Όλα το τελευταίο διάστημα, αυτό μου αποδεικνύουν. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι, μέσα στη φούσκα που επέλεξαν να συντηρούν.
Άλλοι από υπέρμετρο ναρκισσισμό, άλλοι από άγνοια, άλλοι από φόβο πως έξω από τη φούσκα αυτή δε θα μπορέσουν να υπάρξουν, άλλοι από ανάγκη. Άλλοι γιατί… “που να βγαίνεις τώρα από τη μία φούσκα για να μπαίνεις στην άλλη, μωρέ. Άραξε στη φούσκα σου. Και ποιός σου λέει ότι στην επόμενη, τα facilities θα είναι καλύτερα; Βρε, κάτσε και μη μιλάς. Φούσκα είναι θα περάσει” ή “Μη μου τις φούσκες τάραττε”.
Και ποιός είμαι εγώ για να μιλώ; Κι εγώ μια φούσκα συντηρώ για ν’ αντέξω. Τη φούσκα ότι η ζωή είναι όνειρο. Τη φούσκα, ότι το θέατρο είναι παιχνίδι και χώρος να αισθάνεσαι ασφαλής. Τη φούσκα του ότι μόνο σημασία έχει ν’ αγαπάς. Ότι σημασία έχει να χαμογελάς. Τη φούσκα του να προσπαθώ να είμαι ευγενικός σε όλους, όπου βρεθώ και όπου σταθώ, άλλο αν απο μέσα δαγκώνω τα χείλη μου για να μη βρίσω σα να μην υπάρχει αύριο.
Έτσι, αυτή τη φορά, επειδή το έξω είναι πιο μαύρο από ποτέ, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, διάλεξα να μπω κι εγώ στη φούσκα παρέα με τους φίλους μου. Τον Άρη, την Καλλιόπη, το Χρήστο μου, το Μάνο, τη Γωγώ μου, για να παρτάρω, όχι σαν να είναι ‘90s, όπως προδίδει ο υπότιτλος της παράστασής μας, αλλά σαν να είναι το πάρτυ από το Underground του Κουστουρίτσα (αν και τώρα που το σκέφτομαι και αυτό το ‘95 είχε γυριστεί). Εκείνο το πάρτυ με τα χάλκινα, δίπλα στη θάλασσα;
Το πάρτυ εκείνο, το υπαίθριο, που οι φίλοι αγαπιούνται και χορεύουν με μανία και δεν τους νοιάζει που η γη κάτω από τα πόδια τους θα αποκολληθεί και σαν πλωτό νησί, θα τους ταξιδέψει μέσα στα νερά;