at a glance
Top

Ελένη Κοκκίδου

η ξεναγός της ανακάλυψης...

συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | αρχείο ελένης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

“Θυμάμαι έντονα τη παράσταση που είδα, έφηβη στο Εθνικό Θέατρο, με τη Μαίρη Αρώνη και τη Βάσω Μανωλίδου, τη “Μαρία Στιούαρτ”. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά κι όποτε πηγαίνω στη Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, πάντα μου έρχεται αυτή η “εικόνα”. Ειδικά, της Μαίρης Αρώνη που είχε ένα έντονο ταπεραμέντο. Έχοντας κι εγώ, θαρρώ, ένα παρόμοιο ταπεραμέντο- είχα ταυτιστεί μαζί της. Πάντα στη καλλιτεχνική μου διαδρομή, η Μαίρη Αρώνη αποτελεί ένα άτομο που έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ως προς τις σκηνικές της δυνατότητες και τη καταπληκτική αύρα που είχε η  Αρώνη και μάγευε το κοινό. Η Βάσω Μανωλίδου είναι -αδιαμφισβήτητα- η μεγαλύτερη ηθοποιός που πέρασε από το Εθνικό Θέατρο. Παρόλα αυτά, επέλεξα να σπουδάσω πρώτα Ψυχολογία, πήγα και σε μια Σχολή Ξεναγών, κι ύστερα κάπου στα 22 μου χρόνια, μπήκα στη Δραματική Σχολή. Άργησα λιγάκι να μπω στη Δραματική, γιατί ψαχνόμουν, δεν ήξερα τι ήμουν. Ασχολήθηκα πρώτα με πράγματα που με έλκυαν σαν γνώσεις και εμπειρία….μα δεν γνώριζα αυτό που πραγματικά ήμουν φτιαγμένη για να κάνω στη ζωή μου. Το ανακάλυψα πολύ αργότερα στο θέατρο”…  Η Ελένη Κοκκίδου στο rejected…

“Ο Βασίλης Παπαβασιλείου υπήρξε δάσκαλός μου και με καθόρισε. Και έπειτα, στη πορεία μου, ο Λευτέρης Βογιατζής. Αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι τα σημεία αναφοράς μου. Είναι άνθρωποι που με επηρέασαν και στο τρόπο παιξίματος πάνω στη σκηνή, μα και στη στάση ζωής. Η πρώτη μου παράσταση, ως επαγγελματίας, ήταν στο “Θείο Βάνια”, παίζοντας τη “Σόνια” σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Νωρίτερα, τελειώνοντας τη Σχολή, είχα συμμετάσχει στο χορό του Εθνικού Θεάτρου, στις “Βάκχες” που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, αλλά ο πρώτος ρόλος ήταν στο “Θείο Βάνια” στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας. Όταν είσαι στα νιάτα σου, χρειάζεται να έχεις και λίγο “άγνοια κινδύνου” παίζοντας στο σανίδι, με ανθρώπους που “το κατέχουν”. Δεν το είχα ποτέ σκεφτεί έτσι, κι όμως…σε κάθε δουλειά, πόσο μάλλον σε μια τέτοια δουλειά όπως του ηθοποιού, που εκτίθεσαι, όταν είσαι νέος μάλλον- ενδόμυχα-με αυτή την άγνοια κινδύνου “λειτουργείς”. Στο θέατρο εκτίθεσαι. Ανεπανόρθωτα. Με θεατές που θα έρθουν να σε δουν, και ή θα κερδίσεις ή θα χάσεις. Αλλά, το “δίχτυ” που σε κρατά είναι το σύνολο. Το θέατρο είναι μια ομαδική δουλειά. Ο σκηνοθέτης θα εμψυχώσει και θα θέσει στόχους. Οπότε, αυτά υφαίνουν το “δίχτυ” και “προχωράς”. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί ο στόχος, ή να μην υπάρχει μια καλή συνεργασία με τους άλλους ηθοποιούς και το σκηνοθέτη. Όταν είσαι φτιαγμένος, όμως,  για να κάνεις θέατρο, έχεις πάντα μια “μη συνειδητή” πίστη, στα στοιχεία που σε αποτελούν…γιατί έχεις ταλέντο. Κι αυτό σε κάνει απυρόβλητο, στο “να γκρεμιστείς”. Αν, δηλαδή, νιώθεις πως το ταλέντο που έχεις είναι από ένα επίπεδο και πάνω, αυτό “σε κρατάει”. Αποκλείεται να “καταστραφείς”. Κι αυτό δεν το γνωρίζεις, μα το διαισθάνεσαι”.

