at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Δημήτρη Φραγκούλη

κείμενο | δημήτρης φραγκούλης */* φωτογραφίες | αρχείο δημήτρη */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

το άδειασμα

Στον πυρήνα της δημιουργικής  διαδικασίας (χτίσιμο ρόλου ) υπάρχει κάθε φορά μια συγκεκριμένη βάση, ένα συγκεκριμένο σημείο αφετηρίας, που με ωθεί στο να πέσω με τα μούτρα και να δουλέψω. Με τον τρόπο που το βιώνω εγώ, αυτό το σημείο αφετηρίας, θα το τοποθετούσα στο διακαή πόθο μου κάθε φορά, να βρω ένα σοβαρό λόγο για να αγαπήσω τον ηρώα που ενσαρκώνω.

Τα θέλω του ήρωα, ο πόνος του, οι πληγές του, οι αναμνήσεις του, τα εμπόδια του και οι νοσταλγίες του, αποτελούν βασικά δομικά στοιχεία  για την ύπαρξη του πάνω στη σκηνή. Και είναι αυτά τα στοιχεία που παράλληλα  μου δίνουν και την αίσθηση… ενός γεμίσματος.

Κατά ένα παράδοξο τρόπο,  μια παρόμοια αίσθηση παίρνω και από το καθημερινό δελτίο ειδήσεων. Η Υεμένη με τα σκελετωμένα παιδιά με γεμίζει, οι νεκροί στην Παλαιστίνη με γεμίζουν, οι εμφύλιοι με γεμίζουν, οι διάτορες με γεμίζουν. Οι πληροφορίες και κυρίως ο πόνος… με γεμίζουν. Σε σημείο παράλυσης και απραξίας τολμώ να πω….

 Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με το γέμισμα έρχεται σαν δεύτερος πόλος , σαν καταλύτης, μια άλλη δύναμη εξίσου έντονη, υπέροχη, σφοδρή, ίσως και…ύπουλη για να συμπληρώσει το παζλ. Ας πούμε ότι αυτή η δύναμη δίνει το παρόν πολύ έντονα, κυρίως μετά από μια κουραστική πρόβα, ή μετά την παράσταση. Ένας γκουρού μετά την γιόγκα του, ίσως την ονόμαζε ζεν. Ενας αθλητής μετά την προπόνηση του, ίσως την ονόμαζε έκρηξη ντοπαμίνης. Εγώ θα το περιέγραφα σαν μια έντονη παρουσία της παύσης, σαν μια κατάσταση όπου πραγματώνεται ο όρος στιγμή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, νιώθω τον χρόνο να διαστέλλεται, να με καλωσορίζει μια βραδύτητα και οι αισθήσεις με όλο μου το είναι να γίνονται πιο επιλεκτικές. Είναι τότε που δεν μπορεί να με αγγίξει η παραμικρή ασχημία, και ο πόνος εκμηδενίζεται. Δικτατορία της παύσης και της ομορφιάς. Οι δρόμοι είναι όμορφοι, τα φώτα των αυτοκίνητων είναι όμορφα, οι κινητήρες diesel των ταξί με νανουρίζουν όμορφα, και οι όμορφοι  περαστικοί άνθρωποι, ευάλωτοι στην παρατήρηση, με εμπνέουν να πλάθω ιστορίες για αυτούς. Από πού έρχονται , που πηγαίνουν, τι κάνουν με την ζωή τους. Η ομορφιά και η στιγμή… με αδειάζουν. Σε σημείο παράλυσης και απραξίας για να είμαι ειλικρινής….

Μέσα σε αυτό το δίπολο απραξίας, βρίσκω τον εαυτό μου να κάνει κύκλους, χωρίς βεβαία να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια για να απεμπλακώ …Δειλία; Συνήθεια; Ένστικτο αυτοσυντήρησης;….Δεν ξέρω. Το ενδιάμεσο φάσμα συμπληρώνεται με καθημερινές ανθυποπεριπτώσεις  γεμίσματος και αδειάσματος … για να μην χάνω την φόρμα μου. Και να σας πω κάτι..είναι μια δίκαιη συμφωνία.

