at a glance
Top

Αντίνοος Αλμπάνης

ο αξιοπρόσεκτος

συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου

“Στα 18 μου, τελείωσα το σχολείο και μπήκα στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ήταν μια αυστηρή σχολή με μακρά ιστορία και παράδοση στο θέατρο, με καταξιωμένους ανθρώπους να τη στελεχώνουν. Άνθρωποι που ήταν από μια ηλικία και πάνω, κουβαλώντας την ιστορία του Κουν, τις προσωπικές συνεργασίες μαζί του. Όταν η νεότατη-τότε-Αθανασία Καραγιαννοπούλου μπήκε να μας κάνει μάθημα, απόφοιτη κι η ίδια του Θεάτρου Τέχνης, ξαφνιαστήκαμε γιατί δεν περιμέναμε πως θα έχουμε μια τόσο νέα καθηγήτρια. Αμέσως καταλάβαμε ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο άνθρωπο, ο οποίος είχε έρθει με πολύ συγκεκριμένο στόχο και προθέσεις να μας μυήσει στο θέατρο με ένα πιο μοντέρνο και ουσιαστικό τρόπο.  Με ένα τρόπο που μιλάει στη καρδιά ενός νέου παιδιού και ακουμπούσε σε όλα όσα μας απασχολούσαν εκείνη την εποχή.” Ο Αντίνοος Αλμπάνης στο rejected

 

“Μπορεί να ακουστεί λίγο γραφικό, μα θύμιζε λίγο τη περίπτωση του “Κύκλου των χαμένων ποιητών”. Αυτής της υπέροχης ταινίας που ένας αντισυμβατικός καθηγητής έπαιρνε τα παιδιά και τα έβγαζε έξω να κάνουν μάθημα, που τους άνοιγε τα μυαλά, τη ψυχή τους, τη καρδιά τους και τους έκανε να αντιληφθούν αλλιώς τη πραγματικότητα. Μας έφερνε καινούργια, σύγχρονα κείμενα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Συγγραφείς που δεν ήταν οι κλασσικοί που διδασκόμασταν στη Σχολή. Μας πρότεινε νέες φόρμες, νέους τρόπους έκφρασης και μας προετοίμασε να βγούμε πιο έτοιμοι στην αγορά εργασίας. Η Αθανασία, τότε, φρόντισε να μας κάνει ομάδα, να δουλέψουμε πάνω σε ένα ολόκληρο θεατρικό κείμενο και να το κάνουμε παράσταση. Αυτό, μας έβαλε κατευθείαν σε μια διαδικασία να αντιμετωπίζουμε τη δουλειά και τους εαυτούς μας, επαγγελματικά. Να μην είμαστε παιδιά που κάνουν “κάτι σκετσάκια” στη Σχολή και να είμαστε ακριβείς με το αντικείμενο της μελέτης μας. Γι αυτό, της είμαι κι εγώ και “η σειρά μου”, αιωνίως ευγνώμονες””.

It's hard to believe that there's nobody out there
It's hard to believe that I'm all alone
At least I have her love, the city, she loves me
Lonely as I am, together we cry

