Σκέφτομαι, ότι ζήτησα από τον καλύτερο φίλο μου να σταματήσουμε να κάνουμε παρέα και μου λείπει, αλλά είναι το μυαλό μου πιο ήσυχο χωρίς την παρουσία του. Πηγαίνω για παράσταση και σκέφτομαι ότι δεν θέλω να καταλήξω σαν τον πατέρα μου, ολομόναχος με σχιζοφρένεια, μια σκιά ενός εαυτού, που και πριν από αυτό ήταν ωκεανούς μακριά από την ηρεμία.
Τελειώνει η παράσταση και λέω «η μάνα μου καλά είναι; Αντέχει;». Τι έχει περάσει αυτή η γυναίκα σε αυτή τη τρισάθλια χώρα που μεγάλωσε δύο παιδιά μόνη της. Από μία διαλυμένη χώρα, με έναν εμφύλιο που έριχναν στο δρόμο με αυτόματα, σε μία άλλη στην εκμετάλλευση και την υποτίμηση.
Τότε είμασταν κλέφτες, βίαιοι, συμμορίτες, βιαστές και μας αποφεύγαν οι οικογένειες και τα παιδιά τους. 20 χρόνια μετά και μαθαίνουμε ότι κάτι μορφωμένοι “Λιγνάδηδες” της διανόησης και της τέχνης μας γαμούσαν με το ζόρι κάτι μικρά, πληγωμένα παιδιά σαν εμάς για μια μπουκιά ψωμί, θολές υποσχέσεις και αντίο μετά. Αυτή είναι η Ελλάδα. Αυτό είναι το Εθνικό Θέατρο, που δεν διαβάζει καν τις προτάσεις που στέλνω για να σκηνοθετήσω, από τότε που αποφοίτησα απ΄τη Δραματική του. Ποιός να τις διαβάσει; Ο διεφθαρμένος κρατικός θεσμός; Τί να διαβάσει; Τον Αλβανό κάτω των τριάντα; Κάνε τηλεόραση να μάθουμε τη μούρη σου πρώτα και μετά θα μιλήσουμε για τα έργα σου και την αξία σου.
Όλο το ξύλο που έχω φάει (από όποια άκρη το έφαγα) με επηρεάζει ακόμα. Δεν μπορώ να ηρεμήσω. Δεν υπάρχει μέρα που δεν έχει περάσει απ’το μυαλό μου έστω μία φορά το ξύλο που ‘χω μαζέψει. Ούτε αυτό που έχω ρίξει, επειδή με «κοίταζαν περίεργα». Έχω να πάω στην Αλβανία 15 χρόνια, τι θα γίνει με αυτό δεν ξέρω. Πάω στο “Grain” στην Ομήρου και πετυχαίνω έναν φίλο που έχω να τον δω ενάμιση χρόνο, ίσως παραπάνω, μου λέει παράτησε το σινεμά κι ανησυχώ μήπως είμαι ο επόμενος που θα τα παρατήσει ή αν θα με φτύσει η αγορά του θεάτρου αύριο μεθαύριο με το στόμα που έχω.
Η φίλη μου, η Σοφία, κάθεται μαζί μου, πίνουμε μπύρα, κάτι γράφει πάλι, κάτι πολύ όμορφο όπως όλα όσα μου’χει δείξει. Άφησε τόση έκφραση ακρωτηριασμένη αυτή η πανδημική νεοφιλελεύθερη δυστοπία. Το “Βουνό” που είχαμε ανεβάσει στο Bios, θα ξαναπαίξει που το ήθελα τόσο; Το “Εφηβικό Μανιφέστο” που έπαιξε μόνο στη Κοζάνη και αργοβράζει σε μία κατσαρόλα θα γίνει πάλι; Οι άλλες παραστάσεις που έχω σκηνοθετήσει θα ανθίσουν σε κάτι καινούργιο;
Στέκομαι και το παίζω ταπεινός και προσγειωμένος όταν ακούω καλό λόγο, τον αρνούμαι σχεδόν, λέω δεν μπορώ να το δεχτώ, το δημιούργημα είναι εντελώς αυτόνομο από τον δημιουργό και ταυτόχρονα με δοκιμάζει μια βαθιά επιθυμία να ακούω συνέχεια ότι με θαυμάζουν και με αγαπούν κι ότι αγγίζω τη τελειότητα. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν το εθισμό στη προσοχή.