at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Νικόλα Δροσόπουλου

κείμενο | νικόλας δροσόπουλος */* φωτογραφίες | αρχείο νικόλα  */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

ακούς;

Δεκέμβρης 2023, Θεσσαλονίκη

Ανοίγω τα μάτια μου. Ησυχία μην ξυπνήσω τη Σεμ (Σεμίραμις), που κοιμάται στο σαλόνι, απορία αν ο Πάρης ξύπνησε, γιατί σήμα έχει μόνο στο δωμάτιο του. Κοιτάω το φωταγωγό να δω μια γραμμή ουρανού που φαίνεται και να καταλάβω τι μπουφάν θα φορέσω. Μένουμε σε ένα μικρό υπόγειο φέτος στην Κάτω Τούμπα. Φοράω πρόχειρα ρούχα, κρεμάω χιαστί τη φωτογραφική, παίρνω το Χακού και φεύγουμε τρέχοντας για το αμάξι.

Βάζω μπρος, νιώθω την ανάσα του Χακού στο σβέρκο, ανοίγω ραδιόφωνο, κουτσομπολιά, προγνώσεις καιρού, χριστουγεννιάτικα τραγούδια, πόλεμος, διαφημίσεις, σκυλάδικα, το αφήνω στο τρίτο. Ο ζογκλέρ στο φανάρι, ο μπουφετζής-κυνηγός στο καφέ που ζαχαρώνει το Χακού για να τον πάρει για αγριογρούρουνα(;) και έπειτα ο φίλος ρομά που μου καθαρίζει το παρμπρίζ και ανταλλάσσουμε ένα ωραίο χαμόγελο καλημέρας. Φτάνω Σέιχ Σου, βάζω μια λίστα με μουσική (σήμερα έβαλα Κηλαηδόνη, ήταν ωραίος με τον ήλιο) στα ακουστικά και παίρνω μια πέτρα και την πετάω στο Χακού.. έτσι παίζει.

Μέχρι να μου τη φέρει πίσω, εγώ ψάχνω για κανένα μανιτάρι. Φέτος, έχω μια εμμονή με τα μανιτάρια. Ξεφεύγει το μυαλό μου. Βρίσκω το όνομα του, βιώνω ένα περίεργο είδος ικανοποίησης που συστήθηκα με αυτό το εξωγήινο πλάσμα που φυτρώνει με θέα το Θερμαϊκό, και το αφήνω πάλι πίσω. Έτσι κρατώ ζωντανή τη σχέση μου με τα βουνά. Αν μπορούσα, να είμαι μέρα παρά μέρα σε μια κορφή, σε ένα φαράγγι και να τρέχω, θα ήμουν σίγουρα πιο ήρεμος.

Ευτυχώς, εδώ σε κοντινή απόσταση τα έχεις όλα. Κάνω πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα με το αυτοκίνητο. Λίμνες, ποτάμια, βουνά. Η μισή μου μέρα βρίσκεται εκεί.
Επιστρέφω σπίτι. Πίνουμε ένα καφέ ακόμα, μαζεύουμε τα κομμάτια μας, ξυπνάμε ξανά, και φεύγουμε για το θέατρο. Πάω μαζί με τη Σεμ. Ο Πάρης πάει μόνος του. Ο καθένας βρίσκει λίγο προσωπικό χώρο, γιατί στο υπόγειο δεν έχουμε πόρτες. Ναι, δεν έχουμε πόρτες. Για να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα, όταν μεταναστεύεις σε άλλη πόλη για μερικούς μήνες, κάνεις εκπτώσεις γιατί πρέπει να συντηρήσεις δύο σπίτια. Εμείς τώρα, ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΡΤΕΣ.
Φτάνουμε στο θέατρο κανένα δίωρο πριν απ’ την παράσταση. Κάποιες μέρες, κάνω πρόβα, θα κάνουμε αντικατάσταση φέτος. Ο αγαπημένος μου Τζίνο (Πάρης Αλεξανδρόπουλος) φεύγει και θα αναλάβω εγώ το ρόλο. Τον δικό μου, το Νίκο, ο Χρήστος ο Τσάβος. Νέο αίμα στην ομάδα.

