Πρόσωπα μπαινοβγαίνουν σαν φλασιές φωτός αλλάζοντας τις ισορροπίες μέσα μου, αφήνοντας το χνάρι τους που θα γίνει ορατό πολύ αργότερα. Ο Αγγελόπουλος, ο Μαστρογιάννι, ο Χατζιδάκις, η Έλλη Παππά, ο Καϊτέλ, η Δημουλά, άνθρωποι μυθικοί και τεράστιοι. Τόση τύχη, τόση γνώση, ομορφιά και σοφία στη ζωή ενός παιδιού που το μόνο που ήθελε ποτέ να κάνει είναι να ισορροπεί πάνω στις πουέντ του. Και δίπλα τους οι δικοί μου άνθρωποι, το βέλος, η ασπίδα και το τόξο μου. Κι είμαι 28 χρονών και πληγώνομαι κι εγώ από τα βέλη του έρωτα. Κι είμαι 30 χρονών και ό,τι ξέρω για τον κόσμο καταλύεται και η φωνή μου ενώνεται με τα εξαγριωμένα πιτσιρίκια τον Δεκέμβριο του 2008. Από την ταράτσα του Θεάτρου “Αθηνών” και για τις μέρες που ακολούθησαν παρακολουθώ σταδιακά την πραγματικότητα να αλλάζει και «τα παιδιά με τα γρατζουνισμένα γόνατα που τους έλεγαν αλήτες» να διεκδικούν θέση και ύπαρξη. Μέσα από κεραυνό και φωτιά. Πως αλλιώς; Και από τότε ο φόβος φώλιασε στις ζωές μας. Σαν κάτι να διαταράχτηκε εκ βαθέων. Από τα θεμέλια. Κι από ‘κει και μετά ο κόσμος γυρνάει τούμπα. Μνημόνια, λιτότητα, εθνικός διασυρμός. Τα παιδιά μας πέφτουν νεκρά από σφαίρα αστυνομικών, κάποια άλλα παιδιά πνίγονται στο Αιγαίο σε ένα ταξίδι – φευγιό από πολέμους και καταστροφή, νόμοι τρόμου στιγματίζουν νέους ανθρώπους ανακόπτοντας την πορεία τους, ρημάζοντας τη ζωή τους, τιμητές του Χίτλερ βγαίνουν απ’ το λαγούμι τους, ορίζουν τις ζωές μας, εισβάλλουν στις γειτονιές μας, στα σχολειά των παιδιών μας, ντύνονται μανδύα νομιμότητας.
Κάποιοι που μοιάζουν με ανθρώπους ονειρεύονται κρεματόρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκκαθαρίσεις. Μολύνουν τις ζωές μας με λόγο μίσους, ξερνώντας οχετό ρατσισμού και μισαλλοδοξίας. Ένας νέος άνθρωπος πέφτει νεκρός από μαχαίρι φασίστα. Και η ελληνική κοινωνία που μέχρι τότε αντιδρά στα γεγονότα με αντανακλαστικά μαστουρωμένου, βλέπει για πρώτη φορά το τέρας κατάματα. Αυτή είναι η σύγχρονη ελληνική ιστορία, μάγκα μου, καθόλου ένδοξη, καθόλου ηρωική.
Από τότε ο χρόνος έχει διασταλεί σαν μέσα σε ένα υδάτινο σύμπαν. Το παράλογο διαφεντεύει τις ζωές μας. Αντικρίζω το δυστοπικό μέλλον. Το βλέπω να έρχεται φουριόζικο, σαρωτικό, παρασέρνοντας στο διάβα του συνειδήσεις, ηθική, αξίες και ιδεολογία. Βλέπω τη «μαμά» πατρίδα, της κρίσης, της ανεργίας, της ανέχειας, της απώλειας προσανατολισμού και οράματος. Άνθρωποι γίνονται σκιές του εαυτού τους, μια χώρα κουρελιασμένη προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της. Ανθρωποφαγία και διχασμός. Ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται με την ήττα να καραδοκεί. Όση σιωπή τόση κι εκκωφαντική φασαρία, και δεν μπορείς να πεις με σαφήνεια ποια συνθήκη θα μας σώσει απ’ τους «βαρβάρους».
Προσπαθώ με κόπο να πάρω ανάσες οξυγόνου, να βρω κρατήματα, να κατορθώσω μέσα σε αυτό το ζόφο να βρω μια χαραμάδα χαράς, δημιουργίας, αυτοπροστασίας. Να μην ξεχάσω να αγαπώ. Ήταν τότε που αντίκρισα το βλέμμα μου στο βλέμμα άλλων με μια κοινή δίψα κι ένα κοινό αίτημα. Και τότε για πρώτη φορά κατάλαβα απόλυτα που θέλω να πατώ, σε ποια πλευρά θέλω να ανήκω. Σ’ αυτών που αγωνίζονται, γινόμενοι μέρος της αλλαγής που οραματίζονται για τον κόσμο. Εκεί που οι ανάσες των ανθρώπων βγαίνουν απρόσκοπτα. Και τα χέρια δεν κρατάνε μαχαίρια, μα ενώνονται για ένα κοινό σκοπό. Για να προσφέρουν.
Είθε να ‘ναι μεγαλειώδης και λεβέντικη η διαδρομή μας, σαν την γυροβολιά του Μητροπάνου στη “Ρόζα”. Είθε να ‘ναι περήφανη και αγέρωχη η περπατησιά μας στη ζωή σαν την Μάγδα Φύσσα.