Συνέβη Ένα : Μια φωτογραφία. Ένας Τούρκος πατέρας κάθεται πάνω σε κάτι τσιμέντα με σοβάδες και κρατά το χέρι της κόρης του. Τα ρούχα του, η στάση του σώματος του , το ύφος του , η παρουσία του γενικώς είναι αηδιαστικά βαρετή. Μα καλά τι ανεμπνευστος φωτογράφος σκέφτομαι. Άλλη δουλειά από το να σπαταλήσει τον χρόνο μας με αδιάφορα εκθέματα δεν έχει;

Πριν προλάβω να κοιτάξω άλλου, παρατηρώ κάτι. Κάτι δεν πάει καλά με το βλέμμα του πατέρα. Τα μάτια του σαν αυτόνομος οργανισμός, με δική τους συνείδηση άποψη, νεύρα, και αισθήσεις κάνουν ένα πραξικόπημα. Αντί να κοιτάξουν τα εφήμερα, αποφασίζουν να εστιάσουν σε όλη την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Σε όλο τον πόνο, την αδικία, την λάσπη, τον ιδρώτα που πέρασαν μέχρι τώρα από αυτόν τον ταλαίπωρο πλανήτη. Καθώς δεν αρκούνται με τα γήινα , στρέφονται τώρα προς την στρατόσφαιρα και ακόμα παραπέρα. Και καταβροχθίζουν το απόλυτο κενό του σύμπαντος αντανακλώντας συγχρόνως την λάμψη από χιλίους υπερίωνες. Απότομη πορεία προς τα κάτω για να φτάσουν στα βαθύτερα βάθη, του βαθύτερου ωκεανού. Ησυχία. Γαλήνη. Μαύρο. Τα μάτια του είναι ο ωκεανός. Τα μάτια αυτού του πατέρα, είναι τόσο απελπιστικά όμορφα, που αμέλησα να δω ότι  η κόρη του είναι καταπλακωμένη κάτω από τα συντρίμμια ενός πρόσφατου σεισμού, και μέσα από τα γκρεμίσματα ξεπροβάλει μόνο το χέρι της. Γέμισα.

Συνέβη Δύο : Γλυκερός ηθοποιός. Σε στάση λεωφορείου ένας εξηντάρης μεσοαστός Έλληνας, γκαρίζει βρίζοντας ένα μαύρο μετανάστη. Ο εξηντάρης είναι αντιπαθέστατος, βρωμάει λιβάνι, φορεί μια τελείως κακόγουστη γραβάτα , αταίριαστη με το επίσης κακόγουστο βρωμερό κοστούμι του. Τα ντεσιμπέλ του χτυπάνε κόκκινο και οι κραυγές του κατά του μαύρου μετανάστη έχουν ξεκουφάνει όλο τον κόσμο. Αιτία του εκνευρισμού του, είναι ότι ο μαύρος μετανάστης έκανε το έγκλημα να του ρίξει την coca cola που μέχρι πριν κρατούσε στα λιγδιασμένα δάχτυλα του. Ο κόσμος στην στάση αρχίζει και ενοχλείται έντονα από τον υποβόσκον ρατσισμό του κυρ Παντελή  και του λένε να σκάσει. Κάποιοι πιο μετριοπαθείς προσπαθούν να τον ηρεμήσουν και κάνα δυο άλλοι κρατούν μια ύποπτη σιωπή. Ο παλιός καλός μου εαυτός ξυπνάει ….ξέρετε…εκείνος που με ένα μπουνίδι στο σαγόνι, μπορεί να ξαπλώσει άνθρωπο. Πριν προλάβω να κάνω κίνηση , περνά σαν μαλακισμένη αστραπή από το μυαλό μου η εξής σκέψη. Ο κυρ Παντελής κάποτε ήταν δίχρονο. Ξέρετε ..απο εκείνα τα πλάσματα με τα στρουμπουλά μάγουλα και τα αθάνατα μάτια, που καταπίνουν με λαιμαργία τις ομορφιές του κόσμου. Που αρέσκονται στα χρώματα, τις μυρωδιές και τα λουλούδια. Που αρέσκονται στους ήχους των ζώων , στα παιχνίδια και τα άνευ λόγου γέλια. Σε εκείνα τα πλάσματα μωρέ, που δεν ξέρουν καν το κακό. Ο κυρ Παντελής, λοιπόν, κάποτε ήταν παιδΊ. Ρε τον μπούφο… μάλλον το ξέχασε. Θα του το θυμίσω εγώ θέλει δεν θέλει, σκέφτομαι. Θα μάθω εγώ στο καρακώλι να μην τα βάζει με φουκαράδες μετανάστες. Σκόνη θα το κάνω το καθίκι. Πλησιάζω ήρεμα , με αβρότητα κινήσεων , τον καρφώνω στα μάτια και ακολουθεί ο εξής διάλογος:

