at a glance
Top

Στην παράσταση “Και λέγε, λέγε”

κείμενο | νίκη ζερβού */*φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Αφιέρωμα στο "και λέγε, λέγε"

Η Λένα Κιτσοπούλου έχει κατά καιρούς προβληματίσει, εξοργίσει, αποθεωθεί, θαφτεί και πολλά ακόμη μέσα από το έργο της για το οποίο, το μόνο σίγουρο, είναι η αμφιλεγόμενη φύση του. Η Λένα παίρνει αφορμές, καταστάσεις, κοινωνικά φαινόμενα, τα διογκώνει και τα παρουσιάζει με υστερικό και αντιφατικό τρόπο προκειμένου να φανεί μέσα από τα δρώμενα το πρόβλημα ωμό, απτό, χωρίς καλλωπισμούς και ευγένειες.  Υπάρχουν, βέβαια και τα απολύτως ρεαλιστικά και προσωπικά έργα της όπως  «ο Κατάθλας», αλλά αυτήν την φορά δε θα κάνουμε λόγο γι’ αυτά, γιατί παρακολουθήσαμε το «Και λέγε, λέγε» στο θέατρο Αυλαία.

Η παράσταση χωρίζεται σε δύο μέρη και εδώ θα κάνω spoiler. Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζεται ένας λαϊκός ρυθμικός αυτοσχεδιασμός από τους ηθοποιούς με συμμετοχή του κοινού. Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζεται μια διασκευή από ένα μέρος του «Γλάρου» του Τσέχωφ. Προφανώς και τίποτα δεν είναι τόσο απλό, όσο το λέω. Το πρώτο μέρος ξεκινάει πολύ ευχάριστα και ενεργητικά, αλλά ο βασικός του σκοπός είναι να κουράσει. Οι ηθοποιοί δηλώνουν πως «δε θα γίνει τίποτα» κι αυτό έχει σημασία. Αποστερείται με αυτόν τον τρόπο από τον θεατή η εξ’ ορισμού προσδοκία που υπάρχει στο θέατρο: πως κάτι συνέχεια γίνεται. Στις παραστάσεις της Λένας συνήθως δε γίνεται κάτι τρομερό που πάει τους ήρωες παραπέρα και τους βοηθάει να ξεπεράσουν εμπόδια. Περισσότερο γίνεται εμφανές και σαφές ένα ζήτημα μέσω της υπερβολής. Η ουσία βρίσκεται στο θέμα και όχι στην ιστορία. Έτσι, επί 20+ λεπτά παρακολουθούμε τους ηθοποιούς να κουράζονται μαζί μας τραγουδώντας και χορεύοντας αυτοσχεδιαστικά μοτίβα και έπειτα να βρίζουν το κοινό γιατί δε συμμετέχει και κάθεται παθητικό μπροστά στα δρώμενα. Και πάνω που πήγαμε να πιστέψουμε πως όντως δε θα γίνει τίποτα, έγινε ο κακός χαμός.

Στο δεύτερο μέρος, φαντάζομαι πως η Λένα είδε τον «Γλάρο» σαν ένα έργο και σκέφτηκε τι συμβαίνει σ’ αυτό το έργο όταν κλείνουν οι κάμερες και οι ήρωες απλώς υπάρχουν. Μαδοτέτοιο γίνεται προφανώς και ο σκοπός αυτού του μέρος είναι, φαντάζομαι, να καταδειχτεί το θέμα της πατριαρχίας και της τοξικής θηλυκότητας. Ο «Τριγκόριν» είναι ο αρχηγός του σπιτιού- θηριοδαμαστής, επιτελεί ένα απίστευτο συγγραφικό έργο (ενώ στην πραγματικότητα απλώς καταγράφει τα λόγια των γυναικών), για όλα φταίνε οι γυναίκες και κάθε φορά που τολμάει κάποια να φέρει αντίλογο κακοποιείται φρικτά. Όλο αυτό προσεγγίζεται με πολύ χιούμορ μέσω των απότομων εναλλαγών ρυθμού και της υπερβολής και έτσι η Λένα μας κλείνει το μάτι που το παίζουμε φιλελέ και μετά γελάμε στο θέατρο με εμφανώς κακοποιητικές σκηνές, όπως κι αν αυτές παρουσιάζονται. Η «Ιρίνα» είναι αρρωστημένα ερωτευμένη με τον «Τριγκόριν», έχει οιδιπόδεια σχέση με τον γιο της και αντιμετωπίζει τις γυναίκες σαν εχθρούς, υποβοηθώντας την τερατώδη φύση του εραστή της. Η «Μάσα», την οποία υποδύεται η Λένα Κιτσοπούλου, είναι ο μοναδικός ειλικρινής χαρακτήρας, αλκοολική και πρεζού για να αντέξει την καταδικασμένη καθημερινότητά της.

Οι ηθοποιοί Αμαλία Ζαμπέτα, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Πάνος Παπαδόπουλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη δίνουν πραγματικά ό,τι έχουν και δεν έχουν στην σκηνή. Ο καθένας κρατάει διαφορετική δυναμική και λεπτές ισορροπίες σε μια παράσταση που φαίνεται να μην έχει όρια. Σίγουρα αυτή δεν είναι η πιο επιδραστική δουλειά της Λένας, όμως έχει κάνει όλες τις σωστές επιλογές για να περάσει το μήνυμα που θέλει και η επιλογή των ηθοποιών για τις παραστάσεις της Θεσσαλονίκης ήταν μια -πολύ σημαντική- απ’ αυτές.

Χρησιμοποίησα πολλές φορές λέξεις που δηλώνουν αμφιβολία, όπως η λέξη «φαντάζομα»ι, γιατί νιώθω πως με τη Λένα τίποτα δεν είναι σίγουρο. Πολλοί θεατές βγήκαν απ’ την παράσταση προβληματισμένοι, είπαν «τι σκατά είδαμε», άλλοι γέλασαν, άλλοι ένιωσαν άσχημα που γέλασαν, άλλοι έκατσαν και προβληματίστηκαν βαθιά, είπαν «πάλι η Λένα μας πέταξε στα μούτρα την αλήθεια μας». Νομίζω πως ήταν κάτι λίγο απ’ όλα. Και νιώθω πως οι δουλειές της Λένας είναι βαθιά διαισθητικές και πολύ λιγότερο βαθυστόχαστες. Έχουν σχέση με την πραγματικότητα και τη ζωή και όσοι κλείνουν τα μάτια εκεί έξω θα το κάνουν και στις παραστάσεις της. Εγώ γέλασα πολύ, απόλαυσα την ειρωνεία που διακατέχει την παράσταση, παρατήρησα και τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά εγώ είμαι και φαν της Λένας, οπότε δεν ξέρω κατά πόσο μετράει ο λόγος μου αν και πολλές φορές είπα «και λέγε-λέγε, λέγε-λέγε, η χριστιανή μπερδεύτηκα».