at a glance
Top

Ρομαντισμός και τουρισμός

κείμενο | άννα μαρία χατζή */* φωτογραφίες | άννα μαρία χατζή */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου

μια Σαλονικιά στην Αθήνα

Chapter twelve_

Ρομαντισμός και τουρισμός

 

Είναι Σάββατο, έχω ξυπνήσει από τις 7:30 και είμαι ταπί, γιατί είναι και τέλος του μήνα. Έχω πολλή διάθεση για βόλτα και ονειρεύομαι ένα καφεδάκι στο Θησείο. Δεν το καθυστερώ άλλο, τρώω ένα σούπερ πρωινό να με κρατήσει, παίρνω κάμερα, νερό, βάζω και αντηλιακό και ξεκινώ για το Θησείο.

Έχει ακόμα αυτήν την πρωινή δροσιά, ελάχιστο κόσμο στο δρόμο, καθόλου κίνηση και όλα είναι ωραία. Φτάνω στο Θησείο, παίρνω καφεδάκι και ανηφορίζω με κατεύθυνση προς Ακρόπολη, τον πιο αγαπημένο μου δρόμο στην Αθήνα.

Μου φαίνεται τρομερό, που αυτός ο δρόμος βρίσκεται στο κέντρο αυτής της πόλης: ένας πλατύς πεζόδρομος από τον οποίο μπορείς να αγναντέψεις τον λόφο της Ακρόπολης, αν σηκώσεις το βλέμμα σου και αν γυρίσεις το κεφάλι σου θα δεις από τη μια πλευρά της αρχαία Αγορά και από την άλλη ένα σωρό όμορφα κτήρια, μικροπωλητές, μουσικούς και λογής-λογής ανθρώπους.

Μου αρέσει αυτή η βόλτα, μου δημιουργεί ένα αίσθημα ανεμελιάς ∙ την έχω συνδυάσει με τα φοιτητικά μου χρόνια, τότε που ερχόμουν στην Αθήνα για να δω τις φίλες μου και κάναμε πάντα αυτόν τον περίπατο. Δεν σου έβγαλα φωτογραφίες από αυτό το σημείο αν και θα το ήθελα. Ήθελα πιο πολύ όμως να απολαύσω τον καφέ μου, τις εικόνες γύρω μου, να ξανανιώσω αυτήν την ανεμελιά κι έτσι εκτός απ’ το περπάτημα, έκατσα σ’ ένα ωραίο πεζουλάκι και χάζευα τους περαστικούς.

Αφού χόρτασα ήχους, εικόνες, αναμνήσεις και τελείωσε και ο καφές μου, συνέχισα το δρόμο μου και έφτασα στην είσοδο του Ηρώδειου. Εκεί αναρωτήθηκα προς τα που θα είχε ενδιαφέρον να κινηθώ, γιατί ήθελα να εκμεταλλευτώ την όρεξή μου για να δω και κάτι καινούργιο. Σκέφτηκα να πάω στο μουσείο της Ακρόπολης, στο οποίο έχω πάει δύο φορές μεν, αλλά μου αρέσει πάρα πολύ και ήταν και δίπλα. Η ουρά όμως ήταν ατελείωτη κι έτσι αποθαρρύνθηκα και θυμήθηκα ότι εκεί κοντά είναι το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, το οποίο ακούγεται κάπως μακάβριο να θέλεις να το επισκεφτείς, όμως μου έχουν πει ότι ο χώρος είναι σαν μουσείο γεμάτο γλυπτά και έχει ένα ενδιαφέρον να κάνεις μια βόλτα.

Έτσι λοιπόν, φτάνω στη στήλη του Αδριανού ρίχνω κι εκεί μια ματιά στο χώρο που αυτόματα σκέφτομαι «γιατί δεν έχω επισκεφτεί ακόμα την Αγορά και τον ναό του Ολυμπίου Διός;» αλλά μένω πιστή στο στόχο μου και συνεχίζω βγαίνοντας στην οδό Αναπαύσεως που με οδηγεί στην είσοδο του κοιμητηρίου.