Δ-  ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΑΙ ΚΥΡΙΕ, ΜΗΠΩΣ ΕΧΕΤΕ ΩΡΑ;

Π- ΤΙ ΕΙΠΕΣ;

Δ- ΧΑΛΑΣΕ ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΜΟΥ, ΜΗΠΩΣ ΕΧΕΤΕ ΩΡΑ;

Π- ΔΥΟ ΠΑΡΑ ΕΙΚΟΣΙ

Δ- ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ, ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΧΛΗΣΗ

Π- ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ…ΝΑ’ΣΑΙ ΚΑΛΑ…

Ησυχία. Μάλλον, κουράστηκε να μαλώνει. Μάλλον, βαρέθηκε. Μάλλον, θυμήθηκε. Μάλλον, τον έκανα σκόνη τον πούστη…. Άδειασα.

Συνέβη τρία. Homo Erectus. Κάποτε ένας φίλος, μου εξιστόρησε ένα απίστευτο περιστατικό. Μου διαφεύγει το όνομα του. Νομίζω τον λένε Παύλο. Νομίζω πως με σκηνοθετεί κιόλας στην παράσταση “Μένγκελε”. Που λέτε, ο Παύλος καθόταν κατακαλόκαιρο στην παράλια του Ρίο, και απολάμβανε τον ήλιο και την θάλασσα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα μικρό παιδί. Ήταν -δεν ήταν οχτώ χρονών. Κρατούσε στο χέρι του μια πλαστική σακούλα που είχε μέσα δυο πεπόνια. Και προσπαθούσε μέσα στον καύσωνα να πουλήσει την σακούλα…που ειχε μεσα…δυο πεπόνια. Αυτά. Μόνο αυτά. Δυο πεπόνια. Αλήθεια , έχετε ακούσει πιο θλιβερή ιστορία;

-ΕΠΙΜΕΤΡΟ- Ο Παύλος αγόρασε τα δυο πεπόνια ( τα οποία παρεμπιπτόντως τα σιχαίνεται σαν φρούτα ) και υποσχέθηκε να κεράσει στον μικρό και μια πορτοκαλάδα. Μέχρι να φέρει ο σερβιτόρος την πορτοκαλάδα, η αγωνία του μικρού ήταν μεγάλη για το αν ο Παύλος θα κρατήσει την υπόσχεση του για κέρασμα. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, από την εποχή του homo erectus και μετά, καταφέραμε να κάνουμε έστω ένα μικρό βήμα μπροστά; Και εσείς ρε χαλβάδες ζωγράφοι, τόσο πολύ καυλώνετε με τα ηλιοβασιλέματα; Χάθηκε ένας κερατάς από εσάς, να πιάσει το πινέλο και να ζωγραφίσει ένα αγόρι, που πουλαει μόνο δυο πεπόνια? Αυτά, και τίποτα άλλο. Γέμισα.