“Πέρασαν πολλά χρόνια, να ξαναβρεθούμε, η Αθανασία έκανε πολλές και επιτυχημένες σκηνοθεσίες στην Αθήνα, με κάποιους από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες του θεατρικού “γίγνεσθαι”. Παραστάσεις της, γίνονταν sold out. Φροντίζαμε να τις παρακολουθούμε, να είμαστε από κοντά και να κλέβουμε λίγη από την μαγεία που έφερε. Τα χρόνια πέρασαν και ξαναβρεθήκαμε στον “Αρχιμάστορα Σόλνες” του Ίψεν, στο θέατρο ΙΛΙΣΙΑ, με το Γρηγόρη Βαλτινό. Κι έτσι, θυμήθηκα εκ νέου, τους λόγους που είχα αυτόν τον καλλιτεχνικό “έρωτα” μαζί της. Αυτή η φλόγα που σιγόκαιγε, ξαναφούντωσε τότε, και της είπα “Αθανασία, θα ήθελα να ξανασυναντηθούμε, σε παρακαλώ, αν έχεις κάποιο κείμενο που κρίνεις ότι μου ταιριάζει, θα ήθελα να το πραγματώσουμε”. Η Αθανασία μόλις είχε μεταφράσει το “Κάποιος να με προσέχει”, ένα έργο που δεν είχε ξανανέβει στην Ελλάδα, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα. Μου το έδωσε, το διάβασα, ενθουσιάστηκα και της είπα να στήσουμε τη παραγωγή, να το κάνουμε παράσταση. Όπερ εγένετο. Μεσολάβησε η μαύρη εποχή των lockdown, μα εμείς δεν πάψαμε να ονειρευόμαστε, να είμαστε δημιουργικοί. Δεν πάψαμε να δουλεύουμε στο κείμενο και καταλήξαμε στο σήμερα. Όπου εδώ και ένα μήνα βρισκόμαστε Θεσσαλονίκη, στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, παρουσιάζοντας τη παράσταση με μεγάλη επιτυχία.  Είμαστε με το Παύλο Παλάκα και το Παναγιώτη Φανταγμά, τους ανθρώπους πίσω από το θέατρο ΑΥΛΑΙΑ και παραγωγούς του έργου, για μένα, σε ένα από τα ομορφότερα θέατρα της πόλης, με “ταυτότητα” και μαζί με τους συναδέλφους μου, το Δημήτρη Μάριζα και τον Peter Rundle, κάνουμε το “Κάποιος να με προσέχει””.

Sometimes I feel like I don't have a partner
Sometimes I feel like my only friend
Is the city I live in, the city of angels
Lonely as I am, together we cry
I drive on her streets 'cause she's my companion
I walk through her hills 'cause she knows who I am
She sees my good deeds and she kisses me windy
Well, I never worry, now that is a lie

“Σε εκείνα τα χρόνια της Σχολής, με την Αθανασία καθηγήτρια, ποτέ δεν απορρίψαμε το λεγόμενο “κλασσικό”, το ακαδημαϊκό που έφεραν οι υπόλοιποι καθηγητές. Μη παρεξηγηθώ…δομήσαμε με μάθηση για γνώση όλο αυτό που μας πρόσφερε η Σχολή και σε δεύτερη φάση περάσαμε στο να δούμε με μία σύγχρονη ματιά τα πράγματα…Αν δεν κατέχεις το ακαδημαϊκό, το κλασσικό, οτιδήποτε κάνεις, νομίζω ότι είναι νεοτερίστικο μοντέρνο ή σύγχρονο, μα δεν “πατάει” κάπου. Εμείς, ποτέ δεν πήγαμε να απορρίψουμε κάτι παλιό, κάτι κλασσικό και δεν αντιμετωπίζουμε την ιστορία του θεάτρου Τέχνης, ως κάτι μουσειακό. Αυτά είναι τα πολύτιμα εφόδια μας, σπουδαία γνώση, που δίχως αυτά δεν θα είμασταν τίποτα. Είναι αυτά που μας συνδέουν με το πυρήνα μας, για να έχουμε μια κοινή γλώσσα, έναν κοινό κώδικα. Από εκεί και πέρα, είναι απαραίτητη προυπόθεση για έναν καλλιτέχνη, να είναι τόσο ανοιχτός, έτσι ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει το δικό του, προσωπικό αισθητήριο. Κανένας καλλιτέχνης δεν κυκλοφορεί με ένα εγχειρίδιο. Ένα manual που θα του λέει πως θα κάνεις “αυτό κι αυτό”. Γι αυτό και οι καλλιτέχνες δεν είναι ίδιοι μεταξύ τους. Καθένας, κάτι προσωπικό κουβαλάει και αυτό το προσωπικό, καταθέτει πάνω στη δουλειά.  Πάντα, ως ηθοποιός οφείλω και νομίζω όλοι μας, να είμαι και να είμαστε “ανοιχτοί”, προσαρμοστικοί, χαμαιλέοντες στη δουλειά και να μπορούμε να μεταπηδάμε από το κλασσικό στο σύγχρονο, από το μοντέρνο στο ακαδημαικό. Να είμαστε συνεπείς σε όλα αυτά τα ρεύματα».

