at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Γιώργου Κατσή

κείμενο | γιώργος κατσής  */* φωτογραφίες | αντώνης χρήστου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Sarajevo

Ξυπνάω στις 4μιση το πρωί. Είναι Κυριακή. Είμαι με δύο ώρες ύπνο. Πετάω για Βενετία στις 08:15 και από ‘κει, αλλάζω αεροδρόμιο, για να πετάξω Σαράγεβο, για να παίξουμε στο Εθνικό Θέατρο, τη “Δημοκρατία του Μπακλαβά”. Δεν είχε απευθείας πτήση. Πέντε μέρες πριν, έχει πεθάνει ο πατέρας μου. Τον αποτεφρώσαμε τη Παρασκευή και κράτησα τη τεφροδόχο. Θα ανέβω στη κορφή της Δίρφης και θα σκορπίσω εκεί τις στάχτες του, αισθάνομαι ότι έχω ένα δεσμό με το βουνό αυτό, όπως και με την υπόλοιπη Εύβοια. Τουλάχιστον όση Εύβοια έχω δει, που δεν είναι και λίγη. Δεν έχω προλάβει να κλάψω καθόλου για εκείνον. Ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν θέλω, αν πρέπει – αναρωτιέμαι κιόλας, καμιά φορά, αν με κάνει κακό άνθρωπο που δεν κλαίω για κάτι τέτοιο. Τι ωκεανός ήταν αυτός που μας χώριζε ολόκληρη τη ζωή του… Με πιάνουν ενοχές. Ρωτάω τον εαυτό μου «έκανα ο,τι μπορούσα για εκείνον; Τον ήξερα; Τον αγαπούσα;». Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς εύκολα, τι σημαίνει η απουσία ενός πατέρα όταν είσαι παιδί. Σε κάνει πέτρα αυτό, σε κάνει αγκάθι. Στρέφεσαι σε οποιονδήποτε είναι απέναντι σου και τον διαλύεις. Με λέξεις, με γροθιές με ότι έχεις…

Μου πήρε πολλά χρόνια, για να καταλάβω ότι δεν οφείλω να αποδείξω κάτι σε κάποιον. Μου έχει φερθεί πολύς κόσμος πάρα πολύ σκατά μεγαλώνοντας, και μέσα και έξω από το σπίτι, κι εγώ ανταπέδιδα επί δέκα, σε όποιον μου θύμιζε εμένα, σε όποιον έδειχνε ευαισθησίες ή ήταν ευάλωτος και δεν μπορούσε να αμυνθεί με κάποιο τρόπο. Με κυνηγούσα στους άλλους. Η προσωπική μου ταυτότητα, το όνομα μου, η εθνικότητα μου, το φύλο μου, η γλώσσα μου, τα ρούχα μου, η μουσική που άκουγα, όλα θολά. Κανείς δεν μου είπε τίποτα, δεν μου έδειξε κανείς, έστω, αυτό που θεωρείται αυτονόητο, για το τι είμαι. Ποιός είμαι, γιατί είμαι εδώ και για ποιό λόγο. Και καλά έκαναν, δεν κατηγορώ κανέναν, έτσι ήταν, έτσι έγινε. Πήγαινα σε σπίτια φίλων, που η οικογένεια τους ήταν όλη εκεί το μεσημέρι, έτρωγαν όλοι μαζί, δεν φώναζαν κι έλεγα «τι είναι αυτό;» τους κοιτούσα λες κι ήταν εξωγήινοι. Η μάνα μου δούλευε όλη μέρα, από τότε που τη θυμάμαι. Νεότερη που άντεχε έχει κάνει και τρεις δουλειές μαζί… Εγώ, από έξι χρονών, λοιπόν, έπρεπε να είμαι το ασυνόδευτο, το παιδί το ξένο που πάει παντού μόνο του και δεν το φωνάζει κανείς να φύγει να πάει σπίτι. Γιατί ,τα λέω αυτά θα μου πεις. Γιατί, όλα αυτά δεν τα σκέφτεται ένα παιδί, με αυτόν τον τρόπο, τότε. Κλαίει, κλαίει, κλαίει, κλαίει, ρίχνει έναν ύπνο, παίζει μία μπάλα και το ξέχασε. Αυτά έρχονται αναδρομικά και σου χτυπάνε τη πόρτα μεγαλώνοντας. Τρία χρόνια τώρα, σκέφτομαι τι γίνεται με μένα, τι έχω θάψει μέσα μου και είναι έτοιμο το στήθος μου να εκραγεί κάτι βράδια, ονόματα μέχρι κι απ΄το σχολείο που θέλω να πάρω τηλέφωνο και να τους πω συγγνώμη. Ειδικά, τώρα. Ποτέ δεν με θυμόμουν ευάλωτο. Να φοβάμαι. Το μετρό που έχω πάρει για το αεροδρόμιο είναι μια τέτοια αναδρομή… Έχω τα ακουστικά μου (πάντα) κι ακούω Big Thief, Nick Drake, Jackson C.Frank, Vincent Gallo, Charlie Megira, the Kills, King Krule, Julia Jacklin κι ένα πολύ όμορφο άλμπουμ της Jessica Pratt, το «On your own love again» του 2015, κοιτάζω έξω απ΄το παράθυρο και αναρωτιέμαι ποια είναι η θέση μου στο κόσμο.