Συνέβη τέσσερα. Ο άνθρωπος που βαρέθηκε το διάβασμα. Ήταν ένας άνθρωπος (αυτή την στιγμή, μου διαφεύγει το όνομα του), που είχε διαβάσει όλα τα βιβλία του κόσμου. Μέσα στο βασανισμένο του κεφάλι είχε συμπυκνώσει την γνώση όλων των αιώνων και όλων των επιστήμων . Ήξερε κάθε λογής συγγραφέα και ποιητή, και είχε μάθει από πρώτο χέρι τα δεινά που βασανίζουν την ανθρωπότητα, τις αίτιες που κάνουν τον πλανήτη να αιμορραγεί και τις αδικίες που γεννούν την οργή των ανθρώπων. Κάποια στιγμή όταν δεν έμεινε ούτε ένα βιβλίο για να διαβάσει έπεσε δυσαρεστημένος σε περισυλλογή. Οι ώρες του φαίνονταν ατέλειωτες, οι μέρες του φαίνονταν χρόνια, και η ζωή του τελείως ανούσια. Αποφάσισε, λοιπόν, αντί να κάθεται προβληματισμένος, να ξεκινήσει να γραφεί τα δικά του βιβλία. Η ιδέα του αρχικά φάνταζε καταπληκτική. Έγραφε ασταμάτητα για κάθε λογής θέματα, και καθώς ήταν παντογνώστης τα βιβλία του ήταν εξαιρετικά. Έγινε ο πιο αναγνωσμένος συγγραφέας του κόσμου και δεν υπήρχε άνθρωπος από την δύση μέχρι την ανατολή που να μην γνώριζε το όνομα του. Ώσπου ένα πρωί, έγινε κάτι τελείως αναπάντεχο. Την ώρα που ξυριζόταν στον καθρέφτη ένιωσε ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Ένιωσε πως σχεδόν δεν νιώθει τίποτα… όλα τα διαβάσματα, τα γραψίματα και οι γνώσεις του φαίνονταν τελείως ανουσια….ματαια και βαρετα. Ήταν εκείνη την στιγμή που αποφάσισε να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Αποφάσισε λοιπόν αντί να γραφεί για τον πλούτο της ψυχής και την γενναιοδωρία , να δωρίσει τα έργα του και όλα τα συγγράμματα του στον κόσμο. Αποφάσισε αντί να γραφεί για τον Θεό, να πάει να τον συναντήσει. Και απ’ όσο ξέρω τον συνάντησε, όντως πάνω σε ένα λερό καναπέ, στον χώρο αναμονής ενός ορφανοτροφείου στην Αιθιοπία. Αποφάσισε εν τέλει, αντί να γραφεί για την ομορφιά, να υιοθετήσει ένα υπέροχο πλάσμα, ένα βρέφος από την Αιθιοπία. Ξέρετε, από εκείνα τα παιδιά που κάνουμε πως δεν υπάρχουν. Που τα έχουν ξεχάσει θεοί, δαίμονες και άνθρωποι. Από εκείνα τα παιδιά που κάνουν την τέχνη μας , να μοιάζει τελείως βαρετή, χωρίς κανένα νόημα.