Βλέπω πολύ κόσμο μαζεμένο και αντιλαμβάνομαι ότι κηδεύεται κάποιος/-α εκείνη τη στιγμή και μάλιστα σημαντικός/-ή οπότε διστάζω να πλησιάσω και νιώθω μια αμηχανία. Το κάνω διακριτικά και μπαίνω στο χώρο του κοιμητηρίου. Χαμηλώνω το κινητό μου και κινούμαι πολύ διακριτικά. Με αποσυντονίζει αυτό και μπαίνω λίγο χαμένη στο χώρο και προχωράω μόνο με το ένστικτο.

Σέβομαι πάρα πολύ χώρους που νιώθω ότι οι άνθρωποι έρχονται και αφήνουν ένα κομμάτι της ψυχής τους. Γίνομαι ένα με αυτό το συναίσθημα, με συνεπαίρνει γιατί ενέχει μια δύναμη. Στο χώρο είδα  πολλούς ανθρώπους να βρίσκονται εκεί που έχω συνηθίσει να τους βλέπω στην οθόνη, να τους ακούω και να διαβάζω γι’ αυτούς. Αυτό ήταν πολύ περίεργο και πολύ ενδιαφέρον. Αυτόματα ένιωσα ότι με κάποιο τρόπο συνδέομαι μαζί τους και αυτούς που θαυμάζω ότι τους τιμώ. Ο χώρος είναι τεράστιος. Περιπλανήθηκα αρκετές ώρες. Έκατσα, αφουγκράστηκα, παρατήρησα.

Το μέρος έχει μια ησυχία, είναι μέσα στα δέντρα- πελώρια κυπαρίσσια- και είναι όντως ένα μουσείο. Τα γλυπτά που βρίσκονται εκεί είναι μοναδικά και είναι μοναδικό το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν για να τιμήσουν κάποιους ανθρώπους. Όλα μου δημιουργούσαν ένα αίσθημα γαλήνης και ησυχίας που ίσως και αυτό να είναι το νόημα. Είναι φοβερό πως ο θάνατος απασχολούσε πάντα τον άνθρωπο και τον απασχολεί ακόμα. Σε αυτό το χώρο βλέπεις πως οι ζωντανοί θέλησαν να κρατήσουν αθάνατη τη μνήμη αυτών που έφυγαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η βασίλισσα όλων είναι «Η Κοιμωμένη», ένα γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά, το οποίο φιλοτεχνήθηκε τη δεκαετία του 1880 προς τιμήν της Σοφίας Αφεντάκη, την οποία απεικονίζει κιόλας. Το γλυπτό το παρήγγειλε ο θείος της Γεώργιος Οικονόμου Αφεντάκης, για να τιμήσει την ανιψιά του που έφυγε νωρίς από τη ζωή από φυματίωση. Το γλυπτό είναι ένα αριστούργημα, το κοίταζα και δεν το πίστευα, το είδα από όλες τις πλευρές και όλες τις γωνίες και είναι δικαίως το πιο γνωστό γλυπτό του κοιμητηρίου. Την ιστορία της Σοφίας Αφεντάκη την μαθαίνεις αυτόματα με το που μαθαίνεις την ύπαρξη του γλυπτού ∙ ο στόχος επετεύχθη, είναι αθάνατη. Και ξέρεις τι λέει ο Μάλαμας και ο Αλκαίος: «όλα ζουν, αν τα θυμάσαι».

Έφυγα αρκετά φορτισμένη, όχι με άσχημο τρόπο. Σκεφτόμουν διάφορα πράγματα για τη ζωή με ωραία χροιά και ταυτόχρονα τίμησα με τον τρόπο μου τους δικούς μου ανθρώπους που δεν είναι πια μαζί μου σωματικά. Είναι μαζί μου στις ιστορίες μου, στα μέρη που πηγαίναμε μαζί, στις φωτογραφίες, στη σκέψη μου, στο σπίτι μου, στα πράγματά μου και σε εμένα την ίδια.

Με αυτές τις σκέψεις κάνω μια σύντομη βόλτα στο όμορφο Μετς για αποφόρτιση, στάση σε έναν όμορφο πεζόδρομο απέναντι από μια φουντωμένη βουκαμβίλια για μπόλικο νερό και αφού η ζέστη έχει χτυπήσει κόκκινο και έχει κάψει τους ώμους μου  αναχωρώ για το σπίτι για να κλείσω αυτή τη βόλτα με μια μακαρονάδα!