Φτάνω στο αεροδρόμιο, ήμασταν στο ίδιο βαγόνι με τον Γκάρι. Λέμε καλημέρα, κοιτάμε για check in, να περάσουμε τον έλεγχο με τις τσάντες και όλα αυτά τα βαρετά πράγματα, βρίσκουμε την Κατερίνα, την μεγάλη μας αδελφή που μοιάζει 18. Γελάμε, κάνουμε αστεία, έχει έρθει μαζί μας κι ο Αινείας – ο Αινείας είναι θα μάθω (όχι ότι πίστευα το αντίθετο) πολύ συμπαθητικός και ζεστός άνθρωπος.  Στο αεροπλάνο κάθομαι μόνος, δίπλα στο παράθυρο και αισθάνομαι ότι είναι πολύ άδικο που δεν μπορώ να ακούσω μουσική. Φτάνουμε Βενετία, βγαίνουμε απ΄το αεροδρόμιο και παίρνουμε ταξί, να μας πάει στο άλλο αεροδρόμιο, μας λέει η ταρίφα είναι 85€ και 15 λεπτά μετά, έχουμε φτάσει. Σε όλη τη διαδρομή στο αμάξι μιλάμε ελληνικά ή αγγλικά με ιταλική προφορά και κουνάμε τα χέρια. Γελάμε. Έχουμε φτάσει νωρίς, έξω από το επόμενο αεροδρόμιο κι ευτυχώς έχουμε 2 ώρες για να φάμε κάτι. Τρία λεπτά, πιο πέρα, έχει ένα αδιάφορο πάρκινγκ που περιβάλλεται από καταστήματα κι ένα από αυτά φαίνεται να έχει πρωινό. Έχει και μία ανδρική χορωδία μέσα, που τραγουδάει ακαπέλα. Παίρνουμε και καθόμαστε στον ήλιο χαρούμενοι και τρώμε. Κοιτάμε το πάρκινγκ και ξεκινάμε ένα αστείο, ότι τώρα καταλαβαίνουμε γιατί τόσος κόσμος ταξιδεύει στη Βενετία! Αυτό που με συναρπάζει, είναι ότι δεν πρόκειται να ξανακούσω το όνομα Βενετία, πόσο μάλλον να πάω εκεί ξανά και να μην σκέφτομαι αυτό το πάρκινγκ και το πρωινό μας εκείνο το δίωρο. Αυτό είναι για μένα, η Βενετία, πλέον.

Πάμε στο αεροδρόμιο, περνάμε την ίδια βαρετή διαδικασία και πετάμε.