– ΕΠΙΜΕΤΡΟ- Τώρα θυμήθηκα!! Θανάση τον λένε, νομίζω Τριαρίδη. Ο Θανάσης, λοιπόν, το έχει συνηθείας να δίνει απλόχερα δίχως να παίρνει πίσω. Και πριν προλάβεις να ψελλίσεις ευχαριστώ, για το καλό που σου έκανε, συνηθίζει να σε αγκαλιάζει , να σε φιλάει, και να σου λέει αυτός ευχαριστώ. Συνηθίζει μετά την παράσταση, να περπατάει μπροστά, με το ατσούμπαλο περπάτημα του, να σε μπάζει στην πρώτη ταβέρνα που θα βρει, και εκεί επίσης γενναιόδωρα να σου κερνά κρασί και συζήτηση. Μοιάζει με γίγαντα, είναι δυο μέτρα, εύσωμος και γεμάτος ενέργεια. Σε άλλους θυμίζει παλαιστή…εμένα μου θυμίζει το δεύτερο πνεύμα των παροντικών χριστουγεννων…ξέρετε, εκείνο το πνεύμα που εμφανίζεται δεύτερο στον Σκρουτζ , στην κλασσική ιστορία του Καρόλου Ντίκενς. Αλήθεια ….είπα πριν ότι το περπάτημα του Θανάση είναι κάπως ατσούμπαλο; Μάλλον θα φταίει που κάτω από τα ρούχα του κρύβει εκείνα τα δυο σκελετωμένα παιδια…την άγνοια και την ανάγκη. Φίλε Θανάση, δεν ξέρω αν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να σου ανταποδώσω για όλα όσα έκανες. Και για να είμαι ειλικρινής νιώθω λίγο ενοχικά απέναντι σου μιας και δεν ταυτίζομαι απόλυτα με τον κόσμο σου. Όμως, ξέρεις κάτι ρε φιλε…αν συνεχίσω να κάνω τον ηθοποιό… τον καλλιτέχνη τέλος πάντων… είναι επειδή εμπνέομαι από ανθρώπους σαν και εσένα. Άδειασα.

ΦΤΟΥ ΚΑΙ ΒΓΑΙΝΩ

Η εβδομάδα ήταν γεμάτη και δύσκολη. Ξεκινώ για ένα από τα κλασσικά μου καταφύγια. MR JONES. Εκεί είναι ο Τάσος ο κουλτουριάρης, ο Γιώργος ο σπιρτόζος, η Ζωή με τα tattoo, ο Γιάννης ο μουσικός και φυσικά ο Βάβας με τις ιστορίες του. Έχω την αίσθηση πως ακόμα και να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα, πάντα θα βρίσκω μια ώρα την εβδομάδα να περνώ από εκεί. Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που πάντα με τράβα προς τα εκεί. Η μουσική που είναι σαν να την έγραψα εγώ, τα κάδρα που είναι σαν να με κοιτάνε, οι πελάτες που είναι σαν να τους ξέρω, και φυσικά οι ιστορίες του Βάβα, που είναι σαν να τις έχω ζήσει. THANK GOD FOR MR JONES.

Συνεχίζω παραπέρα, προς την Κονσέρβα. Επιστροφή στα 80’s. Κανονικό ταξίδι στο χρόνο. Εκεί θα με σερβίρει ο κάπελας ή ο μούσης. Υπάρχει κάτι όμορφο και συγχρόνως καταστροφικό που με τράβα εκεί. Το τελευταίο καιρό τολμώ να πω κάτι σχιζοφρενικό… Εκεί στο stand που οδηγεί στο διάδρομο για την τουαλέτα βλέπω συχνά πυκνά τον Άμλετ να τα πίνει με τον Δον Κιχώτη. Ο πρώτος βαριέται με τις σκέψεις μου, ο δεύτερος στραβωμένος με την απραξία μου. Αυτοί δεν με ενοχλούν, εγώ δεν τους πιλατεύω και πολύ. Αράζω ανάμεσα στους στίχους του nick cave και τα τραγούδια του Στράτου Διονυσίου και πίνω το ποτό μου. Υπάρχει μια εκεχειρία… και για την ώρα είναι μια δίκαιη συμφωνία….

* O Δημήτρης Φραγκούλης πρωταγωνιστεί στο “Μένγκελε” του Θανάση Τριαρίδη, σε σκηνοθεσία Παύλου Δανελάτου, στο θέατρο Art Box ΦΑΡΓΚΑΝΗ  Θεσσαλονίκης.