at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Γιώργου Κατσή

κείμενο | γιώργος κατσής  */* φωτογραφίες | αντώνης χρήστου  */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Από την Απομάχων, μεταξύ Κόκκινου Μύλου και Μεταμόρφωσης.

 Τις τελευταίες μέρες βλέπω εφιάλτες. Συνήθως δεν βλέπω τίποτα, ή δεν θυμάμαι τίποτα μετά τον ύπνο. Ούτε όνειρα ούτε εφιάλτες. Με παίρνει εύκολα ο ύπνος, δεν χρειάζομαι παραπάνω από ένα – δύο λεπτά.

Είδα λέει ότι είχα κρεμασμένα φώτα θεάτρου στο σαλόνι κι ένα από αυτά έπεσε απότομα πάνω στο κεφάλι του σκύλου μου, του Τσόκο και του το έλιωσε. Εγώ το πήρα, έτσι λιώμα όπως ήταν και άρχισα να κλαίω και δεν έβγαινε ήχος από το στόμα μου.

Ξύπνησα ντυμένος στη φρίκη από αυτό που είδα κι έμεινα καθιστός στο κρεβάτι δέκα λεπτά να ηρεμήσω. Βγήκα από το δωμάτιο, άναψα κατευθείαν τη σόμπα στο σαλόνι να ζεστάνει, τον αγκάλιασα εκεί που κοιμόταν και πήγα να ρίξω νερό στη μούρη μου και να πλύνω τα δόντια μου. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν τα θυμάμαι καλά. Δεν ξέρω ούτε πως πέρασαν ούτε τι ήταν, που, πότε…

Παραιτήθηκα τόσο πολύ στη δεύτερη καραντίνα και κάπνισα τόσο χόρτο που άρχισα να ξεχνάω τι μέρα είναι, τι έφαγα το μεσημέρι,  δεν μπορούσα να αρθρώσω αυτό που σκεφτόμουν, ξεχνούσα στη μέση της πρότασης αυτό που ‘θελα να πω.

Έχω να γυμναστώ από τότε. Λέω κάθε μέρα «θα ξαναρχίσω αύριο».  Συναντιέμαι σε καφέ με παραγωγούς τελευταία, γιατί θέλω λεφτά να κάνω μια παράσταση που την ονειρεύομαι δύο χρόνια, λέγεται  «Ο Μπάσταρδος».  Όλοι τους, μου λένε ότι τρεις ώρες είναι μεγάλη διάρκεια, ότι οι θεατές τώρα πάνε σε κωμωδίες και τα θέατρα κοιτάνε να ανεβάζουν πράγματα να «γεμίζει το θέατρο».

Εγώ τους λέω ότι τα θέατρα δεν «γεμίζουν» επειδή έκατσε ένας κώλος σε κάθε καρέκλα, ότι τρεις ώρες είναι τίποτα  κι ότι πρέπει να κάνει και κάποιος τέχνη όσο οι άλλοι «γεμίζουν τα θέατρα».

Το θέατρο γεμίζει από το περιεχόμενο της ψυχής αυτού που πάει να δει ή ανεβαίνει να μιλήσει, τη φαντασία και τη περιέργειά του. Ας γεμίσουν οι άνθρωποι κι ας είναι μισοάδειες οι θέσεις. Καλύτερα για άδειες θέσεις παρά για άδεια πρόσωπα.

Λέω στον φίλο μου τον Γώγουλο, δύο χρόνια, ότι θα το παίξουμε κάποια στιγμή κι εκείνος δείχνει αξιοζήλευτη υπομονή κι εμπιστοσύνη. Ακόμα ο Μαρμαρινός μας μαθαίνει θέατρο, είδα τη “Μεταπολίτευση” στο Θησείον κι είπα «εγώ Τετάρτη με Κυριακή δεν μπορώ να το κάνω αυτό». Αυτό είχα πει και στον “Lentz” των Kursk και στον “Αδαή και τον Παράφρων” του Περλέγκα. Έχω φτιάξει τη Fender Marauder μου, αγόρασα μια Guild καινούργια ηλεκτροακουστική κι ένα αναλογικό Πολωνικό αρμόνιο του 81′ και παίζω μουσική. Έχω γράψει ένα μεγάλο ποίημα που συζητάω με τον Gary που γνωριστήκαμε στον “Μπακλαβά” να το μελοποιήσουμε – κάνει σαν παιδί όταν του το λέω, λάμπουν τα μάτια του κι ας μην το κάνουμε ποτέ, έχει μεγάλη αξία να λάμπουν τα μάτια μας.