When I was just a little girl,
I asked my mother, what will I be,
Will I be pretty, will I be rich?
Here's what she said to me...

“Όταν είσαι νέος ηθοποιός και έχεις επιτυχία, χειροκρότημα, αποδοχή, λένε και γράφονται καλά λόγια για σένα, συνιστώσες που έχει αυτό το επάγγελμα, κι έτσι εύκολα μπορεί να πέσεις στην παγίδα της έπαρσης. Η παιδεία που έχεις από το σπίτι σου, θα σε βοηθήσει να διασωθείς από τη “λούμπα” του “αποθεώστε με” και “δοξάστε με”. Οι σπουδές σου και οι άνθρωποι που θα συναναστραφείς στο θέατρο, μα κυρίως το σπίτι σου, είναι οι “δικλείδες ασφαλείας” ενός νέου ηθοποιού. Αν ως καλλιτέχνης λογοδοτείς πάντα στον “πρωταθλητισμό” σου, στο στόχο και στο “ύψωμα”, ουσιαστικά στον ίδιο σου τον εαυτό, θα ξεφύγεις από “ψωνίσματα”. Δεν θα “εκτροχιαστείς”, αν είσαι καλά οχυρωμένος από το σπίτι σου”.

When I grew up and I fell in love,
I asked my sweetheart what lies ahead,
Will we have rainbows day after day,
Here's what my sweetheart said...

“Ο Λευτέρης Βογιατζής σου έλεγε πως “όταν ξεκινάς, δεν έχεις καμία αποσκευή”. Μας ζητούσε να μπαίνουμε “εν ψυχρώ” στο ρόλο, δίχως να νομίζουμε ότι κάτι ξέρουμε. “Γυμνοί σε ένα τοπίο”, που θα έπρεπε σιγά-σιγά να ανακαλύψουμε…να ανιχνεύσουμε….κι έτσι να γεννηθεί ο ρόλος. Ο Λευτέρης μας ήθελε “άγραφο χαρτί” πάνω στο σανίδι. Να μη φέρουμε στη πρόβα, αυτό που ήδη ξέραμε ότι έχουμε, δηλαδή τον εαυτό μας. Ο Λευτέρης ήθελε κάτι πάρα πολύ δύσκολο…να βρεθούμε σε μια “αιώρηση” και πατώντας στο έδαφος, να έχουν κολλήσει σιγά σιγά, επάνω μας, οι “πληροφορίες” της στιγμής. Όλο αυτό, μου συνέβη πάνω στη σκηνή, δέκα χρόνια μετά, όταν πρωτόπαιξα τη “Γυναίκα της Πάτρας”. Όταν ο Λευτέρης ήρθε και είδε τη παράσταση, το ένιωσε, δεν ξεκόλλαγε από το καμαρίνι μου. Ο Βογιατζής το είδε μπροστά του να συμβαίνει. Και μου έλεγε “αυτό το ρόλο, να μην τον αφήσεις ποτέ”. Μου μίλησε για μια “αποκάλυψη”, μια “εμπειρία στιγμής” που θα έχω “βαλίτσα μου” για χρόνια στο θέατρο. Πώς; Πάνω στη σκηνή, μετά από 3-4 μήνες, με τη “Γυναίκα της Πάτρας” ήρθαν και “με βρήκαν” οι μεγάλες γυναίκες που είχα γνωρίσει στη ζωή μου. ‘Ηρθε και με “βρήκε” η λαλιά τους. Δεν πήγα εγώ “να τις βρω”. “Ήρθαν εκείνες σε μένα”, την ώρα που ήμουν πάνω στο σανίδι, με την αύρα και την ενέργεια τους”.

