at a glance
Top

Το γεύμα

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Μια ιστορία μικρή

Πέμπτη πρωί κάλεσε το ταξί -μα τι της ήρθε μεσοβδόμαδα;- και την κατέβασε μπρος ακριβώς από το μανάβικο του Στράτου. Το πιο μεγάλο, το πιο περιποιημένο, το πιο φρέσκο μανάβικο της μικρής επαρχιακής πόλης. Της πόλης που γεννήθηκε, παντρεύτηκε, έζησε.

Διάλεξε τα καλούδια της με περισσό μεράκι. Δυο πράγματα από το ένα, δυο από το άλλο. Μια ψυχή ήτανε πόσο να φάει! Της άρεσε, όμως, και το μαγείρεμα και το αποτέλεσμά του. Α, να τα λέμε αυτά, να τα λέμε! Κάποτε έτρωγε με τέτοια όρεξη που την ζήλευες και την χαιρόσουνα. Πλέον περιορισμένα όλα. Το γήρας σέρνει μαζί του κι ένα σωρό βαρίδια κι αν θέλεις κι αγαπάς τη ζωή είσαι αναγκασμένος να κάνεις τις θυσίες σου. Και τις έκανε.

Διάλεξε έξι πιπεριές για γέμισμα -ίσο μπόι ίσο βάρος- δύο ντομάτες μεγάλες κι ώριμες, ένα ματσάκι μαϊδανά, λίγα μικρά κόκκινα κρεμμύδια και ένα μικρό τσαμπί σταφύλια που πιάσανε τιμή στο Θεό φέτος. Α, κι ένα σκόρδο, δήθεν για την πίεση. Της άρεσε πολύ, μωρέ. Το ‘χωνε παντού. Όταν ζούσε ο άντρας της την πείραζε, εσύ είσαι ικανή να το βάλεις και στο κέικ. Μη μου βάζεις ιδέες, απαντούσε μειδιώντας.

Πλήρωσε τον Στράτο με μετρητά, 8 ευρώ και 20 λεπτά – τα σταφύλια κάνανε τη διαφορά, αλλά χαλάλι τους- μπήκε στο ταξί που την περίμενε με υπομονή και γύρισε στο καταφύγιό της. Στον μόνο τόπο που ηρεμούσε. Στις εικόνες της, στις αναμνήσεις της. Εκεί που ήξερε ακριβώς από ποιο σημείο του ταβανιού θα στάξει, σα βρέξει έντονα, για να προλάβει να βάλει τη λεκανίτσα από κάτω ώστε να μη γίνει χάλια το σαλόνι της, εκεί που γνώριζε ότι στο δεξί πρώτο συρτάρι της κουζίνας υπάρχει το μπλε μαχαίρι που κόβει καλύτερα απ’ όλα τα μαχαίρια του κόσμου, εκεί που μετρώντας δώδεκα βήματα -κάποιες φορές τα βράδια και λίγα παραπάνω, δε βαριέσαι- θα βρισκότανε από το κρεβάτι της στην απότομη σκάλα της εξόδου. Εκεί, όπου συχνά πυκνά άκουγε τα βήματα των παιδιών της να φέρνουν βόλτες πάνω στους μουσαμάδες που ‘χε στα πατώματα ‘κείνα τα χρόνια. Δε λέγεται τυχαία η φράση σαν στο σπίτι μου δεν έχει! Άτιμα γηρατειά που τη στέλνανε να ξεχειμωνιάζει στη Σαλονίκη τα τελευταία χρόνια. Καλά – χρυσά τα παιδιά της. Καλά – χρυσά, γαμπροί, νυφαδιές και εγγόνια και από χρυσά ακόμη πιο χρυσά. Μα έλα που της έλειπαν οι γλάστρες της -ειδικά εκείνες οι μολόχες της στο τζαμωτό μπαλκόνι της, κόκκινες κόκκινες- οι φωτογραφίες στα κάδρα της, η μυρωδιά από την υγρασία στον τοίχο. Ναι μωρέ, κι αυτή η μυρωδιά της έλειπε, τι να κάνουμε; Και το στρώμα της, φυσικά. Που είχε πάρει το σχήμα από το σουλούπι της και θαρρείς είχε φτιαχτεί γι’ αυτήν. Η γειτονιά της, έπειτα! Κάθε σπιθαμή της γειτονιάς της. Όλα της έλειπαν και με όλα συμβιβάστηκε. Κι εκείνο, εκείνο, εκείνο… το φλιτζανάκι του καφέ. Κι εκείνο της έλειπε, μα ντρέπονταν να το πάρει μαζί της μη και τυχόν την παρεξηγήσουνε. Ήτανε του αντρός της, βλέπεις. Του μπαμπά τους. Και από τότε που έφυγε εκείνος τής άρεσε να πίνει από εκεί μέσα τον καφέ της. Έτσι. Εις μνήμην του. Κάθε μέρα τού το ‘φτιαχνε το μνημόσυνο και αντάμωναν τα χείλη τους στου φλιτζανιού το χείλος.