Σκέφτομαι, ότι ζήτησα από τον καλύτερο φίλο μου να σταματήσουμε να κάνουμε παρέα και μου λείπει, αλλά είναι το μυαλό μου πιο ήσυχο χωρίς την παρουσία του. Πηγαίνω για παράσταση και σκέφτομαι ότι δεν θέλω να καταλήξω σαν τον πατέρα μου, ολομόναχος με σχιζοφρένεια, μια σκιά ενός εαυτού, που και πριν από αυτό ήταν ωκεανούς μακριά από την ηρεμία.

Τελειώνει η παράσταση και λέω «η μάνα μου καλά είναι; Αντέχει;». Τι έχει περάσει αυτή η γυναίκα σε αυτή τη τρισάθλια χώρα που μεγάλωσε δύο παιδιά μόνη της. Από μία διαλυμένη χώρα, με έναν εμφύλιο που έριχναν στο δρόμο με αυτόματα, σε μία άλλη στην εκμετάλλευση και την υποτίμηση.

Τότε είμασταν κλέφτες, βίαιοι, συμμορίτες, βιαστές και μας αποφεύγαν οι οικογένειες και τα παιδιά τους. 20 χρόνια μετά και μαθαίνουμε ότι κάτι μορφωμένοι “Λιγνάδηδες” της διανόησης και της τέχνης μας γαμούσαν με το ζόρι κάτι μικρά, πληγωμένα παιδιά σαν εμάς για μια μπουκιά ψωμί, θολές υποσχέσεις και αντίο μετά. Αυτή είναι η Ελλάδα. Αυτό είναι το Εθνικό Θέατρο, που δεν διαβάζει καν τις προτάσεις που στέλνω για να σκηνοθετήσω, από τότε που αποφοίτησα απ΄τη Δραματική του.  Ποιός να τις διαβάσει; Ο διεφθαρμένος κρατικός θεσμός; Τί να διαβάσει; Τον Αλβανό κάτω των τριάντα; Κάνε τηλεόραση να μάθουμε τη μούρη σου πρώτα και μετά θα μιλήσουμε για τα έργα σου και την αξία σου.

Όλο το ξύλο που έχω φάει (από όποια άκρη το έφαγα) με επηρεάζει ακόμα. Δεν μπορώ να ηρεμήσω. Δεν υπάρχει μέρα που δεν έχει περάσει απ’το μυαλό μου έστω μία φορά το ξύλο που ‘χω μαζέψει. Ούτε αυτό που έχω ρίξει, επειδή με «κοίταζαν περίεργα». Έχω να πάω στην Αλβανία 15 χρόνια, τι θα γίνει με αυτό δεν ξέρω. Πάω στο “Grain” στην Ομήρου και πετυχαίνω έναν φίλο που έχω να τον δω ενάμιση χρόνο, ίσως παραπάνω, μου λέει παράτησε το σινεμά κι ανησυχώ μήπως είμαι ο επόμενος που θα τα παρατήσει ή αν θα με φτύσει η αγορά του θεάτρου αύριο μεθαύριο με το στόμα που έχω. 