«Ναι, όπως το λες….το “πάμε Αθανασία, παρέα με δύο ηθοποιούς που θέλουμε, να κάνουμε το έργο στη Θεσσαλονίκη και να περάσουμε καλά-με τη καλή έννοια” δεν είναι το εύκολο. Το εύκολο θα ήταν- όπως λες κι εσύ-να είμαι “ο πρωταγωνιστής” σε μια ακόμα παράσταση στην Αθήνα, σε μια πρόταση που θα μου γινόταν και όχι σε πρόταση που θα δημιουργούσα με φίλους-συνεργάτες. Αν παρατηρήσεις τη προσωπική μου διαδρομή, οι δουλειές που έχω κάνει, κάθε άλλο παρά εύκολες είναι. Οι σκηνοθέτες που έχω συνεργαστεί, δουλεύουν με ένα δύσκολο και απαιτητικό τρόπο, βασανιστικό πολλές φορές-με τη καλή έννοια. Έχω μια εσωτερική ανάγκη να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα. Να ανακαλύπτω τον εαυτό μου, μέσα από τη δουλειά.

Όλο αυτό με το θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, ξεκίνησε μια περίοδο που είχα πολλές προτάσεις σε θιάσους και παραγωγές με μια τεράστια ασφάλεια, δίχως να πρέπει εγώ να τρέξω, εγώ να κυνηγήσω, να παλέψω για πράγματα. Ωστόσο, από όλες τις προτάσεις που είχα, ήξερα πως αυτή ήταν που θα με κάνει χαρούμενο. Κι αν δεν είμαι χαρούμενος στη δουλειά, δεν μπορώ να είμαι και αποδοτικός. Κι αν δεν είμαι αποδοτικός, νιώθω ότι κοροιδεύω το κοινό.

Θέλω οι δουλειές που κάνω, να με αφορούν. Θέλω να μιλάνε στη ψυχή μου. Θέλω οι άνθρωποι που συνεργάζομαι, να με εξελίσσουν, να με πηγαίνουν παρακάτω. Οπότε, ούτε μετανιώνω, ούτε έχω δεύτερες σκέψεις, ούτε με απασχολεί η ταλαιπωρία, ο κόπος-καθόλου!

Αν ήμουν από τις περιπτώσεις των ηθοποιών που περιμένουν να χτυπήσει το τηλέφωνο, για μία δουλειά σε ένα θίασο, μου κάνει σα να είμαι ένας ιδιωτικός υπάλληλος που θα κάνει μια σταθερή δουλειά. Που θα ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Εγώ, δυστυχώς, με αυτό το τρόπο ζωής δεν περνάω καλά. Πλήττω, βαριέμαι, νιώθω ότι βαλτώνω…Πάντα θα με δεις, να “κινώ” εγώ τις δουλειές, κι αυτό για να μπορώ ο ίδιος να νιώθω καλά στη δουλειά. Κι όσο κι αν σε εκπλήσσει, αυτό δεν με κουράζει. Η απραγία με κουράζει. Η μονοτονία με “ρίχνει”. Επειδή, η ζωή μου τα έχει φέρει έτσι, που ξέρω ότι τα καλοκαίρια τελειώνουν, δεν μπορώ να κάθομαι να περιμένω να μου φορέσουν ένα κοστούμι. Θέλω εγώ να φορέσω το κοστούμι που γουστάρω».

«Πάντα ζήλευα το πως είναι διαμορφωμένα τα πράγματα στο εξωτερικό. Αλλού είναι η πρωτεύουσα, αλλού το οικονομικό κέντρο, και σε άλλη πόλη η κοιτίδα του πολιτισμού. Στην Αμερική, δεν είναι η Ουάσιγκτον το καλλιτεχνικό κέντρο. Χτυπάει η καρδιά, στη Νέα Υόρκη, στο Μανχάταν, στο Λος Άντζελες, λίγο λιγότερο στο Σαν Φρανσίσκο. Αντίθετα, στη Γερμανία, οι Τέχνες δεν ανθούν στη Φρανκφούρτη, μα στο Βερολίνο. Θα είχα τεράστια χαρά, αν το ίδιο συνέβαινε και στην Ελλάδα. Με την έννοια, ο καλλιτεχνικός παλμός της χώρας, να μη χτυπά μόνο στην Αθήνα. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη….