Καλημέρα – μου λείπεις – πώς περνάς; – σ’ αγαπώ.

Κάθε ημέρα, εκτός από την περίοδο της χειμέριας νάρκης της στη Σαλονίκη. Συμβιβασμός και αυτός.

Ρύζι είχε, κιμά είχε έτοιμο από χτες. Έπλυνε πιπεριές και ντοματούλες, έβαλε την τηλεόραση να παίζει και ας μη γύρισε στιγμή το βλέμμα πάνω της και βάλθηκε, με τους δικούς της ρυθμούς, βέβαια, να ετοιμάζει το φαγητό της. Ένα φαγητό που θα την έβγαζε άνετα τρεις μέρες. Μερακλού ήτανε, όρεξη είχε, αλλά ήτανε και εγκρατής. Ήτανε και μόνη, το βασικότερο.

Μοσχοβόλησε η κουζίνα της σαν έβγαλε από τον φούρνο της το μικρό στρογγυλό ταψί με τα καλοψημένα γεμιστά της. Αραδιασμένα με μαεστρία και υψηλή αισθητική. Στο κέντρο οι δυο ντομάτες να δεσπόζουν, κλεισμένες με καπάκι το πάνω μέρος της ίδιας της ντομάτας και οι έξι πιπεριές να τις πλαισιώνουν έχοντας την ίδια φορά. Τελειότητα! Να γλύφεις τα δάχτυλά σου πριν τα γευτείς. Είχε φτάσει μεσημέρι. Σε λίγο θα έστρωνε πάνω στη φορμάικα. Μια πιπεριά, μια ντομάτα, λίγο κατσικίσιο τυρί και μία λεπτή φέτα ψωμάκι. Μπερκιέτ! Κι όσο ετοιμαζότανε και τα έβαζε όλα σε μια σειρά, ντριν, το κουδούνι της. Η συννυφάδα της! Και, ξάφνου, μια πίτα με μυζήθρα, σπανάκι και πράσο ν’ αχνίζει μπρος στα μάτια της. Τέσσερα ολόκληρα κομμάτια τής έδωσε.

Κοίταξε τα γεμιστά της, γύρισε στην πίτα. Ξανακοίταξε τα γεμιστά της, επέστρεψε το βλέμμα της στην πίτα. Γεμιστά ή πίτα, πίτα ή γεμιστά; Πίτα, γεμιστά – γεμιστά, πίτα… Νίκησε η πίτα· σημειώσατε δύο. Και έτσι έγινε.

Για την επόμενη ημέρα ήξερε ακριβώς τι θα φάει δίχως ερωτήματα. Τα έβαλε στο ψυγείο κι έδωσαν ραντεβού για το μεσημέρι της Παρασκευής. Θα συναντιόντουσαν όπως και να ‘χε. Και έτσι έγινε.

Έφαγε μια πιπεριά και μια ντομάτα. Πω πω νοστιμιές. Τα γεμιστά όταν κάτσουν στο ψυγείο, θαρρείς ότι γίνονται ακόμη πιο νόστιμα. Σαν τη φασολάδα ένα πράμα.

Κι έπειτα ήρθε η νύχτα. Κι έκανε η ίδια το τηλεφώνημα στη συννυφάδα της. Κι έπειτα ήρθε το ασθενοφόρο. Κι έπειτα  έφυγε η ψυχή της  δίχως να προετοιμάσει κανέναν. Μ’ ένα φου, έτσι ακριβώς όπως θα ‘θελε. Όπως ήθελε! Σα βραδινό αγέρι του Αυγούστου. Πού να πρωτοπηγαίνουν άραγε οι ψυχές σαν είναι καλοκαίρι, ποιον πρωτοσυναντούν…

Μάθανε τα μαντάτα τα παιδιά της, πήραν τους δρόμους και το μεσημέρι γύρισαν κλειδί στο άδειο και ορφανεμένο σπίτι τους.

Τα ‘πανε μεταξύ τους, κλάψανε, γέλασαν, ξανακλάψανε, θυμήθηκαν… Έτσι είναι αυτά.

Να σας φέρω κάτι να φάτε, ρώτησε δειλά η θεία τους.

Όχι, βρε θεία, να ‘σαι καλά. Μας μαγείρεψε η μάνα γεμιστά, μη της χαλάσουμε το χατίρι, της είπανε και στρώσανε πάνω στη φορμάικα τραπεζομάντηλο, μοιράζοντας ακριβοδίκαια το τελευταίο γεύμα από τα χέρια της. Το τελευταίο αν αγαπάς και πώς να το πιστέψεις.