at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Γιάννη Αποσκίτη

κείμενο | γιάννης αποσκίτης */* φωτογραφίες | πέτρος καλφαμανώλης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

break the chains

“Είσαι θεός, ρε φίλε!” Μου λέει, αυτός ο άκυρος τύπος με τα λίγα μαλλιά και τα ακόμη λιγότερα δόντια, με το που του λέω, ότι εγώ έχω τη γάτα του. Τον γνώρισα σε ένα μπαρ, κάπου κοντά στον Ευαγγελισμό. Η μητέρα του, τον ψάχνει κλαίγοντας. Και η αδερφή του το ίδιο, αλλά φαίνεται πιο ψύχραιμη. Σίγουρα είναι χρήστης, γιατί η μάνα του κλαίει με μαύρο δάκρυ. Πρέπει να πάω σπίτι, με περιμένουν οι σχολικοί μου φίλοι. Μου δίνει το κινητό του. Τον αποθηκεύω ως “Ακ…” ή “Αρρ…” Κάτι. Δεν ξέρω, κάτι. Όλοι οι φίλοι μου ξενερώνουν που του είπα να έρθει σπίτι για να δει τη γάτα του, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να τον πείσω να μιλήσει στην μάνα του. Όλοι ξενερώνουν που θα φέρω στο σχολικό reunion έναν εγκληματία.

 

Μισό λεπτό. Τη γάτα που περιμάζεψα, τον Μπιάνκο, την λευκή, την βρήκα εγώ (το ίδιο και τις άλλες γάτες μου, αλλά η δική του ήταν λευκή, αυτό το θυμάμαι). Άρα εφόσον την βρήκα εγώ, δεν την περιμάζεψε αυτός, επομένως πού είναι η γάτα του; Μήπως να καλέσω την αστυνομία; Δεν έχω καν τη γάτα του. Τι έκανα με τη γάτα του; Μήπως δεν την είχα ποτέ; Και αν δει τη μάνα του και καταλάβει το κόλπο που στήσαμε για να δεχτεί να της μιλήσει, ίσως με μαχαιρώσει. Αν κουβαλάει μαχαίρι; Ήταν κακή ιδέα να τον πάρω τηλέφωνο, αλλά τώρα είναι στο δρόμο. Γαμώτο, τώρα όλοι με κοιτάνε με ένα βλέμμα απαξίωσης. Σε λίγη ώρα, ένας αλκοολικός χρήστης ναρκωτικών με όνομα “Ακ” ή “Αρρ..” θα διαβεί την πόρτα κρατώντας ένα μαχαίρι και απαιτώντας να δει τη γάτα του, και το μόνο που θα δει είναι ένα μάτσο από σχολικούς φίλους σε reunion και τη μάνα του, να κλαίει. Και για όλα φταίω εγώ.

Με ξυπνά, μια γάτα που προσγειώνεται στο κεφάλι μου. Μετά, μια δεύτερη, στο στήθος. Ο Γκαστόνε και ο Μπιάνκο. Οι αρσενικές γάτες μου. Πάλι τσακώνονται, μάλλον. Η Σαμπρίνα, τουλάχιστον, κοιμάται δίπλα μου. Γαμώ το σπιτάκι μου, αν έμενα σε κάδο σκουπιδιών, θα είχε λιγότερο κρύο και λιγότερες γάτες απ’ ότι στο δωμάτιο μου. Έξι και μισή. Ξύπνιος. Κοιμήθηκα με δυσκολία στις τρεις. Τί θα κάνω με τον ύπνο μου, με τα όνειρα, με τις γάτες; Η μάνα μου, μου λέει πως από μικρός σηκωνόμουν στα μισά του βραδιού και κοίταζα το κενό, τον απέναντι τοίχο. Σαν να έβλεπα κάτι που δεν ήταν εκεί, είπε. Όμως το κενό ήταν εκεί, και γι’αυτό είμαι πλέον σίγουρος.

 

Ο Τρόμος. Μια ζωή, ο Τρόμος. Από μικρός έβλεπα φαντάσματα. Ο πρώτος άνθρωπος που μου έκανε θέατρο, νήπιο εγώ ακόμα, μου έλεγε “τα φαντάσματα είναι καλό πράγμα, έρχονται από την λέξη φαντασία”. Λατρεύω τις ταινίες τρόμου. Λατρεύω τα φαντάσματα, το σκοτάδι, τις νυχτερίδες, τα φίδια, τα κρανία τα ανοιγμένα κεφάλια, σπασμένα δόντια, το αίμα, το δικό μου και των άλλων. Τα λατρεύω, γιατί μόνο ο φόβος με παρακινεί να προχωρήσω την μέρα μου. Οι κακές σκέψεις. Τρέχω, γιατί φοβάμαι το σταμάτημα. Δουλεύω, γιατί φοβάμαι τη απραξία. Αγαπώ, γιατί φοβάμαι τη μοναξιά. Γράφω, γιατί φοβάμαι τον θάνατο. Μου έρχεται στο μυαλό ένα τραγούδι των “As blood runs black” με τίτλο “My fears have become phobias”. Οι φόβοι μου έγιναν φοβίες. Τέλεια. Τώρα, νιώθω ένα μούδιασμα και δεν έχω σηκωθεί καν από το κρεβάτι.

