at a glance
Top

το απαρέμφατο

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης

Μια ιστορία μικρή

Το μοσχαρίσιο κρέας πάει, το αφιλότιμο, και χώνεται ώρες ώρες ανάμεσα στα δόντια κι ούτε με οδοντογλυφίδα δεν μπορείς να τ’ αφαιρέσεις. Μ’ οδοντόνημα μόνο και αναπόφευκτο πόνο στο ούλο. Γι’ αυτό και όσες φορές το μαγειρεύει, τις μισές το μετανιώνει. Εκεί καταλήγει. Να το μετανιώνει. Έλα όμως που το λατρεύει ο άντρας της και χατίρι δε θέλει να του χαλάσει. Κι εκείνος όμως τόσα χρόνια πριγκίπισσα την είχε. Άλλο που τα τελευταία χρόνια ζόρισαν τα πράγματα. Μήπως, γι’ αυτούς ήταν μόνο; Όλος ο κόσμος τα ίδια χάλια ζει. Απ’ άκρη σ’ άκρη. Για τους λίγους ήταν πάντα, και τώρα ακόμα χειρότερα. Οι λίγοι γίνανε πιο λίγοι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

‘’  Ήταν και παραμένει ταξικό το θέμα, Λένα μου’’ τις έλεγε συχνά πυκνά.

‘’ Και θέμα ευαισθησίας, χαρακτήρα και φιλότιμου, αγαπητέ μου. Απ’ όποιον απουσιάζουν όλα ετούτα πολλά να περιμένεις. Σήμερα -ακόμη και σήμερα δηλαδή- Νάσο μου, όποιος θέλει μπορεί να βγάλει παράδες. Είσαι ικανός να τα ‘ξεπουλήσεις’ όλα; Έχεις τα ‘κότσια’ να γκρεμίσεις αξιοπρέπεια και ιδανικά; Αν ναι, δρόμοι υπάρχουνε πολλοί. Δούλεψε για να φας, έλεγε ο σχωρεμένος ο παππούς σου, και κλέψε για να ζήσεις. Μπορείς; Κάν’ το. Δεν μπορείς; Φάε αξιοπρέπεια, συμπλήρωνε. Δόξα τω θεώ, ούτε τις συμβουλές του κρατήσαμε, μήτε τα χούγια του. Κουτσά στραβά, μια χαρά τα πήγαμε μέχρι σήμερα’’.

Σαββατόβραδο, κι ένα κοκκινιστό με ρύζι καρολίνα -κι αν κρατάς μυστικό, έλεγε στις φιλενάδες της, για να πετύχει βάζεις και δυο πρέζες καστανή ζάχαρη σα ρίχνεις το κρασί- περίμενε από τις οκτώ το βράδυ στο καλό τους το τραπέζι το Νάσο της. Έτσι της μήνυσε από το μεσημέρι. Οκτώ με οκτώμισι θα καθότανε αντικρυστά, της υποσχέθηκε. Οι ώρες γίνανε οκτώ γιομάτες και  οκτώμισι  κι έπειτα πήγε δέκα και καβάλησε τις έντεκα, και ο Νάσος, που πήρε δυο φορές στο εν τω μεταξύ τη Λένα του για να την καθησυχάσει, γύρισε το κλειδί της πόρτας τους, επιτέλους, κι έκατσε απέναντι από τη Λένα του, όπως της είχε τάξει.

Το δείπνο κύλησε ήρεμα, η δουλειά τής είπε πήγε καλά, έπειτα της είπε πόσο όμορφη παραμένει να είναι και της χάιδεψε με την έξω πλευρά των δακτύλων του το μάγουλο. Ήταν ένας μαλαγάνας αυτός. Χίλια τέτοια ήξερε. Κι ακόμη τόσα. Άλλωστε με τη δουλειά που έκανε ήτανε αναγκασμένος να συμβιβαστεί με πέντε πράγματα. Εκεί όπου τον έπαιρνε ήξερε να φωνάξει. Στα άλλα τα θέματα, έμαθε να γλιστράει. Και στα υπόλοιπα να κανακεύει καλύτερα από πολλούς.