Κάθε μέρα αυτή η παράσταση είναι μια καινούργια πρόκληση. Άλλο κοινό, άλλες αντιδράσεις, άλλες σκέψεις, άλλα μάτια. ”Απόψε πεθαίνει ο φασισμός”, ”ΔΗΚΕΟΣΙΝΗ”, ”Siamo tutti clandestini” και άλλα τέτοια φωνάζουμε στο μικρό θέατρο της Μονής. Ωραία δε θα ήταν να ηχούσαν παντού; Να ξυπνούσαμε ένα πρωί από αυτά. Για τον Ρομά φίλο που καλημεριζόμαστε, για τον Ζογκλερ στο φανάρι, για τη γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα, για τους φυλακισμένους πρόσφυγες σε νησιά και ποτάμια, για κάθε χαμένο αυτού του κόσμου, που τουλάχιστον, δε σταματάει να το παλεύει, κι ας χάνει.

Δεν πιστεύω πως με το θέατρο αλλάζει ο κόσμος, αλλά μπορούμε να φανταστούμε την ομορφιά και να τη ζήσουμε για ένα δίωρο με όσους είμαστε εκεί, παρέα. Τα υπόλοιπα στους δρόμους και πίσω στην πραγματικότητα. Η “Σοφία” του έργου, κάποια στιγμή μας ρωτάει τι φοβόμαστε στον 21ο αιώνα. Τί απαντάς εκεί ρε φίλε; Τί να πρωτοαπαντήσεις;
Ο Χρήστος, η Ξένια, η Σεμίραμις, ο Πάρης, ο Δημήτρης, η Μπέττυ, η Χρυσή, ο Νίκος, ο Γιώργος, ο Χρήστος, η Άννα, η Ελένη, ο Εδουάρδος, η Μαρίνα, ο Τάσος, ο Γιάννης, ο Ηλίας, ο Βασίλης και ο άλλος Βασίλης, είναι άνθρωποι που μόχθησαν και μοχθούν κάθε μέρα γι’αυτό, με πολλά προσωπικά κόστη. Την πονάμε όλοι πολύ την παράσταση. Δεν ξέρω πόσο συχνά το βρίσκεις αυτό στη δουλειά.
Τελειώνουμε. Χειροκρότημα, λαχανιασμένοι αλλάζουμε, συζητάμε κάνα ευτράπελο στο καμαρίνι και βγαίνουμε. Παίρνω όποιον είναι να έρθει μαζί μου στο κέντρο και πάω τρέχοντας για φαγητό, συνήθως “Βέργες”, έχει το ωραιότερο κοψίδι των Βαλκανίων, έτσι λέω όταν πεινάω πολύ. Πίνουμε και ένα ουίσκι κάπου στη Ρωμαϊκή, πάω σπίτι, μπαίνω από τη μία πόρτα που έχει, η άλλη είναι στο μπάνιο (τουλάχιστον). Βόλτα με το Χακού ξανά στα πέριξ της Τούμπας. Τηλέφωνα στην Αθήνα, έχω τη ζωή μου εκεί και τα βράδια μου λείπει λίγο περισσότερο. Γύρω γύρω Παοκτζήδες, αλητεία, διώροφα πούλμαν με καλοντυμένα έφηβα που τα πηγαινοφέρνουν σε κάτι παρακμιακά μπουζούκια, εκείνα διασχίζουν το δρόμο και τραγουδάνε τραπ. Ελληνικό σχολείο και πολιτισμός στα καλύτερα του. Σκέφτομαι και ‘γω τετραήμερη στη Θεσσαλονίκη από το Ζευγολατιό Κορινθίας, στα μπουζούκια μας πήγαν, φορούσα καζάκα μωβ και γραβάτα μαύρη. Υπάρχει ελπίδα, σκέφτομαι. Γυρνάω σπίτι, φτιάχνω τσάι, κουβεντιάζουμε, γράφω καμμιά σκέψη και κοιμάμαι.
Ξυπνάω και πάμε πάλι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έχω ξαναπεράσει περίοδο στη ζωή μου, που να φωνάζω καθημερινά μαζί με άλλους, μέσα κι έξω: ”ΑΠΟΨΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ”

* Ο Νικόλας Δροσόπουλος συμμετέχει στη θεατρική παράσταση “Σε εσάς που με ακούτε” της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη, που παρουσιάζεται στο μικρό θέατρο Μονής Λαζαριστών, στη Θεσσαλονίκη, για δεύτερη χρονιά και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.