Ο παλμός μιας πόλης, με τους ρυθμούς που έχει, αντανακλά και στην ελευθερία έκφρασης που προσδίδει σε έναν καλλιτέχνη για να δημιουργήσει. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα στη πρωτεύουσα είναι πολύ σκληρή και εύκολα μπορεί να σε κάνει να μπεις σε μια διαδικασία δουλειάς που είναι φασόν βιομηχανίας.

Το να έρχομαι στη Θεσσαλονίκη και να ξέρω πως η μόνη έγνοια μου είναι το θέατρο και μόνο, δίχως τριγύρω πράγματα να με αποσπούν, μου δίνει τη πολυτέλεια της προσήλωσης σε αυτό που κάνω.

Η αποκέντρωση είναι μια τεράστια πολυτέλεια που τη παρέχω στον εαυτό μου, για να έχω ένα καλό αποτέλεσμα για τη δουλειά μου. Και θα το δεις και στο μέλλον…όσες φορές μου δοθεί η δυνατότητα, θα το κάνω. Γιατί, το κοινό της Περιφέρειας δεν υπολείπεται σε κάτι του αθηναικού κοινού. Ίσα-ίσα! Το κοινό της Θεσσαλονίκης, λόγω των ρυθμών που ζει, εισπράττει διαφορετικά το προιόν δουλειάς που του προσφέρεις.

Το κοινό δεν έρχεται στη παράσταση για να κρίνει με το «καλημέρα» σας. Έρχεται πρωτίστως, για να ακούσει την ιστορία. Θα κρίνει σε δεύτερο-τρίτο χρόνο. Οι άνθρωποι στην Αθήνα είναι τόσο απαιτητικοί με την έννοια της καχυποψίας, που έρχονται, κάθονται στη θέση τους στο θέατρο και η έγνοια τους είναι στο κινητό τους, ποιος κάθεται μπροστά, ποιος πίσω, τι ώρα χτύπησε το δεύτερο κουδούνι, γιατί είχε απεργία το ΜΕΤΡΟ και περιμένουμε τους θεατές να έρθουν….χίλια δυο, που η συγκέντρωση τους δεν είναι στο θέατρο, μα σε όλα τα υπόλοιπα».

«Ναι, ο MAESTRO θα προβληθεί στο Netflix, και μόνο χαρά είναι όλο αυτό. Με ρωτάς, με 42 σήριαλ μυθοπλασίας στη φετινή τηλεοπτική σεζόν, αν γενικά, όλο αυτό- σε κάποιες σειρές εξ αυτών- μπορούμε να το “πουλήσουμε” προς τα έξω και που υστερούμε….Θα σου πω, που υστερούμε…είναι ένα τεχνικό κομμάτι της δουλειάς μας, που δεν το γνωρίζει ο κόσμος. Μια από τις σπουδαιότερες δουλειές που έγινε στην ελληνική τηλεόραση είναι “Το νησί” σε σκηνοθεσία Θοδωρή Παπαδουλάκη. Αυτή η δουλειά, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι σε μια πλατφόρμα σαν το Netflix, γιατί δεν έχει γυριστεί σε υψηλή ευκρίνεια. Άνθρωποι βλέπουν παλιές αμερικάνικες σειρές να είναι στη πλατφόρμα του Netflix, που όμως έχουν γυριστεί σε φιλμ κι έτσι η ποιότητα της εικόνας να μπορεί να μεταγραφεί σε digital μορφή, αλλά υψηλής ευκρίνειας. Για να μπει, λοιπόν, μια ταινία ή σειρά, σε μια πλατφόρμα, πρέπει να έχει συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά. Για να υπάρξουν αυτά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, πρέπει να δίνεται και το αντίστοιχο οικονομικό budget. Αν το budget είναι της τάξης των 50.000 ευρώ το επεισόδιο, μια πλατφόρμα σαν το Netflix θα την απορρίψει. Γιατί, απλούστατα, δεν τηρεί τα τεχνικά στάνταρ για να υπάρξει στη πλατφόρμα. Ακούγεται μπακαλίστικο αυτό που λέω, μα είναι η αλήθεια.

