at a glance
Top

μονάχοι

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου

μυστήρια πλάσματα

8 παρά το πρωί κι οι δρόμοι μπουκώνουν. Η πόλη ξυπνά κι αρχίζει να τρέχει.

Εκείνος, γυρνά από τη δουλειά. Μια ακόμη βραδινή βάρδια μόλις τελείωσε. Βάζει δυνατά το ραδιόφωνο για να μην τον πάρει ο ύπνος. Τραγουδά.

Εκείνη έχει ξυπνήσει από το χάραμα. Να ετοιμάσει τα πρωινά τους, τα μπολ, τις τσάντες, τα ρούχα τους, να τους ξυπνήσει, να τους ετοιμάσει όλους, να φορτώσει τα παιδιά και να ξεκινήσει στην ώρα της για το σχολείο. Και μετά να συνεχίσει το γεμάτο της πρόγραμμα, όπως κάθε μέρα. Ανοίγει μηχανικά το ραδιόφωνο, κι όταν κάπου -κάπου τα παιδιά δε φωνάζουν, σιγοτραγουδάει.

Κόκκινο. “Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι” ακούν από τα ηχεία και κοιτάζουν κι οι δύο έξω από τα παράθυρά τους βυθισμένοι στις σκέψεις τους.

Εκείνος, πιο μόνος από ποτέ, σκέφτεται ότι δεν τον ενοχλεί που δουλεύει τόσο. Άλλωστε, δεν τον περιμένει κανείς, δεν έχει και τίποτα καλύτερο να κάνει. Ίσα- ίσα, γεμίζει το άδειο πρόγραμμά του και ρίχνει όλη του την ενέργεια εκεί. “Κάπως έτσι χτίζονται οι καριέρες”, σκέφτεται και γελά. Τραγουδά και ταυτίζεται. Χαζεύει στο διπλανό αμάξι μια γυναίκα που μιλάει με τα δυο της παιδιά στο πίσω κάθισμα, και λίγο μέσα του ζηλεύει. Μετά όμως σκέφτεται ότι είναι καλύτερα έτσι, χωρίς έννοιες και υποχρεώσεις, ελεύθερος, κι όχι συμβιβασμένος, όπως πολλοί άλλοι στη δουλειά, που μιλάνε με την πρώτη ευκαιρία σε αγνώστους για τα προβλήματά τους. Μα καλά, δεν έχουν αλλού να τα πουν; Και δεν ηρεμούν ποτέ, γιατί όλο κάτι προκύπτει, κι εκείνοι πρέπει να το παλεύουν κι αυτό. Μπα, καλύτερα έτσι. Κανένα συναισθηματικό ρίσκο, καμία πιθανότητα αποτυχίας.

Εκείνη, παρατηρεί έναν άντρα στο αυτοκίνητο δίπλα της, που ανοιγοκλείνει τα χείλη του, προφανώς τραγουδάει. Τον ζηλεύει λίγο, στιγμιαία. Θυμάται την εποχή που ήταν ελεύθερη, που με τη μουσική τέρμα και το παράθυρο ανοιχτό, δραπέτευε σε μέρη μακρινά. Εκείνη την εποχή, που το “άνθρωποι μονάχοι” φάνταζε τόσο μακρινό, όσο και η ηλικία των 30+, και οι άνθρωποι αυτοί “σαν το ξεχασμένο στάχυ”  τόσο άγνωστοι, σκοτεινοί, σχεδόν περιθωριακοί, κλεισμένοι σε ερειπωμένα σπίτια, και σίγουρα ολομόναχοι. Τότε που δεν μπορούσε να φανταστεί πως υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, κι όμως ζουν μαζί με άλλους σε μεγάλα καλοφτιαγμένα σπίτια, καλούν συναδέλφους και ψήνουν στον κήπο, κοιμούνται αγκαλιά, εξαντλούν το χρόνο ομιλίας μιλώντας διαρκώς με κόσμο -κι ας έχουν την αίσθηση ότι έχουν καιρό να μιλήσουν σε κάποιον. Μα, ευτυχώς, εκείνη δεν είναι έτσι. Εκείνη έχει όλα όσα ονειρεύτηκε και είναι μια χαρά. Δεν είναι δα και καμία αχάριστη. Και μην κοιτάς που γκρινιάζει καμιά φορά, να, είναι που είναι λίγο κουρασμένη.

Πράσινο. Εκείνος στρίβει δεξιά, κοντεύει σπίτι του. Εκείνη συνεχίζει ευθεία, φτάνει στο σχολείο των παιδιών. Και οι δύο σκέφτονται λίγο, κι αναρωτιούνται. Τι θέλει πιο πολλή δύναμη; Να μπορείς να ζεις μόνος ή να παλεύεις καθημερινά για το “μαζί”; Τι αποτελεί μεγαλύτερη δειλία; Να παραιτηθείς και να μείνεις στην ασφάλεια του εαυτού σου, από φόβο για λάθος επιλογή  ή να συμβιβαστείς με μια τυχαία επιλογή, από φόβο μη μείνεις μόνος;

Αναρωτιούνται για λίγο, μα δεν απαντούν. Εκείνος είναι πολύ κουρασμένος, ώρα να κοιμηθεί. Εκείνη έχει τόσα να κάνει, τρέχει, δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί. Και οι δύο όμως είναι σίγουροι για ένα πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, και είναι ανάμεσά μας. Είναι εκείνος κι εκείνη. Είμαστε εσύ κι εγώ.