυση φλοράλ, ασορτί με τις ζωγραφιές στα ημερολόγια. Το παίζω δύσκολη και την αφήνω ανοιχτή για τιμωρία. Κάλτσες φωνάζουν φτάνει, κείτονται στο πάτωμα ως διαμαρτυρία. Έξω χαρά θεού, μέσα μόνο χάος. Δε σ’ έπιασε ακόμα η άνοιξη;

Αν ήθελα από κάπου να πιαστώ, θα κρατιόμουν από το μάρτη σου. Χειροπέδα γύρω απ’ τον καρπό σου. Θα σου ζητούσα εκδρομή. Με ανοιχτά παράθυρα και διαπασών Κατσιμίχα και Vivaldi. Να μας έβρισκε στο πουθενά το βράδυ και να μη μας ένοιαζε. Δικός μας ο δρόμος, δική μας η νύχτα κι ένα ντεπόζιτο γεμάτο με λαχτάρα.

Αν ήθελα από κάπου να πιαστώ θα σου έβγαζα επιτέλους το μπουφάν. Να μην έχεις τσέπες για πολλά, όλα να τα ξεχνούσαμε στο σπίτι. Θα έβρισκα ψιλά θα πηγαίναμε για παγωτό θα γινόμουν χάλια θα σκούπιζες τις κρέμες με φιλιά, θα έμπαινε λίγο πιο γλυκά το έξω μέσα.

Αν ήθελα από κάπου να πιαστώ θα άνοιγα τα στόρια. Θα βγαίναμε στο μπαλκόνι, παλάμες ανάμεσα στα κάγκελα να εκλιπαρούν για έαρ. Είναι κι αυτή η νεραντζιά που σκαρφαλώνει μέχρι τον πέμπτο. Την ακούς; Θα πίναμε μπύρες και θα μιλούσαμε δυνατά. Θα βλέπαμε τους απέναντι, την τηλεόρασή τους. Τον δρόμο κάτω, ποιος ξεπαρκάρει, τι άφησε πίσω του, πού λες να πηγαίνει;

Αν ήθελα από κάπου να πιαστώ με νύχια και με δόντια θα έσκιζα τον μάρτη σου. Άλλαξε ο μήνας, μπήκαμε πιο βαθιά στης άνοιξης τα σπλάχνα. Κρωξίματα πουλιών απ’ το φωταγωγό. Κρέμασε τον σε ένα δέντρο να τον κάνουνε φωλιά.  Κόκκινα λευκά θεμέλια για κατοικία προσωρινή. Ζήτα για αντάλλαγμα φτερά, να διασχίζουμε τον Απρίλη από ψηλά.

Κι έπειτα σκοτείνιασε. Έκλεισα τη ντουλάπα. Κορόιδεψα με συμμάζεμα το σπίτι. Πιάστηκα από το μαξιλάρι και ταξίδεψα. Ήτανε λέει Απρίλης και τον είχαμε πιστέψει