Δεν έχει να κάνει με το αν αρέσει μια δουλειά ή όχι, αν είναι καλής αισθητικής ή όχι, αν είχε ωραία πλάνα, καλές ερμηνείες…αυτά είναι και λίγο υποκειμενικά. Αυτά, το Netflix, ξέρει να τα κρίνει καλύτερα από το καθένα μας.

Το Netflix είδε όλη τη σειρά αυτούσια και την αγόρασε. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει τα ίδια τα κανάλια και οι παραγωγοί να αντιμετωπίσουν μια σειρά μυθοπλασίας με μια «μεταπολιτευτική αξία». Όχι ως κάτι που θα γίνει, για να υπάρχει εντός των τειχών.

Αν αντιμετωπίζουμε τη δουλειά κοντόφθαλμα, δεν μπορεί μια τηλεοπτική σειρά να σταθεί σε μια διεθνή αγορά. Δεν μπορεί να πάει στις Κάννες και να πουληθεί σε ένα ξένο δίκτυο. Όσο τα κανάλια δεν επενδύουν σοβαρά στη μυθοπλασία-όπως για παράδειγμα η Τουρκία που κάνει με ένα τεράστιο μηχανισμό τηλεοπτικές σειρές, με τη μυθοπλασία της να είναι εξαγώγιμο προιόν, γιατί πληρούν οι σειρές της, τα τεχνικά χαρακτηριστικά- δεν μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα.

Αν τα κανάλια, δεν πάρουν το ρίσκο-γιατί είναι μεγάλο ρίσκο-δεν θα ξέρεις και τί προοπτική έχει. Όπως πήρε το ρίσκο η εταιρεία μας, όπως πήρε το ρίσκο ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης και ξεκίνησαν αυτή τη δουλειά, με προοπτική μια διεθνή αγορά. Και θα σου πω και κάτι…κανένας δημιουργός στην Ελλάδα, δεν είναι λιγότερο καλός από τους δημιουργούς του εξωτερικού. Κι είναι αποδεδειγμένο, από την εποχή του Λάνθιμου, ως τα χρόνια του Χριστόφορου. Έχουμε σπουδαίους δημιουργούς που μπορούν να παράξουν σειρές και ταινίες που ωραιότατα μπορούν να σταθούν σε μια διεθνή αγορά. Κι έχουμε και σπουδαίους ηθοποιούς, εξαιρώ τον εαυτό μου για ευνόητους λόγους, που μπορούν να χαρίσουν ερμηνείες, μοναδικής εμβέλειας».

I don't ever wanna feel
Like I did that day
Take me to the place I love
Take me all the way
I don't ever wanna feel
Like I did that day
Take me to the place I love
Take me all the way
Yeah, yeah, yeah

«Σε ότι αφορά τη μυθοπλασία, έχουμε μείνει λίγο πίσω στα κείμενα στην Ελλάδα, γιατί με την οικονομική κρίση, τα κανάλια αγοράζουν ξένα φορμάτ, θεωρώντας ότι αυτό ενέχει μικρότερο ρίσκο. Διότι είναι δοκιμασμένες δουλειές που έχουν παιχτεί στο εξωτερικό. Να τις κάνεις adaptation, σου δίνει την αίσθηση ότι η αποτυχία είναι πιο…μακριά. Οπότε, δεν έχουμε δώσει στους Έλληνες σεναριογράφους να δείξουν τί είναι αυτό που μπορούν να κάνουν. Ωστόσο, στο κομμάτι του κινηματογράφου, ακόμη και σήμερα βγαίνουν ταινίες-διαμάντια-οπότε ναι, έχουμε καλούς Έλληνες σεναριογράφους. Αλλά και εκεί παίζει ρόλο το budget.  Στο εξωτερικό, υπάρχει μια ομάδα δέκα ατόμων πάνω από το σενάριο και δουλεύουν μια τηλεοπτική σειρά. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, στη περίπτωση του Χριστόφορου, το σενάριο το έγραψε μόνος του. Παντελώς, μόνος του! Και τώρα, γράφει το δεύτερο κύκλο του Maestro»!

