«Τι θα κάνετε σήμερα το βράδυ; – Τίποτα. Η Πωλίνα θα τελειώσει το σιδέρωμα και μετά θα πιούμε ένα ποτήρι κρασί. Θα δούμε λίγη τηλεόραση και θα πάμε για ύπνο. Εσύ;» “Όχι, αυτός είναι Ο Νίκος. Εγώ σου λέω για τον ξάδερφο του, τον Γιάννη. Αυτός το πήρε. Θα το κάνει all day, από μπραντς μέχρι κοκτέιλ”. Καμία φορά σκέφτομαι ότι αν το 24ωρο μας ήταν αρχείο ψηφιακό, ένα mp4 αρχείο από το 1ο λεπτό μέχρι το τελευταίο, αν μπορούσαμε να πλοηγηθούμε μες την μέρα μας, αν στο τέλος, όταν ξαπλώναμε κάποιος μας άφηνε σε ένα στικάκι την καταγραφή όλη της ημέρας μας σε βίντεο, πόσα στικάκια θα πήγαιναν στράφι. Ορίστε. Περίπου στα μισά της ημέρας και προσπαθώ να θυμηθώ ποιος είναι ο Γιάννης από το λύκειο, που άνοιξε ένα μαγαζί στα Χανιά. Γιατί; πώς βρέθηκα εδώ; Καμία φορά νιώθω σαν ένα αόρατο χέρι να με πήρε και να με πέταξε στη μέση μιας συζήτησης. Αυτό μου φαίνεται πιο λογικό. Σίγουρα πιο λογικό από το να βρέθηκα με την θέληση μου σε τέτοια συζήτηση. Γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν μας ενδιαφέρουν, σε ανθρώπους δεν τους ενδιαφέρουμε, απλά και μόνο για να μην υπάρξει σιωπή. Αδράνεια. Γιατί, για να μην σταθούμε ούτε ένα λεπτό ακίνητοι, επιλέγουμε να τρέχουμε όλη μέρα, να βουτάμε σε ό, τι πληροφορία περάσει από μπροστά μας, να μιλάμε, να μιλάμε, λέξεις και άλλες λέξεις άδειες, ανάλαφρες, τόσο ανάλαφρες που βγαίνουν από τα χείλη μας και τις παίρνει ο αέρας, σηκώνονται στην ατμόσφαιρα και χάνονται αμέσως. Και αφηνόμαστε να μιλάμε με τις ώρες και με πλαστική θερμή και πάθος και με ενδιαφέρον για το μαγαζί του Γιάννη, τις πολεμικές τέχνες, τις αεροπορικές εταιρείες, το ίνσταγκραμ, τα κοκτέιλ, το τραμ, τα αμφισβητούμενα πέναλτι, τα μεγάλα βυζιά, το μετρό, τις συναυλίες, τους παλιούς συμμαθητές, τα περιττά κιλά, την τιμή της βενζίνης, τους καλούς οδοντίατρος, το κρόσφιτ – μονόλογοι επί μονολόγων.
Πέρασα όλα τα καλοκαίρια μου κάνοντας πλάνα για τον Σεπτέμβρη. Το ξημέρωμα είναι το πιο όμορφο σημείο της ημέρας. Το πικ της. Η κορύφωση. Προσπάθησα να το εξηγήσω σε κάποιον τις προάλλες, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν τα είπα σωστά. Αλλά διατηρώ την αίσθηση ότι το ξημέρωμα μοιάζει με μια μεγάλη υπόσχεση. Μπορείς να περιμένεις τα πάντα από την ημέρα σου. Ο, τι θες. Η ελπίδα – πάντα. Ο, τι θες. Μετά θα έρθει η υπόλοιπη μέρα να στα ακυρώσει – εννοείται αυτό – αλλά το ξημέρωμα; Το ξημέρωμα είναι τα παιδικά χρόνια. Όλα μπορούν να συμβούν. Όλα επίκεινται. Μια άδεια λεωφόρος. Και πίσω σου ήχος από τακούνια. Η φωνή ενός φίλου. Η μυρωδιά από το αγαπημένο σου φαγητό. Η ειδοποίηση στο κινητό ότι βγήκε ο τελευταίος άσσος και πας ταμείο. Ο, τι θέλει ο καθένας μες την μέρα του. Όλα χωράνε στο ξημέρωμα και στις άδειες λεωφόρους.