Η φίλη μου, η Σοφία, κάθεται μαζί μου, πίνουμε μπύρα, κάτι γράφει πάλι, κάτι πολύ όμορφο όπως όλα όσα μου’χει δείξει. Άφησε τόση έκφραση ακρωτηριασμένη αυτή η πανδημική νεοφιλελεύθερη δυστοπία. Το “Βουνό” που είχαμε ανεβάσει στο Bios, θα ξαναπαίξει που το ήθελα τόσο; Το “Εφηβικό Μανιφέστο” που έπαιξε μόνο στη Κοζάνη και αργοβράζει σε μία κατσαρόλα θα γίνει πάλι; Οι άλλες παραστάσεις που έχω σκηνοθετήσει θα ανθίσουν σε κάτι καινούργιο;

Στέκομαι και το παίζω ταπεινός και προσγειωμένος όταν ακούω καλό λόγο, τον αρνούμαι σχεδόν, λέω δεν μπορώ να το δεχτώ, το δημιούργημα είναι εντελώς αυτόνομο από τον δημιουργό και ταυτόχρονα με δοκιμάζει μια βαθιά επιθυμία να ακούω συνέχεια ότι με θαυμάζουν και με αγαπούν κι ότι αγγίζω τη τελειότητα. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν το εθισμό στη προσοχή.

 

 Θυμάμαι που με πήρε τηλέφωνο ο Ανέστης Αζάς, πριν το καλοκαίρι που ξεκινούσαν οι ηλιόλουστες μέρες και μου πρότεινε να συνεργαστούμε στη “Δημοκρατία του Μπακλαβά” κι όταν ξεκίνησαν οι πρόβες αναστήθηκα. Με πέθαινε κι η ωμοπλάτη μου, την είχα βγάλει απ’ τη θέση της, έκανα ασκήσεις και έβαζα τα κλάματα από τον πόνο – δεν μπορούσα ούτε να το τεντώσω το χέρι και παρόλα αυτά δεν με ενδιέφερε, έκανα πρόβα σαν να μην υπάρχει αυτό. Τι πανέμορφοι οι άνθρωποι που έκαναν αυτή τη παράσταση, ακόμα δεν το έχω χωνέψει. Ο Cem, ο Gary, η Κατερίνα, ο Πάνος… Όλοι.

Είναι η επιστροφή μου στη ζωή αυτή η παράσταση, η επιστροφή μου στον κόσμο. Είμαι πολύ ευγνώμων που έκανε εκείνο το τηλεφώνημα ο Ανέστης. Τα παιδιά απ΄τη Φιλαδέλφεια πως με άντεξαν με τόσα κιλά σκοτάδι επάνω μου; Η καρδιά μου χτυπάει μαζί με τη δική τους. Είναι η κουβέρτα μου αυτά τα παιδιά. Και η Μαρία – δεν πάω πουθενά χωρίς τη Μαρία και τα μικροσκοπικά της πόδια.

Ξαναπιάνω και το γράψιμο σιγά σιγά – ξεκίνησαν όλα με έναν τίτλο: «Καραντίνα αγάπη μου, έλα πάρε με από δω ή τέλος πάντων ας πάθω ένα βίαιο έμφραγμα». Την έχω δει παιγμένη αυτή τη παράσταση στο μυαλό μου κι ας μην έχει γραφτεί ακόμα. Με ανακουφίζει ότι σε μια βδομάδα θα ξαναρχίσουμε τον “Μπακλαβά” κι ότι έχει τον Μπακλαβά στον τίτλο. Δεν ξέρω γιατί. Να δείτε το “Magnolia”. Να το βλέπετε κάθε χρόνο, έστω μία φορά. Μια φράση ακόμα της Πατρίσια Χάισμιθ και τέλος:

 “Σε όλους τους δαίμονες, τις απληστίες, τα πάθη, τις ζήλιες, τους έρωτες και τα μίση, τις παράξενες επιθυμίες, τους φανταστικούς και υπαρκτούς εχθρούς, στο στρατό με τις αναμνήσεις με τις οποίες δίνω καθημερινά μάχη – εύχομαι να ειναι πάντα εκεί και να μη με αφήσουν ποτέ σε ησυχία”.

 

                                                                                         Τζούλιο

  • Ο Γιώργος Κατσής πρωταγωνιστεί στη “Δημοκρατία του Μπακλαβά” σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά, στο Αμφι-Θέατρο, στη Πλάκα. Μαζί με τους: Cem Yigit Üzümoglu, Κατερίνα Μαυρογεώργη και Gary Salomon. Από 27 Ιανουαρίου έως 13 Φεβρουαρίου.