“Δέκα χρόνια μετά, που αποφάσισα να συναντήσω εκ νέου τη “Γυναίκα της Πάτρας”, ήμουν αλλιώς- και είναι πιο αποκαλυπτική η συνθήκη- το ζω τώρα- και είναι πιο συνειδητή η γνώση, ότι αποτελούμαι από τα στοιχεία που “είδα” διάφανα πάνω μου, τότε. Τώρα πια, σα να “υπογραμμίζεται” η συνθήκη και λες και έχω την ώθηση να πάω ακόμα πιο πέρα. Ακόμα πιο ψηλά”.

Now I have children of my own,
They ask their mother, what will I be,
Will I be handsome, will I be rich,
I tell them tenderly...

“Οι θεατές που έρχονται φέτος,  σε σχέση τα χρόνια πριν τον εγκλεισμό, είναι διαφορετικοί. Όχι γιατί φοράνε μάσκα, μα γιατί έχει περάσει ένας “οδοστρωτήρας” δύο χρόνων από πάνω τους. Οι άνθρωποι δεν πάλλονται όπως παλιά. Μπαίνει μπροστά ο κραδασμός της καρδιάς τους. Η παρουσία μου πάνω στη σκηνή με αυτό το έργο, αισθάνθηκα ότι έκανε τους θεατές να πάλλονται βαθιά συναισθηματικά. Λες και το μυαλό τους, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Γιατί, αυτοί είναι “οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι” της κοινωνίας και ένα πλάσμα θυσιάζεται μπροστά τους, σαν αμνός, μια πραγματική ηρωίδα είναι ο ρόλος μου, που αυτοπυρπολείται. Σε μια θεατρική “λειτουργία”, η “Γυναίκα της Πάτρας” γίνεται ο αμνός που θυσιάζεται και αίρει τις αμαρτίες του κόσμου. Όλο αυτό, δημιουργεί ένα σάστισμα στις ψυχές των θεατών….έτσι το βίωσα στις παραστάσεις στο ΠΟΛΗ Θέατρο της Αθήνας, μετά τη καραντίνα”.

“Δεν μπορούμε να ξέρουμε πως θα είναι η επόμενη μέρα στο θέατρο. Το θέατρο είχε ήδη προβλήματα και πριν τον κορονοϊό…εκατοντάδες θεατρικές παραγωγές στην Αθήνα, ελάχιστα χρήματα για τους νέους ηθοποιούς, εκμετάλλευση παραγωγών και συνθηκών….Μετά από αυτή τη διετή εμπειρία, με τους καλλιτέχνες που συνδιαλέγομαι, οσμίζομαι ένα “αίτημα για αναγέννηση”. Υπάρχει ένα αίτημα να ασχοληθούμε με πράγματα που μας αφορούν στο θέατρο κι όχι με τα “ευκολάκια” μας. Αισθάνομαι ότι οι καλλιτέχνες δεν ασχολούνται πλέον με το “έργο που θα πιάσει” και τον “ωραίο ρόλο” της μαρκίζας. Στα άτομα που απευθύνομαι, προσωπικά, αυτό το αίσθημα διαβλέπω.

Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το πράξω και να είμαι αντάξια των περιστάσεων. Θα το προσπαθήσω. Υπάρχει και η οικονομική επιβίωση και μια κατάσταση “μη κανονικότητας” που ακόμα ζούμε.

Πιστεύω πως, αν είχα κάνει τώρα τη “Γυναίκα της Πάτρας” κι όχι για πρώτη φορά το 2010, δεν θα είχε την ίδια απήχηση. Δεν θα είχε συμβεί το “γεγονός”.

Γιατί οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, γιατί το σύστημα που λειτουργεί το θέατρο έχει αλλάξει. Υπάρχουν τα Μ.Μ.Ε. πιο έντονα στη ζωή μας, υπάρχει το internet, στο Facebook όλοι γράφουν κριτική, γιατί θέλουν να εκφραστούν ή να κρίνουν. Ένα από τα δύο ή και τα δύο. Το αν θα πάει καλά μία παράσταση ή όχι, είναι μια σύμπτωση που προκύπτει ως συνισταμένη όλων των παραπάνω. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, κάτι σημαντικό στο θέατρο μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Πάντα ίσχυε αυτό, αλλά όχι τόσο πολύ”.

