at a glance
Top

Μία βέρα για δύο

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης

Μια ιστορία μικρή

Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που σε παντρεύτηκα, είπε εκείνη. Ανάθεμα την ώρα που είπα το ναι και συμφώνησα να σε γνωρίσω, της απάντησε, εστιάζοντας λίγο μετά στην ανύπαρκτη προίκα της και στην χωριάτικη καταγωγή της. Κι έπειτα, εκείνη, χωρίς να χάσει λεπτό βγήκε στην αντεπίθεση κατακεραυνώνοντάς τον, εκτοξεύοντας ένα σωρό φαρμάκια. Εμένα, βρε, με ζήλευε όλο το χωριό για την εξυπνάδα και την ομορφιά μου, που θα μου πεις εσύ… Εσύ, που δε θα ‘βρισκες γυναίκα στον αιώνα τον άπαντα αν δεν υπήρχε ο θειός σου ο παπάς στο χωριό μας που μας έκανε το συνοικέσιο- ώρα του κακή εκεί που είναι, που σκουλήκια να του τρώνε αργά αργά τις σάρκες για το κακό που μου ‘κανε, θε μου συγχώρα με- και μου σερβίρισαν την ομορφάδα σου σαν κάτι αξιοθαύμαστο -καμαρώστε φάτσα! -και με τουμπάρισαν με της συμπρωτεύουσας τις ανέσεις και τα μεγαλεία, λες και θα ‘ταν όλα δικά μου, κι εκείνος παρενέβη, την διέκοψε και μίλησε σκληρά για τα χρόνια που έχασε μια ζωή μαζί της και για την στειρότητά της η οποία τον άφησε δίχως χαρές και παιδικές φωνές, και τότε εκείνη, έσταξε χολή και βγήκε κι από πάνω, λέγοντας ότι ποτέ δεν αποδείχτηκε κάτι τέτοιο, παρά το αποδέχτηκε για να μην τον κάνει ρεζίλι στους δικούς του, στρέφοντας πάνω του τα αίτια. Ε, τότε πήρε κι εκείνος φόρα κι άρχισε να την κατηγορεί για το ό,τι δεν έμαθε ποτέ της να μαγειρεύει -πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, βρε- και πως αν δούλευε κι εκείνη όλα αυτά τα χρόνια, κάτι θα καταφέρνανε να αποταμιεύσουν για να μην έχουν την ανάγκη κανενός, και του άρπαξε τότε τη σκυτάλη, μέγαιρα σωστή, και του υπενθύμισε ότι αυτός ήταν που μπεκρόπινε  αδιάκοπα και  αλόγιστα ξόδευε λεφτά, κι εκείνος την αποπήρε χτυπώντας την δεξιά του παλάμη πάνω στο τραπέζι ρίχνοντας τα χάπια της πιέσεως κάτω στο μωσαϊκό, δίπλα απ’ τις στρωμένες φλοκάτες, απαιτώντας από αυτήν να καταλάβει ότι είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει μιας και ήταν το μόνο που τον έκανε να ξεχνά. Ατάραχη πήρε τα χάπια από το δάπεδο και τα ‘δωσε μια από το παράθυρο να μην τα βρει ποτέ του. Και δε σταμάτησε εκεί. Έβγαλε μια γλώσσα διχαλωτή με λογής διακοσμητικά που δεν αρμόζουν να αναφερθούν και συνέχισε την μάχη  σα Στρατηγός Στρατού Ξηράς, άγοντας όπλα επιχειρήματα εναντίον του βγάζοντας ατέλευτους, μα όχι μόνο, άσους μέσα από τα ρομπομάνικά της.

