Και να με ρωτάει και ο κόσμος «Θα πάει ξανά ο Παράδεισος; Ρε συ, πρέπει οπωσδήποτε να πάει!». Κι εγώ να θέλω να βροντοφωνάξω «Εννοείται! Μπορείτε να βγάλετε πρόγραμμα ηθοποιών ώστε να μπορούν και οι έντεκα (!), να μας βρείτε ένα θέατρο που να ταιριάζει και να χωράμε και έναν παραγωγό να το αναλάβει, ώστε να μην έχουμε το ρίσκο εμείς που δεν έχουμε ίχνος κεφαλαίου;». Παρόλα αυτά, λέω «Ναι, πρέπει να πάει. Ε, το προσπαθούμε. Θα δείξει.»
Θα νόμιζε κανείς ότι με ένα δίχρονο παιδί στο σπίτι και όλη αυτήν την ξέφρενη κατάσταση με τις παραστάσεις, θα το ‘χω χάσει εντελώς. Έλα, όμως, που νιώθω μια περίεργη ηρεμία. Έχω πολλές ευθύνες, πολλά να σκεφτώ, αλλά δε με τρομάζει τίποτα. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλα θα γίνουν. Ή και να μη γίνουν αυτά, θα γίνουν άλλα. Όπως πάντα.
Ένστικτο επιβίωσης; Μηχανισμός άμυνας; Ή απλώς βαθιά ευγνωμοσύνη που δεν είμαι μόνη; Μάλλον το τρίτο. Χίλιες φορές να χτυπάει το κινητό όλη μέρα και να με ξεθεώνει το Μαράκι δίχως έλεος παρά να ήμουν μόνη. Όχι για λίγο -αυτό θα ήταν δώρο. Γενικά μόνη. Δύσκολη η μοναξιά. Χωρίς τους άλλους, τι;
Οπότε, ναι, είμαι σίγουρα κουρασμένη (ποιός γονιός δεν είναι άλλωστε;) και ναι, θα προτιμούσα να είμαι σε μία παραλία και να ακούω τη θάλασσα και τίποτα μα τίποτα άλλο ΑΛΛΑ -δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τα «αλλά»- πέφτω να κοιμηθώ και νιώθω πλήρης, ολοζώντανη και περιτριγυρισμένη από τους πιο όμορφους ανθρώπους.
Και τώρα που είπα «πέφτω να κοιμηθώ», λέω όντως να το κάνω, γιατί έχει πάει αργά και το πρωί, ξέρεις. Με περιμένει ξύπνημα.