Πρόκειται για την ιστορία ενός παιδιού που υφίσταται τη βία, από τους συμμαθητές του, από την κοινωνία, τους δασκάλους του και δυστυχώς, άθελά τους, από τους γονείς του. Κι αυτό το ‘άθελά τους’ είναι η ουσία. Το αγαπούν αλλά δεν το βλέπουν. Και εδώ αρχίζουν τα μεγάλα ερωτήματα…πώς είναι δυνατόν να αγαπάς και να μην βλέπεις; να μην ακούς; Να μην συναισθάνεσαι. Πώς είναι δυνατόν ο φόβος πάντα να κυριαρχεί. Ακόμα και στην πιο στενή, ιερή λένε, σχέση μητέρας – παιδιού. Το έργο με σοκάρει. Όχι γιατί ο κόσμος είναι κακός, σκληρός, βίαιος αλλά γιατί η Ιρένε (η μητέρα και συνονόματη) δεν μπορεί να νιώσει το παιδί της. Στην πορεία του έργου το λέει, το καταλαβαίνει ‘αυτό το σπίτι έπαψε πια να είναι σπίτι’. Το παιδί είναι εκτεθειμένο σε κάθε κίνδυνο, γιατί είναι εκτεθειμένο από μέσα! Δεν υπάρχει εστία, αγκαλιά, φωλιά υπάρχουν μόνο πληγές και πόνος. Αυτό είναι κάτι που με τρομάζει. Και το νιώθω παντού γύρω μου, μόνο πληγές. Άλλες φορές λέω φταίνε τα παιδικά μας χρόνια, πάντα πληγωμένα, γι’ αυτό και μείς… οι οικονομικές συνθήκες, όλοι τρέχουμε και δεν φτάνουμε… η ανθρώπινη φύση, δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί τόσο αίμα στις σχέσεις και μάλιστα στις πιο στενές. Ποτέ δεν θα το καταλάβω, ποτέ δεν θα το χωνέψω και ποτέ δεν θα γιατρευτώ. Καθώς το πόνι μεγαλώνει, εγώ μεγαλώνω ένα κοριτσάκι. Στις πρώτες πρόβες ήταν μωρό, τώρα πηγαίνει νηπιαγωγείο. Το βλέπω πια, πόσο εύκολα το σχολείο μπορεί να γίνει κόλαση. Πόσο εύκολα σου φεύγει μέσα από τα χέρια ο χρόνος, πόσο κουρασμένος είσαι και μπορεί να ξεχάσεις και τα πιο σημαντικά πράγματα. Το παιδί μου μεγαλώνει κι εκεί έξω είναι ζούγκλα. Μέσα όμως τί γίνεται; Φοβάμαι πως και μέσα ζούγκλα είναι. Μιλάω για τον “Λουίσμι” και θέλω να μιλήσω για μένα ως παιδί και ως μητέρα. Η σχέση μου με ‘το Μικρό πόνι’ με ώθησε μέσα στην καραντίνα να γράψω ένα δικό μου έργο (το δεύτερο που επιχειρώ), λέγεται ‘Μα’ και μιλάει για ένα παιδί, από τα ‘δύσκολα’, που με κάνουν να κλαίω. Ήθελα να γίνω νηπιαγωγός κάποτε, έχω σπουδάσει στην υπέροχη σχολή της Αθήνας. Ίσως να ένιωθα πιο γεμάτη στο νηπιαγωγείο, να πρόσφερα περισσότερα, το σκέφτομαι τελευταία. Τα παιδιά γεννιούνται για την ομορφιά κι όσο μεγαλώνουν παλεύουν να μας μοιάσουν, παλεύουνε πολύ και τελικά το καταφέρνουν και τελικά γίνονται ό,τι και μεις, τέρατα. Όσο είναι μικρά τα παίρνεις μια αγκαλιά και σου ξαναμαθαίνουνε τον κόσμο. Δεν ξέρω.
Στη Θεσσαλονίκη ανεβοκατέβαινα κάποτε, όταν δίδασκα στο Τμήμα Θεάτρου. Τα πιο ωραία διαβάσματα τα έκανα σε αυτό το τρένο, την αγαπώ γι’ αυτό το τρένο. Κι άλλα πολλά, ωραίες παραστάσεις, ταινίες, βόλτες, έχω αγαπημένους ανθρώπους εδώ, μου αρέσει να έρχομαι.
Τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο στην Αθήνα, στο Θέατρο Φούρνος θα παρουσιάσουμε την παράσταση ‘Ανάμεσα στα ερείπια των Ελεύθερων Πολιορκημένων’. Είναι μια δουλειά που σκηνοθέτησα το καλοκαίρι στο πλαίσιο του προγράμματος ‘Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός’ στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων με την Εταιρεία Θεάτρου Άλκη, που ίδρυσα τον προηγούμενο χειμώνα. Η Άλκη είναι η ευχή μου να βρούμε την εσωτερική δύναμή για ζωή (αλκη) παρόλα τα δύσκολα, όπως κάνει το άγριο ελάφι (άλκη). Η παράσταση παρουσιάζει τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” του Διονυσίου Σολωμού με τον δικό μας τρόπο, η μουσική είναι του Νίκου Βελιώτη. Είναι από τα ομορφότερα πράγματα που έχω κάνει και επιστρέφω μ’ αυτήν στο Θέατρο Φούρνος με το οποίο είμαι βαθιά συνδεδεμένη. Σαν προσευχή για τους αγαπημένους που έφυγαν. Η παράσταση αυτή είναι μαύρη και χρυσή σαν τις πεταλούδες, τις ψυχές που τρεμοπαίζουν.