κείμενο | νίκη ζερβού */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Οι επισκέπτριες που ήρθαν για να μείνουν
Είναι πολύ δύσκολη η ζωή τελευταία. Όποιον και να ρωτήσω, νιώθει «κάπως», δεν την παλεύει, δεν ξέρει τι νόημα έχουν «όλα αυτά». Και όταν η ζωή γίνεται τόσο σοβαρή, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για διαφυγή. Για ένα διάλειμμα. Μερικές φορές, δε θέλεις να μιλάς άλλο, για το πόσο δύσκολα είναι όλα. Μερικές φορές, θέλεις απλά να γελάσεις με μια ιστορία για υπηρεσία ιερόδουλων που ανακούφιζε τα στρατεύματα στα βάθη του Αμαζόνιου. Μερικές φορές, θέλεις να δεις μια κουλή ιστορία που κι όμως βγάζει νόημα. Θέλεις να πιείς και ένα ποτάκι παρέα, βρε αδελφέ. Γιατί, κάπου ώπα με τα δύσκολα.
Αυτές τις φορές, καλό θα ήταν να πας στην «Μικρή Σκηνή» να δεις το “Las Visitadoras” σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη με ένα θεόμουρλο κάστ. Δεν ξέρω από που να αρχίσω μ’ αυτήν την παράσταση, γι’ αυτό θα ξεκινήσω με τα απλά: Η ιστορία διαδραματίζεται τα τέλη του 1950 στο Περού. Σε μια στρατιωτική βάση, βαθιά στον Αμαζόνιο, οι άντρες πάθαιναν «κάτι» και βίαζαν όλες τις γυναίκες του χωριού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σοβαρό πρόβλημα στην εικόνα του στρατού. Ο λοχίας Πανταλέον Παντόχα καλείται να λύσει αυτό το πρόβλημα. Μετακομίζει μαζί με την γυναίκα και την μητέρα του στον Αμαζόνιο και γίνεται μυστικός πράκτορας. Βρίσκει έναν οίκο ανοχής και ξεκινάει την υπηρεσία «Las Visitadoras», ελληνιστί «Οι επισκέπτριες» και όλα αρχίζουν να πηγαίνουν πολύ καλύτερα για την εικόνα και τις ορμές του στρατεύματος. Μέχρι να αρχίσουν ξανά να παίρνουν τον κατήφορο, όπως γίνεται πάντα στην ζωή.
Οποιαδήποτε παραπάνω ανάλυση της ιστορίας, θα σας χαλάσει την εμπειρία γι’ αυτό θα προχωρήσουμε στα υπόλοιπα. Η υπόθεση όπως καταλαβαίνετε, οτιδήποτε παρά κωμική είναι, ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, όμως έχει κάνει το θαύμα του. Βρήκε έναν μοναδικό τρόπο να παρουσιάσει τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες σαν καρτούν. Σαν καρικατούρες. Σαν παραμύθι. Οι χαρακτήρες ξεπηδούν από παντού και ο καθένας τους έχει την δική του προσωπικότητα, το δικό του στυλ και ντύσιμο. Δε θυμάμαι πόσους χαρακτήρες κλήθηκαν να αναπαραστήσουν οι εφτά ηθοποιοί της παράστασης, πιστεύω πως ήταν παραπάνω από είκοσι. Σε ένα σκηνικό ντυμένο με ασημί πλαστικές κουρτίνες και ασημί μεγάλα φωτιστικά που άλλαζαν χρώματα είδαμε στρατιωτικούς, πόρνες, αιρετικούς, οικογένειες, κατασκόπους και μια γέννα. Όλα αυτά δοσμένα με μια σουρεαλιστική εκδοχή, πιο φρέσκια από ποτέ.
Η παράσταση είχε τη μορφή μιούζικαλ. Υπήρχαν πολλές πρωτότυπες συνθέσεις σε μουσική Γιώργου Χρυσικού και στίχους του σκηνοθέτη. Τα κομμάτια της παράστασης είναι πάρα πολύ αστεία και εξυπηρετούν με πολύ σωστό τρόπο την πλοκή. Συμπυκνώνουν και βοηθούν την ιστορία να προχωρήσει.
Το καστ αποτελείται από νέους, φρέσκους και πολύ ταλαντούχους ηθοποιούς. Οι Θάνος Διμηνάς, Εμμανουήλ Δραμηλαράκης, Αλέξης Κότσυφας, Λέλα Μεντεκίδου, Στέλιος Ράμμος, Άννα Ρίζου και Βάσια Τσιαούση, δίνουν την ψυχή τους στην παράσταση και την ιδρώνουν τη φανέλα. Είναι ασταμάτητοι, προσφέρουν ακέραιους χαρακτήρες, ανεξάρτητα με την σημαντικότητα τους στην πορεία της ιστορίας και μας κάνουν ένα μαζί τους.
Γέλασα πολύ, απόλαυσα τα τραγούδια ιδιαίτερα (πράγμα σπάνιο για παράσταση μιούζικαλ) και έφυγα απ’ το θέατρο ανάλαφρη. Το πιο σπουδαίο, όμως, είναι πως συνειδητοποίησα σε μια στιγμή, πως δέθηκα πραγματικά με τους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους. Όταν ο ένας τους αποχώρησε, συγκινήθηκα πραγματικά.