at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Μιχάλη Τιτόπουλου

κείμενο | μιχάλης τιτόπουλος */* φωτογραφίες | αρχείο μιχάλη */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

σου είπα, μαζί σου

Φιλιόντουσαν ώρα στο στόμα, είχαν περάσει χρόνια πολλά, ύστερα άρχισε να κατεβαίνει στο λαιμό, στο στήθος, ακόμα λίγο, πιο κάτω, στην γεωγραφία του αφαλού νοτιοδυτικά, στα μαλακά άρπαξε τρυφερά λίγη σάρκα και την κράτησε στα δόντια απαλά, χωρίς να την πονάει, αφήνοντας τα χείλη του να πέσουν από πάνω. Εκείνη γαργαλιόταν. Από το σώμα της έβγαινε ένας μικρός παλμός, ανεπαίσθητα, λίγο γέλιο, λίγο ηδονή, μια μικρή ταραχή του μυ, σε εκείνο το σημείο, γέννησαν μια δόνηση που ένιωθε και εκείνος πάνω στα χείλη του, η δόνηση εκτεινόταν τώρα σιγά σιγά σε όλο του το πρόσωπο και ύστερα από λίγο σε όλο του το κορμί. Συντονίστηκαν.

Εκείνος μόλις ετοιμαζόταν να φύγει από το μπαρ.

Δεν είχε που να πάει αλλά δεν ήθελε να πιει άλλο. “Ένας φίλος”! “Ένας φίλος” του είπε και εκείνος έκατσε να πιουν. Εκείνος, ένας φίλος, 2 Jameson και μια χρυσή κασετίνα. Από Depeche Mode μπαίνει Γιώτα Λύδια. “Γιατί όχι;”, σκέφτηκε.

-Τώρα που μείναμε μόνοι μας θα βάλω αυτά που γουστάρω.

-Κι εμείς τα γουστάρουμε αυτά.

-Γιατί δεν βάζεις αυτά στο μαγαζί, αφού αυτά γουστάρεις;

-Δεν μπορώ να βάλω τέτοια, 20 χρόνια μαγαζί, αλλιώς τους έχω μάθει.

Εκείνος σκέφτεται, αν μπορεί να ξεχωρίσει αυτά που γουστάρει, από αυτά που έχει μάθει τους άλλους. Λες να αφήνει αδικαίωτη την Γιώτα Λύδια; Γιατί δεν βγάζεις αυτό το γαμημένο χαρτάκι από το πακέτο, με εμποδίζει να πάρω τσιγάρο. “Αμύνεται ασυνείδητα”, του απαντά ο φίλος.

– Κάθε φορά που συναντιόμαστε μου καπνίζεις το μισό πακέτο”.

-Έχεις δίκιο, θα σου πάρω ένα ολόκληρο, φεύγοντας.

-Έλα ρε πλάκα κάνω, πάρε όσα θες, έχω αλλά δύο πακέτα πάνω μου.

Βγήκαν. Στη Ζωοδόχου Πηγής πέφτει ξύλο. Ένας κρατάει κάποιον από το λαιμό και του φυτεύει κουτουλιές στο πρόσωπο. Μπαίνουν οι δυο τους, έρχονται και άλλοι εφτά. Τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια.

– Μην τον βαράς…με ψείρισε.

– Ρε πούστη Αλβανέ που είναι τα πράγματα μου;

– Δεν τα έχω ρε ψηλέ.

– Πες ρε πούστη που είναι τα πράγματα θα σε σαπίσω.

– Ρε μην τον βαράς λέμε.

Ο φίλος κλαίει επειδή κάποιος βαράει κάποιον άλλον. Εκείνος τους χωρίζει ανάμεσα σε: -έλα τώρα ρε μπρο,-να πας να πεις στους δικούς σου να έχουνε κοντά τα χέρια τους αν ήμασταν σίστες τώρα θα σε είχαμε μαχαιρώσει- τα βλέπεις αυτοί είναι έτοιμοι να δείξουν εμένα επειδή σε βάρεσα. Δεν είδες ότι ήμουν στο παγκάκι και έκλαιγα γιατί με ψειρίσατε και με δείρατε;-Λέει ψέματα, ρε παιδιά, είχε πάρει κι εκείνος πρέζα.

-Πού ήσουν χθες βράδυ;

-Μαζί σου.

-Χθες ήσουν σίγουρα με κάποια που αγαπάς, εμένα με κοιτάς σαν να με μισείς.

Στην κορυφή ενός χιονισμένου βουνού. Ακινησία. Το λευκό τοπίο επιβάλλει την σιωπή στα αυτιά και στα μάτια. Τα έλατα υποδέχονται ελαφρώς κεκλιμένα το βάρος της λευκότητας το αμόλυντο του χιονιού γιορτάζει την πρώτη μέρα της δημιουργίας του

-Λοιπόν;

-Σου είπα μαζί σου.

 

Μετά πήγαν και αλλού και αλλού και αλλού. Eκείνος μεθυσμένος, βρήκαν και αλλούς. Παντού σκοτάδι. Ένα μικρό ζεστό κίτρινο πορτοκαλί φως έβγαινε από ένα παραθυράκι και στην εμβέλεια του έχει δημιουργήσει μια φωλιά. Έκατσαν όλοι έτσι ώστε να τους περιέχει να καπνίσουμε τα τελευταία πολύτιμα τσιγάρα.

-Δεν νομίζω ότι είμαι πολύ καλά δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Είμαι συνέχεια οργισμένος.

-Δεν πειράζει ρε φίλε, όλη η πόλη δεν είναι καλά.

-Με σκέφτεσαι καθόλου;

-Τί λες;

-Αν με σκέφτεσαι.

-Και βέβαια

-Πάρε μια πέτρα και σπάσε κάτι θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα.

-Δεν θέλω να πετάω πέτρες έτσι στο ξεκάρφωτο

-Όταν ήσουν πιτσιρικάς τι έκανες;

-Αυτό αλλά δεν είμαι πια πιτσιρικάς.

-Εγώ σε σκέφτομαι συνέχεια και δεν ξέρω τι να πω αλλά θέλω να φιλιόμαστε

-Και εγώ το θέλω αυτό το ξέρω στα σίγουρα.

-Καληνύχτα

-Τί καληνύχτα ρε ψηλέ ξημέρωσε;

-Ξημέρωσε;

-Ξημερώνει δεν βλέπεις;

-“Το έχεις” να γυρίσεις;

-Nομίζω. Ναι.

  • Ο Μιχάλης Τιτόπουλος πρωταγωνιστεί στη παράσταση “Οι ναυαγοί” της Ηρώς Μπέζου, σε σκηνοθεσία της τελευταίας και του Γιάννη Παπαδόπουλου, από όπου και οι φωτογραφίες. Στο θέατρο Τέχνης, κάθε Δευτερότριτο στις 21.00 μ.μ..