 

“Ωραία ξεκίνησε η μέρα” σκέφτομαι. Πάλι με κακές σκέψεις, δηλαδή με τις μόνες σκέψεις που κάνω πέρα από τη σκέψη. “Δεν πρέπει να κάνεις κακές σκέψεις”. Ξεκινάω για την πρόβα, είμαι σίγουρος πως αν πω στον Ορέστη όλο μου το πρωινό παραλήρημα. περί τρόμου ή το παράξενο όνειρο, θα με μαλώσει για τις αηδίες που σκέφτομαι – έχουμε ένα μεγάλο b romance τον τελευταίο καιρό και με νοιάζεται πολύ. Κι εγώ τον νοιάζομαι. Δεν διαλέγεις να φτιάξεις κάτι μαζί με τον οποιοδήποτε. Και με τον Ορέστη, διαλέξαμε ο ένας τον άλλο από την πρώτη μας συνάντηση. Ήταν φοβερό. Η χημεία μας, οι αναφορές μας, όλα. Και η φαντασία του είναι συμπλήρωμα της δικής μου – εγώ μέσα στα μαύρα, και ο Ορέστης να δίνει τα απαραίτητα χρώματα που χρειάζονται “Οι Προβοκάτορες”. Η σκοτεινή μας φάρσα.

Πρόβα “Προβοκάτορες”. Υπόγειο στο ΡΕΞ. Επιτέλους, ησυχία. Επιτέλους, δουλειά. Θα τα θυμόμαστε σε λίγα χρόνια και θα λέμε εδώ ξεκινήσαμε, έτσι λέμε. Πόσο μου αρέσει η δουλειά. “Laboremus”, που έλεγε και ο παππούς μου – ας εργαζόμαστε. Βέβαια, όλοι στην οικογένεια ήθελαν να εργάζομαι ως δικηγόρος, “Τζάμπα το πήρες το πτυχίο” κτλ.. Μπορεί, κάποια στιγμή, να αποβάλλω τις ενοχές μου για αυτό. Πάντως, όχι σύντομα. Πάλι, οι κακές σκέψεις. Πρέπει να δουλέψω κι άλλο. Να γράφω.

 

Τέλος πρόβας, γυρνάω σπίτι. Στο δρόμο πιάνω κι άλλες λέξεις περαστικών “το Dominion είναι φοβερό επιτραπέζιο” λέει ένας 65χρονος σε μια καθαρίστρια έξω από ένα σινεμά. Γελάω από μέσα μου. Πώς γίνεται να είναι αλήθεια αυτό; Περίεργα πράγματα. Απρόσμενα. Το χιούμορ και ο τρόμος – απρόσμενα πράγματα. Τα αγαπώ. Σημειώνω ό, τι ακούω, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου φανεί χρήσιμο. Τραβάω την πραγματικότητα στα άκρα, να έρθει και να ακουμπήσει τον εφιάλτη. Αυτό μου αρέσει να φτιάχνω. Πραγματικούς εφιάλτες.

Φτάνω έξω από το σπίτι, παρκάρω. Μένω στο αμάξι είκοσι λεπτά, καθισμένος να σκρολάρω το κινητό (η χειρότερη δυνατή αποφόρτιση, να αποζητώ τη διάσπαση μέσα από αναπαραστάσεις αυταρέσκειας -αμυδρά- γνωστών μου ανθρώπων). Με κουράζει πολύ αυτό που κάνω, το κενό μεγαλώνει, θυμώνω με τον εαυτό μου, βγαίνω απότομα από το αμάξι.

 

Πέφτω πάνω σε έναν τύπο, κάτι μου θυμίζει το πρόσωπο του. Με κοιτά με ένα χαμόγελο, το χέρια του είναι στις τσέπες “Άντε ρε φίλε με έχεις στήσει τόση ώρα. Για πες τελικά, που είναι η γάτα μου;”

  • Ο Γιάννης Αποσκίτης υπογράφει το θεατρικό έργο “Οι Προβοκάτορες” , σε σκηνοθεσία Ορέστη Σταυρόπουλου, που παρουσιάζεται στη Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών, του Εθνικού Θεάτρου. Στη σκηνή “Κατίνα Παξινού”, στο REX.