κείμενο | νίκη_ζερβού */* φωτογραφίες | εύη_μούρνου
μούσα
Περίμενε, όπως κάθε φορά, στη γωνιακή καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Διάλεξε αυτήν την καρέκλα γιατί έτσι μπορούσε να βλέπει τη γραμματεία, την πόρτα του γιατρού, το παράθυρο και τον κόσμο έξω από αυτό. Εκείνη τη μέρα είχε απροσδόκητα πολλή κίνηση και φασαρία. Η γραμματέας έδινε βροντόφωνα και ασταμάτητα συνταγές για ζάναξ και αταράξ και στον απέναντι καναπέ μια γυναίκα δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει στο κινητό για συνταγές μαγειρικής. «…μα ναι! Εγώ ουσιαστικά τις πιπεριές τις πετάω. Αφού μόνο το ρύζι τρώνε». Της έκανε εντύπωση πώς γίνεται να μιλάει κάποιος αποκλειστικά και μόνο για συνταγές μαγειρικής πάνω από μισή ώρα. Όχι, αυτή η γυναίκα δεν ήταν ασθενής. Δεν καθόταν σκεπτική, δεν δάγκωνε τις παρανυχίδες και το βασικότερο, δε φαινόταν άρρωστη. Οι ψυχικά ασθενείς άνθρωποι έχουν θαρρείς μια μυρωδιά διαφορετική και η Κωνσταντίνα το ήξερε. Είχε αργήσει να εμφανιστεί ο γιατρός μισή ώρα περίπου και όσο περνούσαν τα λεπτά η αναμονή γινόταν αβάσταχτη.