«Μου δίνει χαρά που περπατώ στη Θεσσαλονίκη, μια κάπως άγνωστη πόλη για μένα. Παίρνω τη αύρα και την ενέργεια της Θεσσαλονίκης. Θέλω να συνδιαλέγομαι με τους ανθρώπους της. Γνωρίζω καινούργιες συνήθειες και αυτό μου δίνει χαρά. Δεν είμαι αποκομμένος από τη κοινωνία, ότι κάνω Τέχνη σε μια γυάλα….είμαι κομμάτι αυτής της κοινωνίας. Είμαι και προσαρμοστικός άνθρωπος. Θέλω να εντάσσομαι σε σύνολα. Θέλω να τα ακολουθώ, να γίνομαι κομμάτι αυτών. Δεν είμαι κάνας παρατηρητής. Δεν κάθομαι επάνω σε θρόνο και παρατηρώ. To mingling που λένε οι Αμερικάνοι, με αφορά πολύ. Αυτά μου δίνουν ζωή.

Ανεξαρτήτως το τι έχει περάσει ο καθένας, το να αναζητάς το φως είναι προσωπική επιλογή και εγώ το αναζητώ. Μπορώ να στο πω με μεγάλη βεβαιότητα αυτό, γιατί είχα περάσει περιόδους που είχα «ρίξει άγκυρα» στα σκοτάδια. Κι είχα «ρίξει άγκυρα», γιατί κάτι με βόλευε σε αυτή τη περιοχή. Αλλά, πλέον, έχω επιλέξει στη ζωή μου να πηγαίνω προς το φως. Να πηγαίνω προς τον ουρανό, κι όχι προς τη γούβα. Αυτό με ενδιαφέρει, αυτό με αφορά».

Is where I drew some blood
Under the bridge downtown
I could not get enough
Under the bridge downtown
Forgot about my love
Under the bridge downtown
I gave my life away
Yeah, yeah

«Τί αναθεώρησα, μέσα μου, τελευταία; Επειδή κάνω ψυχοθεραπεία, είναι ένα διαρκές process αυτό. Θέλω συνέχεια να αλλάζω το τρόπο σκέψης μου, θέλω συνέχεια να αμφισβητώ τον εαυτό μου, να έχω αντίρρηση με τις συνήθειες μου, να απορρίπτω τα χούγια μου. Αν νιώσω ότι τα ξέρω όλα, θα νιώσω πως κάπως γέρασα, κάπως έφτασα στο τέρμα. Κι αυτό μου ακούγεται οδυνηρό. Θέλω να είμαι ένας μόνιμος μαθητής, ένας άνθρωπος σε διαρκή εξέλιξη- καλή ή κακή δεν ξέρω…αυτό που δεν θέλω να ξεχάσω είναι ότι οφείλω να κάνω λάθη. Λάθη. Λάθη, λάθη…ας κάνω όσα περισσότερα λάθη μπορώ. Μόνο από τα λάθη θα μάθω και μόνο μέσα από αυτά, θα μπορέσω να βρω τα σωστά».

«Με ρωτάς αν η φιλία είναι πάνω από τον έρωτα….δεν τα βάζω στο ίδιο ζύγι. Είναι άλλο η φιλία κι άλλο ο έρωτας. Και τα δύο έχουν τεράστια οφέλη και είναι απολύτως απαραίτητα στη ζωή μας. Δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου, δίχως τους φίλους μου. Όπως και δίχως μια ερωτική συντροφιά. Ο κοινός παρονομαστής είναι να έχουμε επιλέξει να συνδεόμαστε με τους ανθρώπους. Και για να μπορούμε να συνδεόμαστε με τους ανθρώπους, οφείλουμε να κατανοούμε την ανάγκη της ουσίας μας. Είναι εύκολο να κλεινόμαστε μέσα στα κάστρα μας. Εκεί, άλλωστε, είμαστε ασφαλείς. Όμως, τα κάστρα έχουν πολύ υγρασία, πολύ μοναξιά και πολύ ηχώ. Εσύ, ξεμυτίζεις, από το κάστρο σου;»…