at a glance
Top

Μ. Γιώργος

κείμενο | νίκη_ζερβού */* φωτογραφίες | εύη_μούρνου

μούσα

Περίμενε, όπως κάθε φορά, στη γωνιακή καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Διάλεξε αυτήν την καρέκλα γιατί έτσι μπορούσε να βλέπει τη γραμματεία, την πόρτα του γιατρού, το παράθυρο και τον κόσμο έξω από αυτό. Εκείνη τη μέρα είχε απροσδόκητα πολλή κίνηση και φασαρία. Η γραμματέας έδινε βροντόφωνα και ασταμάτητα συνταγές για ζάναξ και αταράξ και στον απέναντι καναπέ μια γυναίκα δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει στο κινητό για συνταγές μαγειρικής. «…μα ναι! Εγώ ουσιαστικά τις πιπεριές τις πετάω. Αφού μόνο το ρύζι τρώνε». Της έκανε εντύπωση πώς γίνεται να μιλάει κάποιος αποκλειστικά και μόνο για συνταγές μαγειρικής πάνω από μισή ώρα. Όχι, αυτή η γυναίκα δεν ήταν ασθενής. Δεν καθόταν σκεπτική, δεν δάγκωνε τις παρανυχίδες και το βασικότερο, δε φαινόταν άρρωστη. Οι ψυχικά ασθενείς άνθρωποι έχουν θαρρείς μια μυρωδιά διαφορετική και η Κωνσταντίνα το ήξερε. Είχε αργήσει να εμφανιστεί ο γιατρός μισή ώρα περίπου και όσο περνούσαν τα λεπτά η αναμονή γινόταν αβάσταχτη.

Άνοιξε η πόρτα. «Έλα να σε δω». Κάθε φορά αυτή η φράση. Την κοιτούσε στα μάτια, έλεγε αυτήν τη φράση, ζόριζε ένα αχνό χαμόγελο και επέστρεφε μέσα. Το γραφείο του ήταν καθαρό, με βαριά έπιπλα και πολλά βιβλία.

Ο Μ. Γιώργος είχε δει πολλά και είχε ακούσει ακόμη περισσότερα, όμως παραδεχόταν πως η Κωνσταντίνα είναι ξεχωριστή. Πανέξυπνη, κοινωνικά ευφυής, αναλυτική και πολύ επικίνδυνη. Της ήταν αδύνατον να συνδεθεί συναισθηματικά με τους ανθρώπους. Δεν ήξερε να φτιάχνει αληθινές σχέσεις. Τα έβλεπε όλα με συν και πλην: Τι θα κερδίσει και τι θα χάσει, τι θέλει, τι έχει και τι μπορεί να αποκτήσει. Για τον Μ. Γιώργο, λοιπόν, κι εφόσον δεν υπήρχε κάποια εμφανής ψυχική ασθένεια να καταπολεμηθεί, η περίπτωση αυτή αποτελούσε μια πρόκληση. Η Κωνσταντίνα, αν και έλεγε πως ήθελε την αγάπη, έβγαινε στα μπαράκια, φλέρταρε με αγνώστους και, πολλές φορές, κατέληγε στο κρεβάτι μαζί τους. Κατέκρινε όποια γυναίκα αντιστεκόταν στις ορμές της αυτές και την χαρακτήριζε δειλή. Ο Μ. Γιώργος σκέφτηκε και απάντησε: «Δεν καταλαβαίνεις πως αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να είναι απλά γαμωδοχεία; Ότι δε θέλουν τίποτα παραπάνω;» Τα μάτια της Κωνσταντίνας άστραψαν. «Γιατί ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω κάτι παραπάνω; Όλοι γαμωδοχεία είμαστε. Και όσοι αμφιβάλλουν δεν αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο.» Ο Μ. Γιώργος ήξερε: «Εσύ δεν είσαι ελεύθερη. Η υπερσεξουαλικότητα είναι μια ακόμη μορφή σκλαβιάς. Δεν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να γνωρίσει την αγάπη.»

Αλήθεια, τα πίστευε αυτά που έλεγε; Σκέφτηκε τον εαυτό του στην ηλικία της Κωνσταντίνας. Τι ήθελε; Όχι, δεν ήθελε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που περιέγραψε η ασθενής του. Έλεγε ψέματα.

Κι όμως δεν επρόκειτο για υπερσεξουαλικότητα. Ούτε για λαγνεία ή αδυναμία. Η Κωνσταντίνα το ήξερε αλλά της φαινόταν αδιανόητο να το παραδεχτεί. Ήταν απλά πολύ γεμάτη. Τόσο που κάποιες φορές νόμιζε πως θα σκάσει. Σε έναν κόσμο που έμαθε να συγκρατείται και να μαζεύεται, ένιωθε σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Ήθελε να δίνει και να δίνεται, ήθελε να μην υπάρχουν όρια στον εαυτό της.

Ο Μ. Γιώργος το έβλεπε στο βλέμμα της. Στον τρόπο που τον κέρδιζε. Στην αδυναμία του να την εξηγήσει. Έτσι, ξαφνικά, ζήλεψε.

Η Κωνσταντίνα εκείνο το βράδυ γνώρισε δύο άντρες. Στο τέλος της βραδιάς, προχώρησε στο χωλ, κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και θαύμασε τη φιγούρα της. Ένιωθε ανάλαφρη σαν πούπουλο, διάφανη σα νερό. Παντοδύναμη και ελεύθερη σαν άτι, κατάλευκο, αδάμαστο.

Ο Μ. Γιώργος τινάχτηκε τον ύπνο του. Κοίταξε τη γυναίκα του και άρχισε να τη φιλάει. Έκαναν έρωτα σαν να ήταν η πρώτη τους φορά.