Πρωινό Κυριακής πια. Απ’ το πουρνό στο γραφειάκι του στο σπίτι, ο Νάσος, γράφει και γράφει στον υπολογιστή του,  μ’ έναν καφέ στο χέρι. Τόσος ο ζήλος του, που ξέχασε να βγάλει στο Τσιτσίνι τους κάτι να φάει κι άρχισε εκείνο να τρίβεται στα πόδια του ανάμεσα και ν’ αφήνει στα μπατζάκια της σατέν πιζάμας του, τούφες τρίχωμα. Όσο το σιχαινότανε αυτό, άλλο τόσο δεν το ανεχόταν! Μα ‘κείνη τη μέρα άλλα είχανε προτεραιότητα. Το είδε άθελά της το σκηνικό η Λένα και πολύ παραξενεύτηκε, μα συνέχεια δεν έδωσε. Άραξε στον καναπέ τους με το κινητό και χαζολογούσε στο facebook.

‘’Εκείνο το ταξίδι που πάντα ήθελες, Λένα μου, θα το πάμε τελικά. Μόλις κοπάσει λίγο το κακό, γκουχουου μ…, θα πάμε -Άνοιξη, λέω εγώ- στην Σκωτία, διότι, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού ’’ της ανακοίνωσε σχεδόν περήφανα. Και λέμε σχεδόν, γιατί το αγουροξυπνημένο βλέμμα του κάτι έκρυβε. Και δεν έφταιγε το αγουροξύπνημα μα, το βλέμμα σκέτο. Από εκείνη δεν μπορούσε να κρυφτεί. Όχι πάντα τουλάχιστον. Τριάντα χρόνια μαζί είχε εντοπίσει ότι όταν κάτι τον έτρωγε, όταν κάποια ενοχή του σκάλιζε σαν κακοτροχισμένο εργαλείο το στομάχι, δύο πράγματα συμβαίνανε. Ταυτόχρονα σχεδόν. Δεν είχε το κουράγιο να την κοιτάξει κατάματα, πρώτον, και δεύτερον, καβάλαγε το κατοχείλι του το πάνω και κάνανε σπασμωδικές, χορευτικές θαρρείς κινήσεις, που τον πρόδιδαν. Συνήθιζε, επίσης, να τον πιάνει ένας μικρούλης ξερός βήχας και να χρησιμοποιεί αρχαία απαρέμφατα σε άκαιρες στιγμές.

‘’Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, Λένα μου, γκούχου  γκούχου γκχμ , που λες…’’

ή ‘’Λενάκι μου, γκουχούμ, το ζην επικινδύνως … ‘’

Ε, τότε ήταν σχεδόν σίγουρη η Λένα ότι κάτι συμβαίνει. Κι εκείνο το πρωινό, ο μπουνταλάς, τα έκανε όλα στη σειρά.

‘’…Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού…’’  ξεστόμισε λίγο πριν. Δηλαδή, το πρώτο ατόπημά του ποιό ήταν και της ξέφευγε, και τώρα θα επανόρθωνε;

Και κάνε τα  εικόνα όλα μαζί. Υπό άλλες συνθήκες μόνο να γελάς. Ένας πενηνταπεντάρης, με τις ριγέ σατέν πιζάμες, το βλέμμα του να χαιρετά το λαμινέιτ του σαλονιού, το παίξιμο στα χείλια, τον δηλωτικό βήχα με τα ασυνάρτητα απαρέμφατα να πληγώνουν συντακτικό και γλώσσα… και κάτι ακόμη. Αλλά τί!

Δεν ρώτησε τίποτα, δεν τον έστησε στον τοίχο, δεν τον ανέκρινε, στα μάτια δεν τον είδε.

Δευτέρα πρωί, εντόπισε στο πρωτοσέλιδο της τοπικής ιδιόκτητης εφημερίδας του Νάσου, μια τεράστια διαφήμιση από γνωστή πετρελαϊκή εταιρία, που μόλυνε φέτος το καλοκαίρι τα θαλάσσια νερά  του νησιού καταγωγής της Λένας.

Το μοσχαρίσιο κρέας είναι φορές που πάει και σφηνώνεται ανάμεσα στα δόντια. Αλλά ‘κείνο το κοκκινιστό του σαββατόβραδου, παρά την καστανή τη ζάχαρη και το κρασί, ήρθε ετεροχρονισμένα κι σφήνωσε σα χολή στα μηνίγγια της Λένας, στην ψυχή και στα μέσα της. Μολύβι στο στομάχι της κι έπειτα εμετός στο Νάσο πάνω.

‘’ Ώμοσαν μη προδώσειν  αλλήλους’’