“Το περασμένο καλοκαίρι παίζοντας στην “Επιθεώρηση-1821” που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς, ανακάλυψα και κέρδισα πολλά από αυτό το είδος θεάτρου. Το ότι έχεις λίγα λεπτά και πρέπει να κερδίσεις το κόσμο μέσα σε αυτά, να τον “αρπάξεις από το λαιμό” και να τον ταξιδέψεις με μια σάτιρα να γελάσει, όταν συμβαίνει είναι μεγάλη ηδονή. Θέλω να ξανακάνω επιθεώρηση! Αυτό το “εδώ και τώρα” του είδους θεάτρου, είναι καταπληκτικό”.

“Το “Μην αρχίζεις την μουρμούρα” ακόμα και φέτος, μου έμαθε πολλά που δεν ήξερα. Θεωρώ δε, ότι ακόμα έχω δρόμο μπροστά μου. Αυτό δεν τελειώνει. Είμαι άνθρωπος που ανακαλώ σπουδαίους ηθοποιούς του μαυρόασπρου ελληνικού κινηματογράφου, στο τρόπο που παίζω κωμωδία στη κάμερα. Ξέρετε…σε αυτά δεν είμαστε εκπαιδευμένοι από τη Σχολή. Από το “άλφα” ξεκινάς να παίζεις κωμωδία μπροστά στη κάμερα. Τώρα, με τη “Μουρμούρα” είμαι κάπου στο “κάππα”-δεν θα πω στο “σίγμα”. Μου έρχονται μηχανισμοί υποκριτικής, από αυτά που έβλεπα, ως θεατής, σε μεγάλους Έλληνες κωμικούς, μικρότερη. Η “Μουρμούρα” είναι μεγάλο σχολείο για μένα, ακόμα. Αχ…και θα ήθελα να αφιερώνω περισσότερο χρόνο…Πάντα νιώθω ελλειπής. Πάντα νιώθω ότι η προετοιμασία μου για τη “Μουρμούρα” δεν είναι επαρκής, κάνοντας παράλληλα και θέατρο. Όταν ο ηθοποιός στην Ελλάδα κάνει και θέατρο και σινεμά και τηλεόραση, σε μια τηλεοπτική σειρά χρόνων, δημιουργείται μέσα σου το αυτονόητο. Και δεν το θέλω. Γιατί το αυτονόητο είναι θάνατος για τη Τέχνη. Πάντα προσπαθώ στη “Μουρμούρα” μετά από τόσα χρόνια, να καταργώ το αυτονόητο και να βουτάω πιο βαθιά. Να το “πετάω” πέρα. Θα έπρεπε σε αυτό να δίνω και περισσότερο χρόνο”.

Que sera, sera,
Whatever will be, will be,
The future's not ours to see,
Que sera, sera,
What will be, will be,
Que sera, sera

“Έχω μια εξερευνητική σχέση με τη ζωή. Το θέατρο είναι σχολείο. Η ίδια η ζωή είναι σχολείο. Είμαι ένας άνθρωπος που, από παιδί, απορούσα. Και θα συνεχίσω να απορώ, μέχρι να πεθάνω. Αυτό με κρατάει ζωντανή και μέσα μου νέα. Πάντα μηδενίζω και ξανά προς ….τη δόξα τραβώ”.

“Αγαπώ τα ταξίδια. Το μέρος που έχει γράψει περισσότερο μέσα μου, είναι η Τοσκάνη. Αυτά τα “ξυρισμένα” λοφάκια που δεν έχουν δέντρα, παρά μοναχά αμπέλια- και που και που- φυτρώνουν ελιές και κυπαρίσσια, είναι αισθητικά μαγικός τόπος για μένα. Ειδικά η ελιά με ενώνει με τις δικές μας ρίζες. Κι έτσι νιώθω πιο οικεία  στη Τοσκάνη, παρά -για παράδειγμα- στη Βόρεια Ιταλία…Θα ήθελα και θα πάω να εξερευνήσω, εκ νέου, τη Τοσκάνη. …Έχετε δει αυτές τις εικόνες με τα χιλιάδες ηλιοτρόπια;”…

  • Η Ελένη Κοκκίδου πρωταγωνιστεί στη “Γυναίκα της Πάτρας” βασισμένη στο βιβλίο του Γιώργου Χρονά, σε σκηνοθετική επιμέλεια Λένας Κιτσοπούλου. Στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, 12 και 13 Φεβρουαρίου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.