Φτάνουμε Σαράγεβο. Πριν τη προσγείωση, για τουλάχιστον 20 λεπτά, το μόνο που βλέπω απ’το παράθυρο (ξανά) είναι βουνά. Καταπράσινα βουνά. Το αεροδρόμιο δίνει κάθε ένδειξη που μπορεί, για να καταλάβεις ότι βρίσκεσαι στα Βαλκάνια. Μας περιμένει ένα όχημα από το φεστιβάλ, που μας έχει καλέσει να παίξουμε απέξω, κι ο ευγενέστατος οδηγός μας βοηθάει με τις τσάντες και μας οδηγεί στο ξενοδοχείο. Είναι ωραίο ξενοδοχείο. Ζητάμε τις κάρτες μας. Εμφανίζεται ο Cem. Έχει πετάξει από Instanbul κι έχει φτάσει νωρίτερα. Αυτό το γλυκό πρόσωπο! Αυτή η ευαίσθητη καρδιά. Αγκαλιαζόμαστε. Βολεύουμε τα πράματα και πηγαίνουμε βόλτα κατευθείαν, πριν πάμε στο θέατρο για πρόβα. Πεινάμε πολύ. Καταλήγουμε σε ένα μικρό γραφικό μαγαζί, στο κέντρο της πόλης, που μπορούμε να δείξουμε μόνο τι θέλουμε να φάμε, δεν μιλάει κάποιος αγγλικά. Ότι τρώμε, είναι νόστιμο σε βαθμό συγκίνησης. Πάμε για πρόβα. Όλοι πολύ χαρούμενοι που ξαναβρισκόμαστε. Ο Ανέστης, ο Μιχάλης, ο Άγγελος, η Μαρία…

Το θέατρο είναι στολίδι. Κάνουμε πρόβα, διορθώσεις, φεύγουμε. Κάθε μέρα προηγείται από περίπατο στη πόλη, συζητήσεις για την ιστορία της, αυτό το ανείπωτο τραύμα. Η πολιορκία του Σαράγιεβο, Σρεμπρενιτσα, όλος ο πόλεμος… Σχεδόν όλα τα κτίρια, έχουν τρύπες από σφαίρες. Λιγομίλητος λαός, ήσυχος. Δεν ακούς σχεδόν τίποτα περπατώντας έξω κι ας βλέπεις κόσμο. Τάφοι. Μνημεία, εκθέσεις, μουσεία… Ότι μπορούν, για να μην το ξεχάσουν και να μην το ξεχάσεις. Φρεσκάρω την ιστορία, αφού βρίσκομαι εκεί και διαβάζω ότι η Ελλάδα μεταξύ άλλων χωρών είχε στείλει εθελοντές στη Σφαγή της Σρεμπρένιτσα.

Παίζουμε. Κοιτάζω γύρω μου κι αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός. Κάτι που δεν το αισθάνομαι συχνά. Η παράσταση μου φαίνεται ότι κρατάει μισή ώρα. Το ίδιο βράδυ, όταν έχουν κλείσει τα πάντα (που εκεί κλείνουν νωρίς), μεθυσμένοι περιμένουμε 45 λεπτά μία πίτσα, ημιλιπόθυμοι στο σαλόνι του ξενοδοχείου.

Είναι όλοι χαρούμενοι. Με τον υπόλοιπο χρόνο μας εκεί γυρνάμε από νωρίς το πρωί τη πόλη. Περπατάω με τον Cem από την αντίθετη πλευρά του κέντρου, γεμάτη σοβιετικά κτίρια, πάμφτωχα, πανύψηλα,, περιοχές δίχως καθόλου αίγλη της άλλης μεριάς που έχουμε γυρίσει. Τρώμε πρωινό σε ένα μαγαζί. Παίρνουμε το τραμ και κατευθυνόμαστε στο κέντρο να βρούμε τους άλλους. Τρώμε μπουρέκ. Είναι τόσο νόστιμο, που θες να κλάψεις. Μου λέει «που να έρθεις στο Ινστανμπούλ». Κι άλλο περπάτημα. Ανεβαίνουμε στη παλιά πόλη, το πάμε με τα πόδια – το τελεφερίκ είναι κλειστό. Καλύτερα για μένα, μ’αρέσει το περπάτημα. Πίνουμε καφέ σε μία θέα ψηλά. Κατεβαίνουμε για να αγοράσουμε κάποιο δώρο ή κάποιο αναμνηστικό. Βρίσκουμε ένα ημιυπόγειο με 5 άτομα μέσα (που δεν χωράει πολλά παραπάνω) γύρω στα 65, λιώμα στο μεθύσι. Μπήκαμε. Η συνέχεια της ιστορίας ανήκει μόνο σε αυτούς που είμασταν εκεί.

