at a glance
Top

Legalize Film: Γιώργος Λάνθιμος

κείμενο | ηλίας παπαδόπουλος / φωτογραφίες | τάσος θώμογλου

Η (λ)άνθιση του ελληνικού cinema

Ο Ελληνικός Κινηματογράφος του 21ου αιώνα είναι συνυφασμένος με το 2009 και τον Κυνόδοντα. Και παρά την έντονη παρουσία Ελλήνων δημιουργών σε Ελλάδα και εξωτερικό ήδη από την αρχή του αιώνα (Πολίτικη Κουζίνα του Τάσου Μπουλμέτη το 2003, Νύφες του Παντελή Βούλγαρη το 2004, El Greco του Γιάννη Σμαραγδή το 2007), το 2009 είναι η χρονιά που καταγράφηκε στο υποσυνείδητο θεατών και κριτικών ως χρονιά-τομή της ελληνικής κινηματογραφίας. Με μεσσία του, τον Γιώργο Λάνθιμο.

Με την προβολή του Κυνόδοντα ο παγκόσμιος κινηματογράφος αποκτά νέο είδος που ο κριτικός Steve Rose της Guardian (ανάμεσα σε άλλους) ονομάζει Greek Weird Wave. Χαρακτηρίζεται από παράλογους διαλόγους, υποκριτική που μοιάζει απόκοσμη και “βαριά” κινηματογράφηση (σε αισθητικό και θεματικό επίπεδο). Αν το συναντήσετε στο δρόμο και ρωτήσετε πού είναι οι γονείς του, πολύ πιθανόν να σας απαντήσει «στη Δανία», ως νόθο παιδί του Δόγματος ’95 (Trier – Vinterberg).

Η ταινία κερδίζει βραβείο Un Certain Regard στις Κάννες και ακολουθεί μια φεστιβαλική πορεία που την φτάνουν ακόμα και στην τελική πεντάδα των υποψήφιων ξενόγλωσσης της Αμερικανικής Ακαδημίας (τα “Oscar”). Όλο και περισσότεροι δημιουργοί αρχίζουν να προσιδιάζουν στο λανθιμικό στυλ και ο κατάλογος των Greek Weird Wave ταινιών αυξάνεται και πληθύνεται.

Ο Λάνθιμος, όμως, δεν “φύτρωσε” με Κυνόδοντα. Όχι, ούτε με την Kinetta (2005), που συνέγραψε με τον Γιώργο Κανακάκη. Αν προσέξει κανείς τους τίτλους αρχής του “Καλύτερού μου φίλου” του Λαζόπουλου (2001), θα δει να χρεώνεται στ’ όνομά του η συν-σκηνοθεσία της ταινίας. Αλλά και πριν απ’ αυτό, η θητεία του Λάνθιμου στα video clip (Θέλεις ή δεν Θέλεις, Άντεξα, Δεν έχει Σίδερα η Καρδιά σου για τον Σάκη Ρουβά, Δέκα Εντολές για την Δέσποινα Βανδή) μπορεί να χορτάσει τις streaming ορέξεις σου στο YouTube. Όπως και οι διαφημίσεις του. Και σε όλες αυτές τις (εξαιρετικά κινηματογραφικές) δημιουργίες, τίποτα δεν θυμίζει weird wave.

Έντονη κίνηση με αλλεπάλληλα travelling, εντυπωσιακά dolly shots αλά Scorsese, πλάνα που θα ζήλευε ακόμα και ο Michael Bay, έντονοι χρωματισμοί. Ταυτότητα αντιστρόφως ανάλογη του λευκού ξεπλυμένου φωτός, των επιτηδευμένα λάθος καδραρισμάτων (πόσες φορές «κόβονται» τα κεφάλια στον Αστακό;), των κλειστών στατικών πλάνων. Επομένως… τι έπαθε ο Λάνθιμος;

Η απάντηση ακούει στο όνομα Ευθύμης Φιλίππου, τον πραγματικό δημιουργό του Greek Weird Wave. Εμπνεύστηκε τον Κυνόδοντα (αν και κάποιοι επιμένουν ότι τον αντέγραψε από το μεξικάνικο Κάστρο της Αγνότητας του Arturo Ripstein – 1973) και έφτιαξε μια σύγχρονη πολιτική αλληγορία (ίσως όχι από πρόθεση) που σήμερα, 8 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, έχει μεγαλύτερη επαφή με τον ελληνικό παροξυσμό.

Έγραψε τον Αστακό (όπου πλέον δεν μιλάμε για ελληνικό κινηματογράφο, αλλά για αγγλικό) εκμαιεύοντας από τον Colin Farrell υποκριτική στόφα Peter Sellers (του Being There – 1979, όχι του Party – 1968). Παρέδωσε σε γυναίκα σκηνοθέτη (Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη) μια ιστορία για τον ανδρικό ανταγωνισμό κι εκείνη, σκηνοθετώντας με πιντερικούς ρυθμούς, απέσπασε εξαιρετικές ανδρικές ερμηνείες (ανάμεσά τους κι εκείνη του Σάκη Ρουβά στο Chevalier το 2015).

Κέρδισε υποψηφιότητα, μαζί με τον Λάνθιμο, για τον ανοίκειο κόσμο και ψυχρό humor του Αστακού. Και τώρα συνυπέγραψε μαζί του το σενάριο του Θανάτου του Ιερού Ελαφιού.

Όχι, ο Λάνθιμος δεν είναι μεσσίας του ελληνικού κινηματογράφου. Από το 1914, την πρώτη ελληνική ταινία (τη Γκόλφω σκηνοθετημένη από τον Κωνσταντίνο Μπαχατόρη, σε διασκευή του βουκολικού δράματος του Σπυρίδωνα Περεσιάδη) μέχρι σήμερα, πολλοί σκηνοθέτες δημιούργησαν τάσεις, άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους, ανάγκασαν νεότερους δημιουργούς να τους μιμηθούν, γιατί απλά δεν κατάφερναν να ξεφύγουν από τη σκιά τους. Κούνδουρος, Γρηγορίου, Δαλιανίδης, Σακελλάριος Κακογιάννης, Αγγελόπουλος, Μαστοράκης, Ζερβός, Βούλγαρης.

Ο Λάνθιμος απλά είναι ένας από αυτούς. Τους μεγάλους. Που είναι τέτοια η ανησυχία τους που δεν τους χωράει ο τόπος. Και τέτοια η δημιουργία τους που δεν τις καλύπτει η πενιχρή πλέον κινηματογραφική χρηματοδότηση.