at a glance
Top

Τρένο της μαύρης χώρας

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Μια ιστορία μικρή

Μόνο τη φωτογραφία της πρόλαβε να πάρει μαζί του. Την έβαλε ευλαβικά στην τσέπη της καρδιάς του -μέσα στο πουκάμισό του- κι έγινε νύχτα και φευγιό. Μήτε τη μάνα του την  έρμη δεν πρόλαβε να σταυροφιλήσει, κάπου στις εκκλησιές για το Πάσχα θα γύριζε. Κάθε λεπτό μπορεί να έκρινε την ελευθερία του. Τον γέρο του τον πρόλαβε στο χτήμα, καθώς πήρε το δρόμο για το σταθμό των τρένων. Τον γέρο του, πρόλαβε και τον αγκάλιασε. Του ‘πε μια κουβέντα. Ο γέρος του μόνο δάκρυσε. Και πόσο πολύ μετάνιωσε και για τα δάκρυά του, κοτζάμ θεριό – πενήντα δυο χρονών να κλαίει- μα και που δεν πρόκανε να του δώκει μια συμβουλή του σπλάχνου του.

Οι δρόμοι τ’ Απρίλη στένευαν, η νύχτα ακόμη είχε τα κουράγια να σου σουβλίζει τις σάρκες με βελονιές υγρασίας. Στα μέρη μας, τις νύχτες, ούτε τα καλοκαίρια δεν αντέχεις δίχως πανωφόρι. Πόσο μάλλον μέσα Άνοιξης! Αν σ’ όλα αυτά προσθέσεις το δικτατορικό καθεστώς που επιβλήθηκε τούτη τη μέρα, αν προσθέσεις την αγωνία που αίφνης στεφανώθηκαν όλες οι λεύτερες ψυχές, αν προσθέσεις την πείνα και την δίψα του, το τρεχαλητό και το κρυφτό που ‘έπαιζε’ με τους ίδρωτές του και τις σκιές του για ώρες ολόκληρες… ίσως, ίσως να καταλάβεις γιατί στο βλέμμα του εκεί στην σμίξη  των πυκνών φρυδιών του και κάτω από αυτά, μέσα στις κόχες του ακριβώς, είχαν δεθεί- ανεξήγητο το πώς- χιλιάδες άγρια πουλιά. Άγρια πουλιά που δεν τους ταίριασαν ποτέ κλουβιά, ποτέ τους κάγκελα και σιδεριές. Ποτέ λουκέτα, αλυσίδες, φίμωτρα και σκλαβιά. Ποτέ τους.

Κρύφτηκε πίσω από το πρώτο βαγόνι κι έπειτα έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε πάνω του. Το τρένο μούγκριζε πάνω στις ράγες του κι ετοίμαζε βαλίτσες για Σαλονίκη. Ίσως εκεί, σκέφτηκε ο νεαρός να τον χάνανε. Να μπερδευότανε στο πλήθος. Στην ανωνυμία. Ίσως εκεί, να έβρισκε κι άλλους ‘δικούς’ του και να του έλεγαν τι έπρεπε να κάνει. Ναι, σίγουρα εκεί θα ‘ταν καλύτερα. Εδώ τον ξέρανε όλοι. Αν προλάβαινε κι έφτανε στη Θεσσαλονίκη όλα θα ήταν αλλιώς. Αν κρυβότανε καλά στο βαγόνι ίσως να γλύτωνε. Το τρένο να μουγγρίζει, πυκνοί καπνοί να συννεφιάζουν τη ξάστερη νύχτα, σκυλιά να ουρλιάζουν αναστατωμένα και ανίκανα να συνηθίσουν τόσα χρόνια τις αναχωρήσεις. Κι ας μην έμοιαζε τούτη η αναχώρηση με τις άλλες. Οι άλλες είχανε κόσμο που κούναγε μαντήλια. Είχανε αποχαιρετισμούς. Είχανε φιλιά, αγκαλιές, ενθουσιασμούς και πίκρες που μοιράζονταν. Και το μοίρασμα αλαφραίνει τον καημό, ξέρεις. Του δίνει παυσίπονα του καημού. Αναλγητικό είναι το μοίρασμα. Τούτη η αναχώρηση, τί είχε; Τί της απέμεινε να έχει να διηγείται για αύριο μεθαύριο; Για ποιό λόγο θα έχει να καυχιέται; Τί πρόσφερε τούτη η μοναξιά σ’ αυτή την αναχώρηση;

Στρίμωξε το κορμί του όλο, τα νιάτα και το μέλλον του κάτω από δερμάτινα καθίσματα, πάνω σε σκόνες που κουβάλησαν χιλιάδες σόλες παπουτσιών, ανάμεσα σε κολλημένες τσίχλες και γόπες από τσιγάρα μισαρχηνισμένα. Όπως τα όνειρά του. Στριμωγμένα, σκονισμένα, μασημένα, μισαρχηνισμένα τα όνειρά του! Μόνο εκείνη η φωτογραφία της να του δίνει κουράγια. Εκείνη η φωτογραφία μπρος στο σιντριβάνι μέσα στο πάρκο. Με την κοντή τη φούστα της, το κρεπαρισμένο της μαλλί, το παγωτό του ‘’Γιαννούλη’’ στο χέρι. Με το άλλο της χέρι ν’ αγγίζει ελαφρώς τα γυαλιά ηλίου, παίρνοντας πόζα ηθοποιού… Τί τα ‘θελε και τα φορούσε! Μου κρύβουνε τα πάντα, ξεστόμισε άθελά του. Μονάχα τούτη η φωτογραφία της και η πίστη για το δίκιο, του τρέφαν τα κουράγια.

Σφύριξε το τρένο δυο φορές κι ούτε ένα μαντήλι από κάτω για κανέναν. Για ποιο λόγο θα καμαρώνει αυτή η αναχώρηση, άραγε; Τρένο αλλοπαρμένο, τρένο της χούντας, του Παπαδόπουλου, του Παττακού, της μαύρης χώρας μου το τρένο!