Έκατσε λίγο πάνω από το μπρίκι της να μην της κόψει ο καφές κι έβαλε από  μια παρτίδα καϊμάκι στα δυο φλιτζάνια τους και σε λίγο συμπλήρωσε το διπλοβρασμένο πια ζουμί μέχρι το χείλος τους. Που στο λαιμό να σου σταθεί κι άνθρωπος να μη βρεθεί βοήθεια να σου δώσει, του ‘ευχήθηκε’, κι έκατσε κοιτώντας πέρα μακριά τη θάλασσα. Τότε ήταν που εμφανίστηκε, όπως κάθε πρωινό τους τελευταίους μήνες, η βερβερίτσα της. Προτού προλάβει να χτυπήσει το τζάμι τους για να ζητιανέψει κάτι, της άνοιξε το παραθυρόφυλλο πρόθυμα και της έδωσε δυο καρύδια μέσα από τις χούφτες της. Εκείνος πάλι, πήρε στα χέρια τον καφέ με το πιατάκι του, τον φύσηξε δυο φορές και πήρε μια τζούρα. Ύστερα ακόμη μια να καταλάβει γεύση. Σκούπισε περιστροφικά με την παλάμη του- πρώτα από μέσα κι έπειτα από πάνω- τις λίγες υγρές μύξες που πήγαν να  του τρέξουν καθώς το ζεστό το ρόφημα του άνοιξε λίγο τη μύτη και σκούπισε το χέρι του πάνω στο μπατζάκι της πιζάμας του προκαλώντας την αηδία και την περιφρόνηση της γυναίκας του, που γνώριζε από τα πριν τι ακριβώς θα έκανε και λοξοκοιτώντας τον σηματοδότησε τη λήξη της ολιγόλεπτης ανακωχής τους. Δεν έχασε διόλου τον ρυθμό της από την προηγούμενη παύση κι έφτασε στο σήμερα και τον ξέχεσε κανονικότατα για την έλλειψη σεβασμού που τον διακατέχει και δεν πατάει ποτέ το καζανάκι στην τουαλέτα και ότι από τα νιάτα του, ακόμη, πάντα λέρωνε την λεκάνη και ποτέ δεν την καθάριζε. Κι εκείνος της είπε ότι όλο το βράδυ ροχαλίζει σαν τρακτέρ και παρά το γεγονός ότι κοιμούνται, πλέον, σε χωριστά κρεβάτια δεν τον αφήνει μάτι να κλείσει. Πήρε κι άφρισε εκείνη και δίχως δισταγμό  έφτασε την οργή της μπροστά στα μάτια του και φανερά προσβεβλημένη του τόνισε ότι όλη τη νύχτα εκείνος αερίζεται- φυσικά και δεν ειπώθηκε έτσι- και κάνει το δωμάτιο στάβλο γουρουνίσιο και το πρωί είναι αναγκασμένη να του ‘χει κι έτοιμο καθαρό σώβρακο γιατί μαζί με τις πορδές, χάνει, ο διάολος, και ούρα… Κι εκείνος, περήφανος για τα ολόδικά του δόντια, της θύμισε την παρουσία του γυάλινου ποτηριού με την μασέλα της μεσ’ το υγρό, με την χαρτοπετσέτα εφήμερη στέγη, που χρόνια του γυρνάει τ’ άντερα, κι έπειτα έξαλλη εκείνη, του έτριψε στη μούρη το μεγάλο της παράπονο. Ότι ποτέ του δε φόρεσε την βέρα τους, σα να ντρεπόταν για τον γάμο τους, κι εκείνος, τότε, για πρώτη του φορά μετά από τόσα χρόνια, σαν κάτι να παραδέχτηκε κι έριξε με μιας τα δυο του μάτια χαμηλά, δίπλα σ’ εκείνο το σημείο που του ‘χαν πέσει τα χάπια λίγο πριν και μέσα από τα γυαλάκια του δήλωσε ότι την είχε χάσει μήνες μοναχά μετά από τον γάμο τους και το ‘κρυβε, διότι πολύ στεναχωρήθηκε!

Ειρήνη ημίν. Λευκές σημαίες. Παράδοση. Ανακωχή.

Πήρε δυο ξύλα και τα ‘ριξε στην σόμπα τους. Η κουζίνα τους στην μέση. Ένα φαρδύ κρεβάτι από την μια κι ένα εξίσου φαρδύ απέναντι. Στην γωνιά η σόμπα άρχισε να μπουμπουνίζει και το νερό στην τσαγιέρα να σφυρίζει συνθηματικά. Σιωπές κεντημένες στα χείλη τους. Και μικρές αμήχανες ενοχές.

