“Τα Ψάθινα Καπέλα”, 1995 , σελίδα 21
“Ο Κύριος Λούζης ήξερε ό, τι γινόταν όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σ΄όλο τον κόσμο. Πετιόταν από το ένα θέμα στο άλλο με εξαιρετική ευκολία και με κάποια σχετική γοητεία. Απ’ τους γάμους του τάδε μέχρι την τελευταία εφεύρεση που έγινε στην Αμερική, από μια καλλιτενική συζήτηση – ο τάδε πίνακας του Γκρέκο ήταν άραγε αυθεντικός: – μέχρι το καλύτερο σύστημα μπολιάσματος της τριανταφυλλιάς. Ήταν κοσμογυρισμένος κι ήξερε πολλά. Για τους μεγάλους η συντροφιά του ήταν ευχάριστη, πολύτιμη. Για τον παππού μάλιστα σήμαινε πολλά, γιατί συνταιριάζοντας τα όσα έλεγε εκείνος, τους γάμους του τάδε με το μπόλιασμα της τριανταφυλλιάς και την τελευταία εφεύρεση, έριχνε μια ματιά γενική, μακρινή στον κόσμο, έτσι που να μην τον βασανίζει η σκέψη πως ζούσε έξω απ’ αυτόν, εξόριστος, και να μπορεί, απελευθερωμένος απ΄την ιδέα τούτη, να ζει στ’ αλήθεια έξω απ’ αυτόν, πράγμα που ποθούσε περισσότερο από καθετί άλλο. Ο Κύριος Λούζης δηλαδή, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, του ‘δινε το δικαίωμα να ζει, χωρίς τύψεις, τη ζωή που ‘θελε κι ο παππούς, γι’ αυτό, πολύ τον ευγνωμονούσε.”
¨ΝΑΙ” , 1999, σελίδα 213
“Οι άνθρωποι της μέρας μοιάζουν με τους ανθρώπους της νύχτας. Και οι δύο περιμένουν να ξημερώσει…
Οι άνθρωποι της μέρας ήρεμα, υπομονετικά.
Οι άνθρωποι της νύχτας άτσαλα, βιαστικά, γεμάτοι απελπισία και τρόμο…
Εγώ ανήκω στο δεύτερο γκρουπ. Μόλις νυχτώσει, αρχίζω να περιμένω.
Οι βιντεοκασέτες με βοηθάν πολύ. Πάω στο video club με τη Λούκα: “Μαρία”, λέω στην κοπέλα του video club, ¨θέλω τουλάχιστον είκοσι βιντεοκασέτες για απόψε. Θέλω κατακλυσμούς, νεροποντές, σεισμούς, αεροπλάνα να πέφτουν, τρένα να εκτροχιάζονται, παλιρροιακά κύματα, πυρκαγιές…Θα σας τις φέρω όλες αύριο το πρωί¨.
“Θα προφτάσετε να τις δείτε;” με ρωτάει η Μαρία.
¨Ναι¨, της απαντώ.