Κόκκινο. “Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι” ακούν από τα ηχεία και κοιτάζουν κι οι δύο έξω από τα παράθυρά τους βυθισμένοι στις σκέψεις τους.
Εκείνος, πιο μόνος από ποτέ, σκέφτεται ότι δεν τον ενοχλεί που δουλεύει τόσο. Άλλωστε, δεν τον περιμένει κανείς, δεν έχει και τίποτα καλύτερο να κάνει. Ίσα- ίσα, γεμίζει το άδειο πρόγραμμά του και ρίχνει όλη του την ενέργεια εκεί. “Κάπως έτσι χτίζονται οι καριέρες”, σκέφτεται και γελά. Τραγουδά και ταυτίζεται. Χαζεύει στο διπλανό αμάξι μια γυναίκα που μιλάει με τα δυο της παιδιά στο πίσω κάθισμα, και λίγο μέσα του ζηλεύει. Μετά όμως σκέφτεται ότι είναι καλύτερα έτσι, χωρίς έννοιες και υποχρεώσεις, ελεύθερος, κι όχι συμβιβασμένος, όπως πολλοί άλλοι στη δουλειά, που μιλάνε με την πρώτη ευκαιρία σε αγνώστους για τα προβλήματά τους. Μα καλά, δεν έχουν αλλού να τα πουν; Και δεν ηρεμούν ποτέ, γιατί όλο κάτι προκύπτει, κι εκείνοι πρέπει να το παλεύουν κι αυτό. Μπα, καλύτερα έτσι. Κανένα συναισθηματικό ρίσκο, καμία πιθανότητα αποτυχίας.
Εκείνη, παρατηρεί έναν άντρα στο αυτοκίνητο δίπλα της, που ανοιγοκλείνει τα χείλη του, προφανώς τραγουδάει. Τον ζηλεύει λίγο, στιγμιαία. Θυμάται την εποχή που ήταν ελεύθερη, που με τη μουσική τέρμα και το παράθυρο ανοιχτό, δραπέτευε σε μέρη μακρινά. Εκείνη την εποχή, που το “άνθρωποι μονάχοι” φάνταζε τόσο μακρινό, όσο και η ηλικία των 30+, και οι άνθρωποι αυτοί “σαν το ξεχασμένο στάχυ” τόσο άγνωστοι, σκοτεινοί, σχεδόν περιθωριακοί, κλεισμένοι σε ερειπωμένα σπίτια, και σίγουρα ολομόναχοι. Τότε που δεν μπορούσε να φανταστεί πως υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, κι όμως ζουν μαζί με άλλους σε μεγάλα καλοφτιαγμένα σπίτια, καλούν συναδέλφους και ψήνουν στον κήπο, κοιμούνται αγκαλιά, εξαντλούν το χρόνο ομιλίας μιλώντας διαρκώς με κόσμο -κι ας έχουν την αίσθηση ότι έχουν καιρό να μιλήσουν σε κάποιον. Μα, ευτυχώς, εκείνη δεν είναι έτσι. Εκείνη έχει όλα όσα ονειρεύτηκε και είναι μια χαρά. Δεν είναι δα και καμία αχάριστη. Και μην κοιτάς που γκρινιάζει καμιά φορά, να, είναι που είναι λίγο κουρασμένη.