Πετάμε πίσω, μέσω ανταπόκρισης στο Ινστανμπούλ ,με καθυστέρηση 6 ωρών…

Γυρνάω και την επόμενη μέρα, έχω πρόβα για το «Σπιρτόκουτο» που σκηνοθετεί στη Στέγη ο Νιάρρος. Καμαρώνω, που τον ξέρω απ’τη σχολή και είναι το παιδί που είναι. Το παιδί αυτό, είναι γλυκό σαν μέλι.

Στο σπίτι, κάνω δουλειά, όσο μπορώ για το δικό μου έργο που θα ανέβει τον Γενάρη, ξεκινάμε πρόβες τον Νοέμβρη. Τους ακούω σε κάτι αναγνώσεις που κάνουμε από τώρα, που και που, και αισθάνομαι ότι κυλάει το αίμα μου πάλι. Πάνε τρία χρόνια από τότε που σκηνοθέτησα τελευταία φορά. Όλη αυτή η υπομονή… Και τα πρόσωπα αυτά που αντικρίζω και μιλάνε με τις λέξεις, που τους δίνω με τόση εμπιστοσύνη. Η Μαρία, η Χαρά, η Σοφία, Ο Κωνσταντίνος, Ο Αντώνης, Ο Γκάρι…

Λέγεται «Καραντίνα Αγάπη μου, έλα πάρε με από ‘δω».

Είναι πολλή η δουλειά που έχω να κάνω, αλλά αισθάνομαι μεγάλη παρηγοριά. Εκεί τη βρίσκω συνήθως. Στη δουλειά. Με ότι έχω, όσο έχω, κι αυτούς που έχω, τριγύρω μου, για τρεις, τέσσερις, πέντε μήνες. Μετά, ο καθένας μόνος είναι, ούτως ή άλλως. Πριν κλείσεις τα μάτια σου το βράδυ, με ποιόν είσαι; Μόνος είσαι. Με τον εαυτό σου. Κι ας κοιμάται κάποια ή κάποιος δίπλα σου. Μόνος σου είσαι. Ρώτησα τον Gary στο Σαράγιεβο: Πιστεύεις ότι ο θάνατος είναι σαν τον ύπνο;

Μου είπε: Ναι. Καμία θλίψη, καμία υπαρξιακή ή κοινωνική αναζήτηση ή όλο αυτό που ερχόμαστε αντιμέτωποι μαζί του καθημερινά. Κανένα πλήγωμα. Μόνο ξεκούραση. Δεν ακούγεται πολύ κακό,  έτσι δεν είναι;

Όχι, Γκάρι. Δεν ακούγεται.

* Ο Γιώργος Κατσής συμμετέχει στη παράσταση “Η Δημοκρατία του Μπακλαβά” σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά, που παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ, τη Κυριακή 16 Οκτωβρίου. Γι αυτή τη παράσταση, λίγες μέρες πριν, ο Γιώργος βραβεύτηκε για την ερμηνεία του, στο Σαράγιεβο, ως ο Καλύτερος Ηθοποιός στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου. Ο Γιώργος βρίσκεται σε πρόβες για το “Σπιρτόκουτο” που θα ανέβει σε μορφή μιούζικαλ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Νιάρρου. Και μέσα στη χρονιά, θα παρουσιάσει τη σκηνοθεσία του, στο έργο που ο ίδιος έγραψε “Καραντίνα αγάπη μου, έλα πάρε με από ΄δω”.