Τι λέγαμε; Ναι. Το αποφεύγω, που λες, τελευταία.
Νομίζω πως με λυπούνται. Και δεν το αντέχω. Κάθε φορά που γίνομαι εριστική, ανησυχούν. Κάθε φορά που σιωπώ, φοβούνται. Δε θυμώνω όμως, δεν τους αδικώ. Απλά αποφεύγω.
Κουράστηκα ρε. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα τις συμβουλές. Μιλάνε για κάτι που απλά φαντάζονται, για κάτι που ίσως το πίστευαν παλιά και τώρα τους μοιάζει άπιαστο. Για κάτι που δεν άγγιξαν ποτέ. Που κι αν το πλησίαζαν λίγο, θα τους ήταν αρκετό. Σε μένα! Σε μένα που με το “άπιαστο” τους κοιμόμουν αγκαλιά.
Θυμάσαι; Μαζί. Ξαπλώναμε πάνω του κι αποκοιμιόμασταν νύχτες πολλές. Ξυπνούσαμε μαζί του το πρωί, το κρατούσαμε στα χέρια μας. Θυμάσαι; Το κρατούσαμε , ήταν δικό μας! Τι να τους πω λοιπόν;
Κι αν ακυρώνω- που λες-, κι αν αφορίζω, κι αν αναιρώ, δεν είναι γιατί δεν πιστεύω. Κι αν δεν το κυνηγώ πια, δεν είναι γιατί δεν το θέλω. Κι αν δε μιλώ πια γι’ αυτό, δεν είναι γιατί δεν έχω τι να πω. Είναι γιατί έχω πολλά! Τόσα πολλά… Θυμάσαι; Μα θα τρομάξουν. Έτσι, απλά σιωπώ. Καλύτερα έτσι.
Σε ζάλισα, ε; Είχα καιρό όμως να σε δω. Ίσως και να μου έλειψες. Σε είχα συνηθίσει. Κοίτα όμως κάτι πράματα…έλεγα αμάν να φύγεις, και τώρα μου λείπεις.
Έκοψε η βροχή. Ευκαιρία να φύγεις.
Α, πήρες ομπρέλα; Ευτυχώς.
Θα σου έλεγα να κοιμηθείς σήμερα εδώ. Μα δεν υπάρχεις.
Αλλά κι αν υπήρχες, θα σε έδιωχνα.