Γεια χαρά επιφάσεις κι ικανοποιήσεις ψευδαισθητικές,
εξασφαλίσεις εγωτικές, μικρομέγαλων Εγώ.
Η ουσία ειναι μία, βυθισμένη μαγεία,
διόλ’ εγκοσμιοκρατική.
Μες σ’αυτή ούτ’ ο αέρας δεν ασφυκτυεί.
Ευμενίστ’ όλα τ’ άλλα και διαβείτε μαζί μας στο πρωτότυπο τώρα.
Γίντε Γη δηλαδή.
Δεν πουλάω εμπιστοσύνη για στυγν’ υποταγή,
κι όλη μου τη χαρά για συμμόρφωση μ’ αραχνιασμένους αξιωματικούς,
μπούσουλες κανονιστικούς.
Πώς να μας πατρονάρει στ’ ατελές του πατρόν πόσο μάλλον που έχει ένα νάνο πλαφόν;
Κι αν το λάκκο ήρθ’ η ώρα να σκάψεις σαν χτες,
ας μην πας σ’ έναν τύπο
που θα σε παραπέμψει
σ’ έναν ξαδερφό που ίσως σκάβει λάκκους,
και ίσως φτηνά.
Μον’ σηκώστε μανίκια κι άντε μπρος αισθανθείτε, χαρείτε, ξεκολλήστε, αναπνεύστε.
Κι αν σ’ αρέσει η βρώμα, έν’ μονάχα από μένα άκου τώρα και λάβε (και ας γιάνεις αμέσως αν πάλι λαβωθείς):
Από φτους που μετριούνται στο’ να χέρι (ξερεις, δα, περισσεύει και ένα),
μακριά κράτησέ την, δεν περνά.
Γεια χαρά σας αφέντες κι αυθέντες.
Και βρωμούσες πατέντες.
Κι Άντε γεια, γεια χαρά σας ποντίφικες.
Το’ πα;
Και φιλιά στα ποντίκια. (Δεν το’ πα.)
Πώς μπορείς σαν τον κλόουν ‘συ να ιεροποιείς,
‘συ π’ αλήθεια δεν έχεις όσιο ουτ’ ιερό.
Αχ η Τέχνη κι η διάνοια η ατομική
δεν στολίζουν, δεν υβρίζουν για να υποκριθούν.
Μόν’ δηλώνουν το μέσο μέσω εκείνου εκείνοι που εξ’ αρχής τις ασκούν,
βλέπουν πάν’ απ’ τα μάτια.
Μάτια αυτοί γεννηθήκαν να νοηματοδοτούν.
Δεν θα κρύψει αυτή τι πιστά υπηρετεί,
Πως ειν’ Ίδια αυτή αίτιο και χορηγός,
δώρον άδωρο δώρου,
άγονου Αρχηγού
γόνος του Αρχηγός.
Αφεθείτε λοιπόν όσο κι αν μας φθονείτε
στ’ άρρητό σας,
τ’ αναλλοίωτο, τ’ άχρονο της αυτοπροσφοράς,
των καλών, ζωντανών σα ζωή
όντων όντως υπαρκτών,
αυθυπόστατων και συνειδητών.
Κι οοοόλο πέφτουν τα τσόφλια,
κι υπ’ οκτ’ ατομικά – δεν μετρούν όλοι ίσα.
Μα όσοι ίσοι δειχθήκαν και εκπέμψαν εκεί, συγχρονίζονται, να.
Κι ως προ ολίγου, κι εδώ, κάτι βρωμοκοπούσε,
Συνομώτες και πράκτορες κολυμπούν πια σ’ ανία.
Πάτσοι κλείνουν οι κύκλοι. Κι είμαι πλήρης, πεινάς;
Φάε σε λίγο, μπορείς.
Προσευχές, καλοκαίρι, και ο αύγουστος,
Θείος να’ ναι, που θα’ ναι,
Προπονήσεις, τραγουδια, αγωγοί και χοροί.
Κάποιος πήγε Θιβέτ κι ο παλιός μας χειμώνας (λήγουσας είν’ ο τόνος),
μας τιμά κι ας περάσανε βεβαια τρεις Χριστοί κι άλλοι δώδεκα Βούδες,
τι Κυβέλες, τι άστρα και τι ήλιοι χυμοί,
από τέτοια εποχή, ίδια δα περσινή.
Τώρα μόνο τραγούδια, Woodstock, και το Ταξίδι, κι η ανάταση όσων μας συμβεβηκότων,
Τσέχωφ, Τσέχες, και όπλα,
ξεχυθήκαν στην τσόχα.
Και το σπίτι έγιν’ σπίτι,
Μίλια λέμε διανύσαν τα εκείνα ώς τα ‘δω.
Και τ’αγόρια, καλά, ‘κεί κι αν λιώνεις στο γέλιο, τη σπιρτάδα, το μπουνίδι το βαθι’ αδελφικό.
Κι όλα τ’άλλα στο εδώ.
Ούτε πριν, κι ούτε τώρα, απαγκίστρωση απτή.
Τ’ αμοιβαίο μονάχα μας κινεί το κενό:
Πειθαρχώ για ν’αρέσω ή να διακινδυνεύσω;
Μπας το ένα, μπα τ’ άλλο, έρωτας, δηλαδή.
Στο νερό μέσα ζει, σταθερά, δαγκωτό.
Ο,τιδήποτε άλλο θα ‘ν’ μωρία
– δε θέμε –
και παρά τω Θεώ.