Το μεσημέρι ήρθε κι έφυγε με δυο μπουκιές. Το απόγευμα φόρεσε καθημερινά σήριαλ, τηλεπαιχνίδια βαρετά και ειδήσεις από παρουσιαστές και δημοσιογράφους που ρημάζουν ανελέητα την ελληνική. Η νύχτα τούς έταξε μια τσάντα χάπια για τον καθένα. Η νύχτα είναι πάντα δύσκολη. Η νύχτα του χειμώνα έχει κλειστά παράθυρα, τραβηγμένες κουρτίνες, κατεβασμένα παντζούρια. Οι σκιές από τα λαμπάκια νυκτός παραμορφώνουν οποιαδήποτε σιλουέτα, οποιαδήποτε κίνηση. Την μεταλλάσσουν σε κάτι απόκοσμο, ξένο. Οι δείκτες του ρολογιού σου μεταδίδουν άγχη για όσα οριστικά περνούν και για εκείνα που ποτέ τους δεν βρήκαν χρόνο να έρθουν. Οι μυρωδιές του φαγητού -από το μεσημέρι ακόμη- περιπλανώνται πεινασμένες κάτω από τα ταβάνια γυρεύοντας διαφυγές. Τα νιάτα τους χορεύουν σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες εγκλωβισμένες κάποιες σε άλμπουμ κι άλλες σε καρό βαλίτσες χύμα μέσα πεταμένες. Σε ρυτίδες πάνω σε συντάξιμα ένσημα, σε εργατοώρες, σε κουρασμένα χέρια, σε κομμένες στα δύο μέσες. Σε μια ζωή αλλιώτικη. Δίχως πρίγκιπες. Δίχως πριγκίπισσες. Σε μία ζωή. Μόνο σε μία. Πόσα στ’ αλήθεια να χωρέσεις σε μία ζωή;

Έριξαν άλλα δυο ξύλα και γύρω στις έντεκα ξάπλωσαν. Στη μία περίπου πήρε να σβήνει η σόμπα, ρίχνοντας ακαριαία την θερμοκρασία στο δωμάτιο. Ήταν κι αυτά τα παλιά κουφώματα, βλέπεις, που έμπαζαν από παντού. Σηκώθηκε εκείνη με δυσκολία και πήγε και χώθηκε κάτω από τα δικά του σκεπάσματα. Μαζί του. Η νύχτα της μαζί του θα ήταν λιγότερο άγρια. Της έκανε χώρο απόλυτα συνειδητά και της έριξε μπόλικο πάπλωμα στις πλάτες…

Ο ήλιος του Φλεβάρη ξεμύτισε, αλλά έμοιαζε ανίκανος να διαπεράσει τα παντζούρια, τα παράθυρα και τις κουρτίνες τους. Έμοιαζε ανίκανος να τους προσφέρει έστω και λίγη ζεστασιά. Να κεράσει ζωή.

Λένε, πως οι ψυχές τους γύριζαν όλο το Φλεβάρη μέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά του σπιτιού χωρίς ποτέ τους να πάρουν την απόφαση να ρίξουν ένα κούτσουρο στη σόμπα, μήτε να στρώσουν λίγο το κρεβάτι της. Ψυχές, σου λέει. Τους βρήκαν παγωμένους, μελανούς, πιασμένους χέρι χέρι κάτω από τα σκεπάσματα. Μαζί.

Λένε, ότι η βέρα της ήταν περασμένη τώρα στον δικό του δεξί παράμεσο κι ότι εκείνος έδειχνε πιο ευτυχισμένος από εκείνη, και άλλοι πάλι λένε, ότι η ευτυχία δεν είναι κάτι που μετριέται, μα που βιώνεται… και οι δυο τους, τώρα, τα είχαν χάσει όλα ή τα ‘χαν όλα πλέον κάπου χαρισμένα.

Η βερβερίτσα μέρες τώρα, αδίκως, φέρνει βόλτες έξω από το κατεβασμένο τους παντζούρι.